Μία πιθανή νέα κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και η συνέχιση των φιλοεπιχειρηματικών και φιλομεταρρυθμιστικών πολιτικών που παρατηρούνται τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ελλάδα ίσως να μην απέχει πολύ από το να αποκτήσει εκ νέου την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το 2010, όπως σημειώνει η HSBC.
Ειδικότερα, η βρετανική τράπεζα εκτιμά πως αν και μπορεί να χρειαστεί άλλος ένας μήνας περίπου, ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο για να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία ως πρωθυπουργός της Ελλάδας. Η πρώτη του θητεία χαρακτηρίστηκε από μια ισχυρή φιλο-επιχειρηματική ατζέντα με στόχο τις μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας στις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Και ακόμη και αν το σχέδιό του εκτροχιάστηκε αρχικά από την πανδημία, η Ελλάδα κατάφερε να ανακάμψει με εντυπωσιακό τρόπο. Το 2022 σημείωσε αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,1% μετά από 8,1% το 2021, με το ΑΕΠ να είναι πλέον 6,4% υψηλότερο από ό,τι πριν την πανδημία, και οι επενδύσεις είναι σχεδόν 50% υψηλότερα, τονίζει η HSBC. Καθώς ο τουριστικός κλάδος, και οι εξαγωγές γενικότερα, συνεχίζουν να ανακάμπτουν, η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει φέτος άλλο ένα έτος ισχυρής ανάπτυξης. Η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε ανάπτυξη 2,3% φέτος, λίγο υψηλότερη από τις προσδοκίες της βρετανικής τράπεζας που είναι στο 2,1%.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την όχι και τόσο μακρινή ιστορία της χώρας, είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέγραψε ένα σχεδόν αμελητέο (0,3% του ΑΕΠ) πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (αφαιρώντας τις πληρωμές τόκων), πολύ κάτω από το 1,6% του στόχου της κυβέρνησης, ενώ ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά 23% στο 171%. Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Κομισιόν, η Ελλάδα θα έχει το δεύτερο χαμηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα (0,6% του ΑΕΠ) στην ευρωζώνη μετά την Πορτογαλία το επόμενο έτος, μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης χρέους, ενώ το χρέος της αναμένεται να μειωθεί στο 154,4%, πάνω από 50% χαμηλότερα από την κορύφωσή του στο 206,3% το 2020.
Η ισχυρή ευρωπαϊκή στήριξη συνέβαλε επίσης στην πρόσφατη ανάπτυξη της Ελλάδας. Η κυβέρνηση σκοπεύει να δαπανήσει επιχορηγήσεις ύψους 1,6% του ΑΕΠ από το NGEU το 2023 και 1,5% το 2024 για τη στήριξη των δημόσιων επενδύσεων, ενώ τα δάνεια θα πάνε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η βελτιωμένη ικανότητα της Ελλάδας να προσελκύει άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες έφθασαν στο ρεκόρ 3% του ΑΕΠ πέρυσι, έχει επίσης δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, ενώ έκανε την πρόσφατη επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών– από 6,8% του ΑΕΠ το 2021 στο 9,7% το 2022, λιγότερο ανησυχητική λόγω της πιο σταθερής χρηματοδότησης.
“Στο προεκλογικό πρόγραμμα, η Ν.Δ. έχει δεσμευτεί να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική πειθαρχία. Θέτει ως στόχο την επίτευξη μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης 3% και τη μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2030. Δεσμεύτηκε να φέρει τους μισθούς πιο κοντά στο μέσο όρο της Ε.Ε και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ, από 780 ευρώ, έως το 2025, ενώ οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,4% από τον ερχόμενο Ιανουάριο. Θέλει επίσης να μειώσει τον φόρο για τους αυτοαπασχολούμενους κατά 20% το 2025 και 30% το 2026, προτού καταργηθεί το 2027, ενώ το όριο του αφορολόγητου θα αυξηθεί κατά 1.000 ευρώ στα 10 χιλιάδες ευρώ για τα νοικοκυριά με παιδιά. Σύμφωνα με το προεκλογικό σχέδιο της Ν.Δ., οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2030, ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό”, τονίζει η HSBC.
Ένας σημαντικός θετικός καταλύτης για τη χώρα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει στη σημαντική διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας. Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα της κυβέρνησης (35 δισ. ευρώ, αρκετό για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες για πάνω από τρία χρόνια) και το γεγονός ότι η χώρα έχει ήδη καλύψει τις εκδοτικές ανάγκες του τρέχοντος έτους, αποτελούν πρόσθετους παράγοντες που δείχνουν την ισχυρή δημοσιονομική θέση της Ελλάδας.
“Συνεπώς, μια πιθανή νέα κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και μια συνέχιση των φιλο-επιχειρηματικών και φιλο-μεταρρυθμιστικών πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ελλάδα ίσως να μην απέχει πολύ από το να αποκτήσει εκ νέου την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το 2010”, καταλήγει η HSBC.
Πηγή: capital.gr//Ελευθερία Κούρταλη