Το κομματικό σύστημα σε μετάβαση;
Πηγή Φωτογραφίας: voria.gr
Ανάμεσα στα σημαντικότερα πολιτικά μηνύματα που «κούρνιαζαν» στις κάλπες της 21 ης Μαΐου, είναι αναμφίβολα και η διαφαινόμενη μετάβαση από το δικομματικό σύστημα προς ένα συνθετότερο και πολυπλοκότερο κομματικό σύστημα, που είναι γνωστό ως σύστημα του ενάμιση κόμματος και το οποίο επιφυλάσσει έντονους κομματικούς διαξιφισμούς και πολιτικές αντιπαραθέσεις στην ευρύτερη κεντροαριστερά. Ασφαλώς η γιγαντιαία εκλογική διαφορά ανάμεσα στην πρώτη Νέα Δημοκρατία και τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει δημοσιογράφους και αναλυτές και να αποτελεί ήδη το κύριο θέμα αναλυτικών και ερμηνευτικών προσεγγίσεων. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι δεν συντελείται και ένας σημαντικός μετασχηματισμός της φύσης του κομματικού συστήματος, το οποίο δείχνει να περνά από τον δικομματισμό (παλαιότερα ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εν συνεχεία ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) στο σύστημα του ενάμιση κόμματος.
Και μπορούμε να μιλήσουμε για σύστημα του ενάμιση κόμματος, όταν το ένα από τα δύο κόμματα διεκδικεί και ασκεί αυτοδύναμα την εξουσία και το άλλο κόμμα χρειάζεται οπωσδήποτε την υποστήριξη ενός μικρότερου κόμματος για την ανάδειξη στην εξουσία και την άσκησή της. Με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα, η ΝΔ, υπό έναν πλειοψηφικό εκλογικό νόμο, θα μπορούσε να έχει αυτοδύναμη μονοκομματική πλειοψηφία χάρη στο 40,8% των ψήφων που συγκέντρωσε. Δεν μπορεί, όμως, να υποστηριχθεί το ίδιο και για τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συγκεντρώνει μόλις 20% και θα έπρεπε να αναζητήσει συμμαχίες για την δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας – δρόμος που περνάει κυρίως μέσα από το τρίτο ΠΑΣΟΚ, που συγκεντρώνει 11,5%. Γίνεται φανερό ότι ο δικομματισμός υποχωρεί θεαματικά και ότι ένας άλλος τύπος κομματικού συστήματος αναδύεται.
Αυτός ο διαφορετικός τύπος κομματικού συστήματος είναι το σύστημα του ενάμιση κόμματος, το οποίο δεν είναι αλλότριο προς την ημέτερη πολιτική κουλτούρα και κομματική παράδοση, όπως ενδεχομένως να σκεφθεί κάποιος αρχικά. Έχει υπάρξει και έχει καταγραφεί ως εμπειρικό γεγονός και στην πρώιμη και στην ύστερη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Για παράδειγμα, στους πρώτους κύκλους του δημοκρατικού, μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, η Νέα Δημοκρατία αναδεικνύεται, το 1977, πρώτη και κυριαρχική πολιτική δύναμη με 54%. Την δεύτερη θέση καταλαμβάνει η κεντρώα ΕΔΗΚ υπό τον Γεώργιο Μαύρο με 20%, ενώ την τρίτη θέση μονοπωλεί το δυναμικά ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 13%. Το σύστημα αυτό διήρκεσε ωστόσο για μία κυβερνητική θητεία της ελληνικής Δεξιάς, αφού ο κομματικός ανταγωνισμός εντείνεται και πολώνεται έντονα κατά την τετραετία 1977 – 1981, με τελικό νικητή το ΠΑΣΟΚ, που συγκεντρώνει το θηριώδες 48%, και ηττημένη την ΕΔΗΚ, η οποία υφίσταται οργανωτική και εκλογική απίσχναση.
Σήμερα, πιθανολογείται, χωρίς βέβαια διάθεση να προκαταληφθεί η εκλογική συμπεριφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 25 Ιουνίου, η επανάληψη των προχθεσινών εκλογικών αποτελεσμάτων, με την Νέα Δημοκρατία να συγκεντρώνει πιθανότητες για αυξητική τάση στα ποσοστά της. Η επανάληψη αυτή θα σημάνει τη μετάβαση από το δικομματικό σύστημα στο σύστημα του ενάμιση κόμματος, γεγονός που θα έχει ως κυριότερο αποτέλεσμα την όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης στον ευρύτερο κεντροαριστερό άξονα του κομματικού συστήματος, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και το ΠΑΣΟΚ υπό την προεδρία του Νίκου Ανδρουλάκη. Ήδη, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι στρατηγικός πολιτικός στόχος του ίδιου και του Κινήματος είναι να ξαναγίνουν «ο πραγματικός και γνήσιος αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας» και εξαπολύει δριμεία επίθεση στον Σύριζα, αποκαλώντας τον «χρυσό χορηγό» της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού, με την πολιτική του, επέτρεψε στην ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος «να μην πληρώσει στην κάλπη». Δεν μπορεί λοιπόν παρά να αναμένονται με ενδιαφέρον τα επόμενα επεισόδια του σήριαλ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ για την απόκτηση της κυριαρχίας στα κεντροαριστερά του πολιτικού αγώνα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας