Κόσμος

Πώς βλέπουν οι δυτικές πρωτεύουσες τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία

Πώς βλέπουν οι δυτικές πρωτεύουσες τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία

Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου

Η διεξαγωγή εκλογών σχεδόν ταυτόχρονα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι γεγονός χωρίς προηγούμενο, το οποίο αναπόφευκτα στρέφει τους διεθνείς παρατηρητές στην ούτως ή άλλως ευαίσθητη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Του Κώστα Ράπτη

Η διεξαγωγή εκλογών σχεδόν ταυτόχρονα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι γεγονός χωρίς προηγούμενο, το οποίο αναπόφευκτα στρέφει τους διεθνείς παρατηρητές στην ούτως ή άλλως ευαίσθητη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Στο υφιστάμενο περιβάλλον ευρύτερης γεωπολιτικής αλλά και οικονομικής ρευστότητας, η εκλογική συγκυρία στις δύο γειτονικές (και εν πολλοίς ανταγωνιστικές) χώρες εκατέρωθεν του Αιγαίου γεννά το ενδιαφέρον πολλών δυτικών, και όχι μόνο, πρωτευουσών. Η ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, η διασφάλιση εναλλακτικών πηγών ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, η απαρέσκεια προς περιττές πολιτικές κρίσεις, το θέμα των προσφυγικών ροών είναι μερικά από τα ζητήματα που εξηγούν το ενισχυμένο ενδιαφέρον για τα παρ’ ημίν τεκταινόμενα.

Όμως, αν κρίνουμε από τα ξένα μέσα ενημέρωσης, η κάλυψη είναι απολύτως ασύμμετρη. Ο αριθμός και ο τόνος των δημοσιευμάτων για τις τουρκικές εκλογές ξεπερνά κατά πολύ αυτών για τις ελληνικές. Και ο λόγος δεν έχει να κάνει απλώς με το μεγαλύτερο δημογραφικό και άλλο βάρος της γείτονος, αλλά με το είδος του διακυβεύματος.

Μια “διεθνοποιημένη” αντιπαράθεση

Στη χώρα του Ταγίπ Ερντογάν συντελείται ένας μεγάλος κοινωνικός μετασχηματισμός που συμβαδίζει με την πιθανότητα μιας μεγάλης γεωπολιτικής στροφής. Η Τουρκία είναι μια χώρα με αδύνατες δημοκρατικές παραδόσεις, όπου το καθεστώς έχει προσλάβει προσωποπαγή χαρακτηριστικά και η αρχή της πλειοψηφίας εξισορροπείται όλο και λιγότερο από φιλελεύθερες εγγυήσεις κράτους δικαίου. Ο εδώ και είκοσι χρόνια ισχυρός άνδρας της Άγκυρας που υπήρξε σε παλαιότερους καιρούς “αγαπημένος” της Δύσης και προβαλλόταν ως εξαγώγιμο πρότυπο συνδυασμού του Ισλάμ με τον κοινοβουλευτισμό και την οικονομία της αγοράς έχει πλέον μετατραπεί σε έναν απρόβλεπτο και ατίθασο ηγεμόνα, που τρέφεται στο εσωτερικό από την αντιδυτική ρητορική, εκδηλώνει όλο και πιο μεγάλες φιλοδοξίες στο εξωτερικό και διασπά την ενότητα του ΝΑΤΟ, αρνούμενος να εφαρμόσει κυρώσεις κατά της Ρωσίας (με την οποία εμβαθύνει την ενεργειακή, εμπορική και διπλωματική συνεργασία) και φέρνοντας προσκόμματα στην ένταξη της Σουηδίας στη συμμαχία.

Επιπλέον, η γειτονική χώρα βιώνει εκρηκτικό πληθωρισμό και συναλλαγματική κρίση, με την πιθανότητα περισσότερο εκρηκτικών οικονομικών εξελίξεων στο άμεσο μέλλον να βρίσκεται πάντοτε στον ορίζοντα. Παράλληλα, το κουρδικό ζήτημα, είτε σε έξαρση είτε σε ύφεση, αποτελεί πάντοτε τη μεγάλη ανοικτή πληγή της Τουρκίας και προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις επιλογές της εκτός συνόρων, όπως καταδεικνύει λ.χ. η στάση της στη Συρία.

Διόλου τυχαία, η τουρκική προεκλογική εκστρατεία “διεθνοποιήθηκε”, με ευθύνη των κύριων πρωταγωνιστών, καθώς ο μεν Ερντογάν (και σε ακόμη πιο ανοικτή γλώσσα υπουργοί του, όπως ο Σουλεϊμάν Σοϊλού των Εσωτερικών) κατηγορούσαν την κυβέρνηση Μπάιντεν για σχέδια “αλλαγής καθεστώτος” στην Τουρκία, ενώ ο προεδρικός υποψήφιος της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου λίγα 24ωρα πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών κατηγόρησε τους “Ρώσους φίλους” ότι αναμιγνύονται στην εκλογική διαδικασία, με αφορμή την κυκλοφορία “ροζ βίντεο” το οποίο έθεσε εκτός παιδιάς τον τρίτο υποψήφιο Μουχαρέμ Ιντζέ.

Αλλά και ο δυτικός Τύπος διόλου δεν έκρυψε την επιθυμία του να δει τον Ερντογάν να ηττάται. Προβάλλοντας δε τις επιθυμίες του σε μία κοινωνία που δεν κατανοούσε επαρκώς, βίωσε οδυνηρή έκπληξη από τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των τουρκικών εκλογών, φέρνοντας στο προσκήνιο και πάλι τη συζήτηση αν “χάθηκε” (για τη Δύση) η Τουρκία.

Το πολύ δίμηνη ασάφεια

Τίποτε το παρόμοιο δεν διακυβεύεται στην Ελλάδα, πέρα από έναν δύο μήνες ενδεχόμενης ασάφειας μέχρι τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, πιθανότατα μετά και από έναν “δεύτερο γύρο” εκλογών. Ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της χώρας δεν αμφισβητείται, αλλά αντιθέτως η πρόσδεση στη Δύση έχει γίνει ισχυρότερη τα τελευταία χρόνια και τα κόμματα εξουσίας δεν εκδηλώνουν διαθέσεις να δημιουργήσουν πονοκεφάλους στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια.

Ασφαλώς Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες επενδύουν σε μία συνέχιση των μεταρρυθμιστικών πολιτικών, με στόχο και την τακτική αποπληρωμή του ελληνικού χρέους, ωστόσο δεν αποπνέουν άγχος για πιθανά “ατυχήματα”, αντιθέτως καταγράφουν τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, που αναμένεται να οδηγήσουν σε επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης.

Επιμέρους προβληματισμός προκύπτει βέβαια για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων και υψηλού χρέους, οπότε και θα δοκιμασθεί το βάθος του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει φύγει από τα “πρωτοσέλιδα”, όπου βρισκόταν την περίοδο 2010-2015 και όπου με έναν τρόπο “διαπρέπει” στις μέρες μας η Τουρκία.

Ένα στοιχείο το οποίο συγκεντρώνει συχνά το ενδιαφέρον των ξένων μέσων ενημέρωσης (ίσως και περισσότερο από των ελληνικών) είναι η αδιάγνωστη κατάσταση πνευμάτων της ελληνικής νεολαίας, η οποία περιγράφεται ως η γενιά που έχει πληρώσει προκαταβολικά την κρίση, αλλά όμως σε μεγάλο βαθμό κρατά το κλειδί και των αυριανών εκλογών, εάν δεν μείνει αδιάφορη. Επιπλέον, ολοένα και συχνότερα είναι το τελευταίο διάστημα τα επικριτικά δημοσιεύματα (ιδίως των μέσων που εστιάζουν στην ευρωπαϊκή θεματολογία, αλλά λ.χ. και των New York Times) για ζητήματα όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι καταγγελλόμενες επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο ή η χαμηλή θέση της Ελλάδας στην κατάταξη ως προς την ελευθερία του τύπου. Μπορεί να αναμένει κανείς ότι οι πιέσεις για θέματα κράτους δικαίου, που έχουν “ταυτοτική” σημασία για την εικόνα της Ε.Ε., θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο.

Δύο χώρες στη “ζυγαριά”

Αλλά το κρισιμότερο ερώτημα είναι πώς συμπεριλαμβάνουν στη ματιά τους τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία οι ξένοι διαμορφωτές πολιτικής, σε μία φάση κατά την οποία ο Ερντογάν δείχνει έτοιμος να εξασφαλίσει άλλη μία πενταετία στην εξουσία.

Με χονδροειδείς όρους στην ελληνική δημόσια συζήτηση οι πιθανότητες που διανοίγονται μεταφράζονται στο ερώτημα αν η Δύση θα συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι ο Ερντογάν παραμένει αμετακίνητος και θα επιχειρήσει να τον εναγκαλισθεί, ενθαρρύνοντας το κλείσιμο (όχι απαραιτήτως προς το καλύτερο συμφέρον της Ελλάδας) των εκκρεμοτήτων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο ή αν αντιθέτως θα θεωρήσει μάταιη εφεξής κάθε προσπάθεια δελεασμού της Άγκυρας και προχωρήσει σε επιλογές συσπείρωσης, που θα συνεπάγονται μια θεώρηση της δικής μας χώρας ως “αναχώματος”.

