Θα πρέπει να ανησυχούν οι Ευρωπαίοι για το ενδεχόμενο να επαναληφθεί η ιστορία της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 είναι το ερώτημα που έθεσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο(ΕΕΣ) δίνοντας στη δημοσιότητα τη νέα έκθεση του. Το ελεγκτικό όργανο της ΕΕ ζητά περισσότερες διασφαλίσεις από την ΕΚΤ, την οποία κατηγορεί για χαλαρή εποπτεία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων.
Στην έκθεσή του, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο τονίζει πόσο σημαντική είναι η διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου,«διότι η κακή διαχείριση από τις τράπεζες μπορεί να υπονομεύσει τη βιωσιμότητά τους και τη βιωσιμότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, παρά τις αυξημένες προσπάθειες εποπτείας του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και των προβληματικών δανείων, η ΕΚΤ δεν επέβαλε αναλογικά υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες με υψηλότερο κίνδυνο. Ούτε κλιμάκωσε επαρκώς τα εποπτικά μέτρα όταν οι τράπεζες παρουσίαζαν επίμονες αδυναμίες στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Τι ανέδειξε η έκθεση Η ΕΚΤ εποπτεύει περίπου 110 σημαντικές τράπεζες σε 21 χώρες της ΕΕ. Κάθε χρόνο αξιολογεί τους κινδύνους τους όσον αφορά την πιστωτική έκθεση (π.χ. ανεπαρκή πρότυπα δανεισμού), τη διακυβέρνηση, το επιχειρηματικό μοντέλο και τη ρευστότητα. Αξιολογεί επίσης την ικανότητα των τραπεζών να διαχειρίζονται τους εν λόγω κινδύνους. Μπορεί να επιβάλει στις τράπεζες, όπως αναφέρεται στην έκθεση, πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί και να επιβάλει διορθωτικά μέτρα για τη μείωση των κινδύνων αυτών. Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της ΕΕ και ότι η εμπιστοσύνη προς αυτές είναι δικαιολογημένη. Η ΕΚΤ επισήμανε πρόσφατα ότι οι προοπτικές για τις τράπεζες επιδεινώνονται λόγω του σημερινού δύσκολου οικονομικού περιβάλλοντος, ενώ οι προηγούμενες κρίσεις έχουν δείξει ότι η ελλιπής τροφοδότηση μπορεί να απειλήσει τη βιωσιμότητά τους.
Όσον αφορά τον καθορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών η ΕΚΤ είπε ότι θα τις καθορίσει ταχύτερα. Δεσμεύτηκε επίσης να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις σε προσωπικό. Οι ελλείψεις είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να πραγματοποιήσει το ένα τέταρτο των προτεραιοποιημένων ερευνών της σχετικά με τα εσωτερικά μοντέλα κινδύνου των τραπεζών και το 10% των επιτόπιων επιθεωρήσεων. Για την τρέχουσα χρονιά κάλυψε κάποιες θέσεις χρησιμοποιώντας εξωτερικούς συμβούλους. Θα επανεξετάσει το επόμενο έτος εάν απαιτούνται «πιο επίσημες διαδικασίες κλιμάκωσης» για να παράσχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες περισσότερο προσωπικό στις κοινές ομάδες. Παραδέχθηκε ότι εξακολουθεί να υπάρχει έλλειμμα προσωπικού 4% στην εποπτική αρχή, η οποία απασχολεί περίπου 1.600 υπαλλήλους.
Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα απέρριψε ορισμένες από τις συστάσεις και δήλωσε ότι άλλες είχαν ήδη αντιμετωπιστεί από το 2021 όταν η ομάδα εξωτερικών ελεγκτών εξέτασε την εποπτεία των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα. Η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη για την εποπτεία των σημαντικότερων τραπεζών της ευρωζώνης μετά την τραπεζική κατάρρευση και την κρίση δημόσιου χρέους που έπληξε την περιοχή πριν από περισσότερο από μια δεκαετία. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της το 2014 ως ξεχωριστής μονάδα.
«Το γενικό συμπέρασμά μας είναι ότι η ΕΚΤ [έχει] εντείνει τις προσπάθειές της στην εποπτεία του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, και ιδίως των μη εξυπηρετούμενων δανείων», αναφέρει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην 121 σελίδων έκθεσή του. «Ωστόσο, πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αποκτήσει η ΕΚΤ αυξημένη βεβαιότητα ότι ο πιστωτικός κίνδυνος διαχειρίζεται και καλύπτεται σωστά».