Του Bobby Ghosh
Αν, όπως φαίνεται όλο και πιο πιθανό, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κερδίσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών την Κυριακή, μπορούμε να αναμένουμε τρεις συνέπειες: Πρώτον, η Τουρκία θα συνεχίσει να απομακρύνεται από τη Δύση. Δεύτερον, η οικονομία της θα συνεχίσει να κατρακυλά προς τα κάτω και τρίτον, η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα συστήσει στην Ουάσινγκτον να επιδιώξει τον συμβιβασμό με την Άγκυρα, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καλύτερο από πέντε ακόμη έτη αντιπαλότητας.
Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να αναμένει με βεβαιότητα τις δύο πρώτες συνέπειες και να απορρίψει το σκεπτικό της τρίτης. Αντί να σπεύσει να συμβιβαστεί με τον Ερντογάν, θα πρέπει να αυξήσει την οικονομική και διπλωματική πίεση μέχρι να είναι έτοιμος να ξαναφτιάξει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Ο Τούρκος ηγέτης έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να αλλάξει καμία από τις πολιτικές του, είτε στο εσωτερικό είτε προς το εξωτερικό. Σε συνέντευξή του στο CNN, ο Ερντογάν δήλωσε ότι θα συνεχίσει “οπωσδήποτε” να μειώνει τα επιτόκια, παρά την πληθώρα στοιχείων που αποδεικνύουν ότι αυτό έχει προκαλέσει σοβαρή ζημιά στην οικονομία της χώρας και ότι έχει απομακρύνει τους επενδυτές. Μίλησε επίσης με θερμά λόγια για την “ιδιαίτερη” σχέση του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, επανέλαβε την άρνησή του να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία και επέκρινε τη Δύση για την αποτυχία της να υιοθετήσει μια “ισορροπημένη προσέγγιση” απέναντι στη Μόσχα.
Η προσέγγιση του Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική στερείται ισορροπίας. Ενώ έχτιζε αυτή την ειδική σχέση με τον Πούτιν επί σειρά ετών, αποξένωσε την Τουρκία από τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ και έθεσε σε κίνδυνο την άμυνα της συμμαχίας, με τον πιο προκλητικό τρόπο αγοράζοντας τα ρωσικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας S-400. Έχει επίσης αυξήσει τις εντάσεις με τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της χώρας του στην Ευρώπη απειλώντας να “εξαπολύσει” πλήθος προσφύγων στα δυτικά σύνορα της Τουρκίας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τρέχουσας προεκλογικής εκστρατείας, ο Ερντογάν και άλλοι ηγέτες του κόμματός του έχουν κατηγορήσει τη Δύση, και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, για πολλά από τα σημερινά προβλήματα της Τουρκίας.
Οι πιο αισιόδοξοι σημειώνουν ότι ο Ερντογάν είναι γνωστό ότι πραγματοποιεί στροφές στην εξωτερική πολιτική. Τα τελευταία δύο χρόνια τα βρήκε με κράτη της Μέσης Ανατολή με τα οποία προηγουμένως η Τουρκία είχε αποξενωθεί, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος και το Ισραήλ. Ίσως να κάνει το ίδιο και με τις ΗΠΑ, αν η κυβέρνηση Μπάιντεν έφερνε, για παράδειγμα, την Τουρκία πίσω στο πρόγραμμα κατασκευής των F-35 (Η Άγκυρα αφαιρέθηκε από το πρόγραμμα όταν αγόρασε τα ρωσικά S-400) ή αν απέσυρε την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους συμμάχους που ο Ερντογάν θεωρεί τρομοκράτες.
Όμως οι στροφές στην εξωτερική πολιτική από τον Ερντογάν στη Μέση Ανατολή δεν ήταν αποτέλεσμα του κατευνασμού των περιφερειακών ηγετών. Προκλήθηκαν ως επί το πλείστον από την απελπισία του. Έχοντας οδηγήσει την οικονομία της Τουρκίας σε κατάρρευση, χρειαζόταν τη γενναιοδωρία των Αράβων του Κόλπου. Και χωρίς την ανοχή του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, χρειαζόταν την ισραηλινή και αιγυπτιακή διπλωματική βοήθεια για την επίλυση των περιφερειακών διαφορών.
Το μάθημα από αυτές τις στροφές της εξωτερικής πολιτικής για την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι ότι όταν αντιμετωπίζεις την Τουρκία, αξίζει να περιμένεις.
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιος συνδυασμός παραγόντων θα αναγκάσει τον Ερντογάν να επιδιώξει την επαναπροσέγγιση με τη Δύση, αλλά δύο στοιχεία έχουν σημαντική ουσία. Το ένα είναι ότι η Τουρκία θα πρέπει να φτάσει σε ένα επίπεδο οικονομικής κρίσης από το οποίο ούτε οι Άραβες φίλοι του Ερντογάν δεν θα μπορούν να τον σώσουν. Το άλλο είναι ότι η συμπεριφορά της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία καθιστά την ιδιαίτερη σχέση του με τον Πούτιν ως προβληματική.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν χρειάζεται να κάνει πολλά για το πρώτο. Ο Ερντογάν αναμένεται να σπρώξει την τουρκική οικονομία βαθύτερα στο χάος που έχει δημιουργήσει και τα αραβικά κράτη δεν θα τον σώζουν για πολύ. Όπως διαβεβαίωσε και ο πρόεδρος της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φατάχ Ελ Σίσι, οι Σαουδάραβες και οι Εμιρατινοί δεν παρέχουν πλέον απεριόριστες διασώσεις.
Όσο για το δεύτερο, η κυβέρνηση Μπάιντεν και η δυτική συμμαχία έχουν υποστηρίξει σθεναρά την Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή. Όσο περισσότερες ήττες υποστεί ο Πούτιν στο πεδίο της μάχης, τόσο λιγότερο “ιδιαίτερη” θα είναι η φιλία του με τον Ερντογάν. Στο μεταξύ, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να διατηρήσει την πίεση προς την Άγκυρα ώστε να σταματήσει να επιτρέπει στη Μόσχα την πρόσβαση σε αγαθά που υπόκεινται σε κυρώσεις. Η απειλή κυρώσεων είχε κάποιο αποτέλεσμα, καθώς η Τουρκία μπλόκαρε πρόσφατα τη διέλευση ορισμένων φορτίων.
Αν ο Ερντογάν κερδίσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών – όπως και αναμένεται – θα πει στην ομιλία του ότι η Τουρκία δεν θα αλλάξει στάση. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να δώσει σήμα ότι ούτε οι ΗΠΑ θα αλλάξουν.
Πηγή: capital.gr//Bloomberg Opinion