Το ερώτημα είναι προς το παρόν ανοικτό. Και δεν πρόκειται να αρχίσει να απαντιέται πριν από την αποσαφήνιση του αποτελέσματος στη γείτονα και κυρίως πριν από τα πρώτα μετεκλογικά δείγματα γραφής του προεξοφλούμενου ως νικητή, Ταγίπ Ερντογάν.

Σημαντικό δείκτη θα αποτελέσει επίσης από την πρώτη στιγμή το κατά πόσον οι δυτικές πρωτεύουσες θα τείνουν το ους σε καταγγελίες που είναι άκρως πιθανό να προκύψουν (και ήδη τις προοιωνίζεται εν μέρει η έκθεση των παρατηρητών του ΟΑΣΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διεξαγωγή του πρώτου γύρου) για παρατυπίες στην ψηφοφορία, ιδίως αν το τελικό αποτέλεσμα είναι οριακό. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ενστερνισμός μιας ρητορικής “απονομιμοποίησης” του Ερντογάν, μολονότι δεν θα προσφέρει καμία δυνατότητα ανατροπής των εξελίξεων στην Τουρκία, θα σημαδέψει καθοριστικά την πορεία των σχέσεων με τη Δύση.

Η παροιμιώδης “ευελιξία”

Θα πρέπει, ωστόσο, να έχει κανείς υπόψη ότι η παροιμιώδης “ευελιξία” του Τούρκου ηγέτη (που συνδυάζει την ταχεία αλλαγή στάσης στο εξωτερικό με το κύριο μέλημά του, που είναι πάντα η διαιώνιση της εξουσίας του στο εσωτερικό) θα είναι ακόμη ευκολότερο να εκδηλωθεί, όταν θα έχει παρέλθει η πρόκληση των εκλογών. Θα πρόκειται άλλωστε, όπως έχει προαναγγείλει ο ίδιος, για την τελευταία του θητεία, στην οποία θα επισφραγισθεί η “κληρονομιά” του σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση μιας “νέας Τουρκίας”. Άλλωστε, όπως καταδεικνύει και η προηγηθείσα προεκλογική περίοδος, αυτό έχει ήδη εν πολλοίς συντελεστεί. Η ίδια η αντιπολίτευση στον Ερντογάν έχει σε μεγάλο βαθμό “ερντογανοποιηθεί”, αν κρίνουμε όχι μόνο από τη συμμετοχή ισλαμιστικών και εθνικιστικών κομμάτων στον υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου εξακομματικό συνασπισμό, αλλά και από τη ρητορική του τελευταίου, ο οποίος διακήρυξε “Ούτε Δύση, ούτε Ανατολή: Τουρκικός Δρόμος”.

Πώς ο Ερντογάν εξασφάλισε απροσδόκητο πλεονέκτημα από τον πρώτο γύρο

Για μόλις μισή ποσοστιαία μονάδα ο Ταγίπ Ερντογάν έχασε την ευκαιρία να πανηγυρίσει την επανεκλογή του από τον εκλογικό πρώτο γύρο της προηγούμενης Κυριακής – και αυτό δεν του έχει ξανασυμβεί. Όμως αντιμετωπίζεται ευρέως ως νικητής. Όχι μόνο γιατί η υπολειπόμενη διαφορά ψήφων είναι εύκολο να καλυφθεί στον δεύτερο γύρο της 28ης Μαΐου, αλλά κυρίως λόγω των αριθμητικών και ποιοτικών δεδομένων που έχουν ήδη καταγραφεί.

Το πρώτο και πιο εντυπωσιακό είναι το ποσοστό προσέλευσης στην κάλπη, το οποίο ξεπέρασε το 93% των εγγεγραμμένων. Πρόκειται βέβαια για δείγμα της μεγάλης πόλωσης που επικρατεί, αλλά ταυτοχρόνως και απόδειξη του μεγάλου βαθμού κινητοποίησης της τουρκικής κοινωνίας, υποβαθμίζοντας την εντύπωση ότι ο Ερντογάν έχει ανάγκη από αθέμιτες πρακτικές για να επικρατήσει. Σε χώρες με τέτοια μεγέθη συμμετοχής η “βία και νοθεία” δεν μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο – εξού και η αντιπολίτευση δεν κατήγγειλε παρά κυρίως τον ρυθμό ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, που σαφώς απέβλεπε στη διαχείριση εντυπώσεων από την αρχή της εκλογικής βραδιάς. Το πλεονέκτημα του Ερντογάν δεν είναι “διαδικαστικό”, αλλά πολιτικό: βασίζεται στη σχέση του, που δεν έχει διαρραγεί, με τις μάζες της κεντρικής Ανατολίας, οι οποίες έδωσαν μαζικά το “παρών”.

