Oι εθνικές κάλπες της 21ης Μαΐου συνιστούν µια εξαιρετικά κρίσιµη εκλογική αναµέτρηση, που θα κρίνει σε µεγάλο βαθµό τη µοίρα της πατρίδας µας. Είναι στο χέρι µας να µην επιτρέψουµε µία ακόµη χαµένη δεκαετία για τον ελληνικό λαό και ιδίως τις νέες γενιές.
∆ύο είναι οι βασικές επιλογές που έχουµε µπροστά µας. Από τη µια πλευρά είναι οι αποτυχηµένες επιλογές της Ν.∆., που σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας είναι ξεκάθαρες. Ευνόησαν ισχυρούς επιχειρηµατικούς οµίλους, µε αποτέλεσµα ο λαός να πληρώνει πανάκριβα αγαθά, ενέργεια και υπηρεσίες.
Η χώρα µας είναι από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά οι πολίτες της διαθέτουν από τα χαµηλότερα εισοδήµατα. Το κόστος ζωής γίνεται ασύµφορο ειδικά για τους νέους, που καλούνται να δαπανούν το 40% του εισοδήµατός τους για έξοδα στέγασης. Το ιδιωτικό χρέος και ο αφελληνισµός της οικονοµίας από τα ξένα funds ναρκοθετούν τη βιώσιµη προοπτική της κοινωνίας.
Το κοινωνικό κράτος, αντί να είναι αρωγός του κάθε πολίτη, βρίσκεται στο στόχαστρο. Παρά την πανδηµία, η κυβέρνηση, αντί να στηρίξει το δηµόσιο σύστηµα υγείας, το υπονόµευσε, προωθώντας την ιδιωτικοποίησή του. Η δηµόσια Παιδεία διαρκώς απαξιώνεται πίσω από σκιαµαχίες. Iσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα ήταν η πανεπιστηµιακή αστυνοµία, η οποία δεν υφίσταται. Oσο για το κράτος δικαίου, η θεσµική παρακµή άγγιξε πρωτόγνωρα επίπεδα, µε αποκορύφωµα το ζοφερό σκάνδαλο των υποκλοπών, πράγµα που αναγνωρίζουν και οι ευρωπαϊκοί θεσµοί.
Στο debate των πολιτικών αρχηγών είχαµε την κυνική οµολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η παρακολούθησή µου ήταν παράνοµη, καθώς δεν ήµουν ποτέ εθνικός κίνδυνος, όπως µε παρουσίαζαν επί µήνες πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας ∆ηµοκρατίας και το ψηφιακό παρακράτος της. Επί δέκα µήνες η επιχειρηµατολογία της κυβέρνησης και του ίδιου προσωπικά συµπυκνώθηκε στο δίπτυχο: «Νόµιµη παρακολούθηση, αλλά πολιτικά εσφαλµένη». Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήµουν κίνδυνος για τη ∆ηµοκρατία, αλλά για τη Νέα ∆ηµοκρατία. Περιµένω λοιπόν από την ελληνική ∆ικαιοσύνη να καλέσει την εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, και τον πρώην ∆ιοικητή, Παναγιώτη Κοντολέων, που υπέγραψαν την παρακολούθησή µου µε το ψευδές αιτιολογικό του «εθνικού κινδύνου», καθώς και όλους εκείνους, επιχειρηµατίες ή πολιτικά πρόσωπα, που µπορεί να εµπλέκονται.
Η ∆ικαιοσύνη, στην οποία έχω απόλυτη εµπιστοσύνη, είναι η µόνη αρµόδια να δείξει τον δρόµο.
Το µονοπάτι όµως της παρακµής και της αναξιοπιστίας το είχε περπατήσει νωρίτερα και ο ΣΥΡΙΖΑ, µαζί µε το κόµµα Καµµένου, στο διάστηµα 2015-19, που διαχειρίστηκαν τους «αρµούς της εξουσίας». Αντί να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και τη διαφάνεια, επέλεξε να συνδιαλλαγεί µε τις δυνάµεις της διαπλοκής και να χειραγωγήσει τη ∆ικαιοσύνη και τα µέσα ενηµέρωσης. Ακόµα και τώρα συνεχίζει το κρεσέντο ανευθυνότητας, µιλώντας για επανάληψη της Συµφωνίας των Πρεσπών, αυτή τη φορά στο Αιγαίο.
Σήµερα, η µόνη βιώσιµη, δίκαιη και δηµοκρατική διέξοδος στα προβλήµατα της χώρας και του λαού µας είναι το προοδευτικό πλαίσιο εθνικής συνεννόησης που προτείνει το ΠΑΣΟΚ-Κίνηµα Αλλαγής. Στον πυρήνα του προγράµµατός µας βρίσκεται η ανάγκη για ένα νέο µοντέλο διακυβέρνησης του τόπου, που θα υπηρετεί τις αρχές της εµπιστοσύνης, της αξιοπιστίας και της προοπτικής, χωρίς επικίνδυνες περιπέτειες. Εµπιστοσύνη σηµαίνει ο κάθε πολίτης να νιώθει ασφάλεια για τη ζωή του, την οικογένειά του, τους κόπους του.
Η ∆ικαιοσύνη να είναι όντως για όλους και όχι για λίγους ισχυρούς. Οι φόροι του λαού να πιάνουν τόπο σε σύγχρονες υποδοµές και υπηρεσίες. Σηµαίνει ότι το κράτος λειτουργεί µε διαφάνεια και αποτελεσµατικότητα. Στελεχώνεται από πραγµατικά άξιους και όχι από κοµµατικά ρουσφέτια. Αξιοπρέπεια σηµαίνει ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, όπου ο πιο αδύναµος Ελληνας δεν φοβάται ότι θα χάσει το σπίτι του. Σε µια ώρα ανάγκης δεν θα περιµένει µήνες στις λίστες της ντροπής για να χειρουργηθεί. Οι νέοι άνθρωποι θα έχουν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν τη ζωή τους, να κάνουν οικογένεια, να ανοίξουν το δικό τους σπίτι. Τα νέα παιδιά να διεκδικούν τα όνειρά τους και όχι να τα ψαλιδίζουν µε κριτήριο το πορτοφόλι της οικογένειάς τους. Να µη µένει κανείς µόνος στο περιθώριο.
Εχουµε χρέος να χτίσουµε µια ισχυρή, βιώσιµη, ελληνική οικονοµία, που δηµιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας και µέσα από ένα προοδευτικό και δίκαιο φορολογικό σύστηµα µειώνει τις ανισότητες και δίνει προοπτική στη νέα γενιά. Είναι φανερό ότι η χώρα δεν κινδυνεύει από ακυβερνησία, αλλά από ακινησία και τέλµα. Ο κ. Μητσοτάκης ζητά αυτοδυναµία, για να συνεχίσει να κυβερνά ανεξέλεγκτα µε την παρέα του. Ο κ. Τσίπρας δείχνει έτοιµος να συµµαχήσει και πάλι ακόµη και µε τον διάβολο για να επιστρέψει στην εξουσία.
Ενα ισχυρό ΠΑΣΟΚ µπορεί να αποτελέσει ανάχωµα στην αλαζονεία, το πελατειακό κράτος, τον ελιτισµό της Ν.∆. και τον λαϊκισµό του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν κοινή συνισταµένη την περιφρόνηση του ελληνικού λαού. Να διασφαλίσει τις µεταρρυθµίσεις που έχει ανάγκη η χώρα και µε την ψήφο των πολιτών να κάνει την Αλλαγή δυνατή.