Δεύτερο, εξίσου, εντυπωσιακό στοιχείο είναι τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών. Διαψεύδοντας τις προγνώσεις περί μη αυτοδυναμίας, το κόμμα του Ερντογάν εξασφάλισε όχι απλώς την πρωτιά, αλλά και τον έλεγχο της Εθνοσυνέλευσης, από κοινού με τους συμμάχους του του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, οι οποίοι επίσης απροσδόκητα ξεπέρασαν σε αριθμό εδρών τους αντιπολιτευόμενους πρώην συντρόφους τους του κόμματος της Μεράλ Άκσενερ. Με άλλα λόγια, όχι απλώς επιβεβαιώνεται από μία άλλη πλευρά η αντοχή του “ερντογανισμού”, αλλά και προικοδοτείται ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας με το πιο ισχυρό επιχείρημα για τον δεύτερο γύρο: η παραμονή του στο προεδρικό μέγαρο θα είναι λύση σταθερότητας, ενώ τυχόν συγκατοίκηση ενός προέδρου και μιας Εθνοσυνέλευσης από διαφορετικές παρατάξεις είναι συνταγή παράλυσης.

Το επιχείρημα της σταθερότητας υπήρξε άλλωστε (κατά τρόπο που παραξενεύει τους εξωτερικούς παρατηρητές, δεδομένης της οικονομικής κρίσης και της αποτυχίας του κρατικού μηχανισμού στους σεισμούς του Φεβρουαρίου) το μυστικό της ισχυρής επίδοσης του Ερντογάν ήδη από τον πρώτο γύρο. Η εξακομματική αντιπολίτευση υπήρξε πολύ ετερόκλητη για να εμπνεύσει ασφάλεια για την επόμενη μέρα, ενώ δεν επέλεξε να προβάλλει ένα εναλλακτικό πρότυπο οικονομικής και κοινωνικής διαχείρισης που να της επιτρέψει διείσδυση στην πληβειακή ψήφο. Το πρόγραμμά της στηριζόταν κυρίως στην αποκατάσταση της θεσμικής κανονικότητας και της νομισματικής ορθοδοξίας, την ίδια ώρα που ο Ερντογάν σε αλλεπάλληλες τελετές εγκαινίων καλλιεργούσε την εικόνα μιας αναδυόμενης ισχυρής Τουρκίας και βεβαίως πλειοδοτούσε σε παροχές.

Επιπλέον, οι υποσχέσεις της αντιπολίτευσης για εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δύση και πολύ περισσότερο η εξωτερική στήριξη της υποψηφιότητας του Κιλιτσντάρογλου από το φιλοκουρδικό κόμμα HDP άφησαν το πεδίο ελεύθερο στον Ερντογάν για να επιδοθεί στους προσφιλείς του “πολιτιστικούς πολέμους”, προωθώντας το αφήγημα μιας συμπαιγνίας των εσωτερικών εχθρών με τις εξωτερικές δυνάμεις που εποφθαλμιούν την τουρκική ανάδυση.

Ο ρυθμιστής Ογάν

Άλλωστε, ο τρίτος άνθρωπος της αναμέτρησης, ο εθνικιστής Σινάν Ογάν, ο οποίος απέσπασε ένα απροσδόκητα υψηλό ποσοστό της τάξης του 5,2% και τώρα αναδεικνύεται σε ρυθμιστή του δεύτερου γύρου, καταδεικνύει τη σημασία των αντικουρδικών αντανακλαστικών, που και όσους ψηφοφόρους δεν μπόρεσαν να προσελκύσουν στον Ερντογάν τους απομάκρυναν πάντως από τον Κιλιτσντάρογλου. Αποτελεί στοιχείο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εθνικιστική ψήφος είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας, καθώς είναι και πολυάριθμη και ελεύθερα μετακινούμενη, σε αντίθεση με άλλα μπλοκ ψηφοφόρων που είναι εν πολλοίς παγιωμένα.

Εξού και στην προσπάθειά του να παλέψει τη μεγάλη ανατροπή, ο Κιλιτσντάρογλου ακολουθεί τη μόνη διαθέσιμη οδό, πραγματοποιώντας εθνικιστική στροφή, όπως καταδεικνύει και το μετεκλογικό βίντεό του στο οποίο υπόσχεται να απομακρύνει τους Σύρους πρόσφυγες από την Τουρκία. Το αν με μια τέτοια στροφή θα διατηρήσει την εξ αριστερών στήριξη που είχε στον πρώτο γύρο από το HDP είναι συζητήσιμο. Όπως, άλλωστε, και το αν οι ψηφοφόροι του, αποθαρρημένοι καθώς είναι ήδη, θα μπουν στον κόπο (ιδίως οι προερχόμενοι από σεισμόπληκτες περιοχές) να ταξιδέψουν και πάλι μαζικά στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Πηγή: capital.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments