Κόσμος

Τα όρια του οικονομικού διαζυγίου ΗΠΑ – Κίνας

Αντιμέτωπη με συμμάχους οι οποίοι ανησυχούν για τις συνέπειες ενός κατακερματισμένου κόσμου, η κυβέρνηση Μπάιντεν εργάζεται σκληρά για να τονίσει ότι –παρά το σχετικό άγχος που επικρατεί διεθνώς– δεν επιδιώκει μια μακροπρόθεσμη ρήξη ή "αποσύνδεση" των οικονομιών των ΗΠΑ και της Κίνας.

Απόδοση – επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

Αντιμέτωπη με συμμάχους οι οποίοι ανησυχούν για τις συνέπειες ενός κατακερματισμένου κόσμου, η κυβέρνηση Μπάιντεν εργάζεται σκληρά για να τονίσει ότι –παρά το σχετικό άγχος που επικρατεί διεθνώς– δεν επιδιώκει μια μακροπρόθεσμη ρήξη ή “αποσύνδεση” των οικονομιών των ΗΠΑ και της Κίνας. Η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν έχει μεταφέρει ποικιλοτρόπως το συγκεκριμένο μήνυμα στους ομολόγους της στην G7, ενώ ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναμένεται να κάνει το ίδιο σε διεθνείς συνόδους ηγετών χωρών το προσεχές διάστημα.

Το πρόβλημα είναι το εξής: οι ηγέτες της Κίνας σίγουρα δεν ποντάρουν και πολλά σε αυτές τις διαβεβαιώσεις, ενώ πολλοί σύμμαχοι και επιχειρήσεις των ΗΠΑ είναι επίσης δύσπιστοι, ανησυχώντας ότι θα καταλήξουν να αποτελούν οι ίδιοι παράπλευρη ζημία σε μια κλιμακούμενη σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.

Σε ένα tweet στις 2 Μαΐου, οι “Global Times”, κινεζική κρατική εφημερίδα, ανέφεραν ότι οι ΗΠΑ “μιλούν γλυκά και μελιστάλαχτα, ενώ σε μαχαιρώνουν στην πλάτη”. Μόλις μία ημέρα νωρίτερα, η υπουργός Εξωτερικών της Σιγκαπούρης, Vivian Balakrishnan, προειδοποιούσε σε ομιλία της για το πώς ένας “δομικός ανταγωνισμός υπερδυνάμεων” που θα είχε ως αποτέλεσμα τον “διχασμό και την εργαλειοποίηση του εμπορίου, των εφοδιαστικών αλυσίδων, ακόμη και του χρήματος ως όπλων” θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν “πιο επικίνδυνο κόσμο”.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη “περιορισμός” για να περιγράψει τις πολιτικές της γύρω από την Κίνα, ωστόσο είναι δύσκολο να μην παρατηρήσουμε τουλάχιστον κάποιους παραλληλισμούς με την εκστρατεία των ΗΠΑ για την απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης τον περασμένο αιώνα. Ο Λευκός Οίκος έχει εργαστεί για να περιορίσει την πρόσβαση της Κίνας σε ημιαγωγούς υψηλής ποιότητας και έχει εντάξει στη μαύρη λίστα του κινεζικές εταιρείες για τους δεσμούς τους με τον κινεζικό στρατό ή λόγω της χρήσης εκ μέρους τους καταναγκαστικής εργασίας. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει εξάλλου τελειώσει με την “περίσφιξη” του Πεκίνου: επίκειται επιβολή περιορισμών στις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα, με τους Μπάιντεν και Γέλεν να αναμένεται να συζητήσουν το θέμα με ομολόγους τους συμμάχων χωρών το επόμενο διάστημα.

Οι τελευταίες διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν να αποσυνδεθούν από την Κίνα ήρθαν σε ομιλίες της Γέλεν και του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν. Σε δηλώσεις της στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, στις 20 Απριλίου, η Γέλεν ανέφερε ότι “ένας πλήρης διαχωρισμός των οικονομιών μας θα ήταν καταστροφικός και για τις δύο χώρες” και “αποσταθεροποιητικός για τον υπόλοιπο κόσμο”. Ο Σάλιβαν μια εβδομάδα αργότερα έβγαλε είδηση, οικειοποιούμενος τον όρο “de-risking” (σ.μ. μείωση της έκθεσης σε κίνδυνο), που χρησιμοποιείται από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν και άλλους Ευρωπαίους ηγέτες σχετικά με την Κίνα. “Είμαστε υπέρ του de-risking και της διαφοροποίησης, όχι της αποσύνδεσης”, είπε σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings, παρουσιάζοντας αυτή του τη διακήρυξη ως μια νέα “συναίνεση της Ουάσινγκτον”.

Όρια

Αμερικανοί αξιωματούχοι τονίζουν ότι οι ομιλίες δεν είχαν σκοπό να σηματοδοτήσουν καμία αλλαγή στην πολιτική γύρω από την Κίνα, τα πιο επιθετικά κομμάτια της οποίας παραμένουν εστιασμένα στον περιορισμό της πρόσβασης των Κινέζων σε κρίσιμες τεχνολογίες, όπως σε προηγμένους ημιαγωγούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Ο στόχος, όπως τον περιέγραψε ο Σάλιβαν, είναι να δημιουργηθεί μια “μικρή αυλή, με ψηλό φράχτη”.

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι δεν πιστεύουν όλοι το μήνυμα που εκπέμπουν. Οι ομιλίες σχεδιάστηκαν εν μέρει για να κατευνάσουν τους νευρικούς συμμάχους και να διατυπώσουν μια πολιτική η οποία φέρεται να έχει παρερμηνευθεί. Όπως σημειώνει ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος, όταν δεν μιλάς, οι άνθρωποι αρχίζουν να σου καταλογίζουν διάφορες απόψεις. Οπότε, όταν το θέμα είναι μια σχέση τόσο σημαντική όσο εκείνη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δεν μπορείς παρά να μιλάς στον κόσμο.

Οι ομιλίες συντάχθηκαν και σχεδιάστηκαν ανεξάρτητα, ωστόσο το κοινό τους μήνυμα ήταν μέρος μιας ευρύτερης εκστρατείας της αμερικανικής κυβέρνησης για “επιστροφή στο Μπαλί”, που σημαίνει να γυρίσει ο χρόνος πίσω στη συνάντηση μεταξύ του Μπάιντεν και του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ στο νησί της Ινδονησίας τον περασμένο Νοέμβριο, η οποία υποσχόταν μια λιγότερο ταραχώδη σχέση μεταξύ των δύο χωρών.

Είχαν επίσης στόχο να επανακαθορίσουν τα όρια της αμερικανικής ρητορικής γύρω από την Κίνα –η οποία έχει γίνει ολοένα και πιο έντονη σε ζητήματα όπως η ανεξαρτησία της Ταϊβάν από τότε που ένα κινεζικό κατασκοπευτικό αερόστατο πέρασε πάνω από τις ΗΠΑ νωρίτερα μέσα στο 2023– και να αποτελέσουν αντίβαρο σε εκείνες που ορισμένοι στην αμερικανική κυβέρνηση θεωρούν ως υπερβολικά απαισιόδοξες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους “κατακερματισμού” από πλευράς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων θεσμών, όπως φάνηκε στην εαρινή σύνοδο του Απριλίου.

Η Τζένιφερ Χάρις, η οποία μέχρι τον Φεβρουάριο υπηρετούσε υπό τον Σάλιβαν στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, λέει ότι η “δυσφορία” που εκφράστηκε από πολλούς από τους εταίρους της Αμερικής στα πεδία του εμπορίου και της ασφάλειας είναι συνέπεια της σημαντικής αλλαγής πολιτικής υπό τον Μπάιντεν που εξέθεσε ο Σάλιβαν. Οι ΗΠΑ “προσαρμόζονται σε ένα νέο status quo το οποίο είναι απλώς διαφορετικό – θα έλεγα, πιο βιώσιμο μακροπρόθεσμα”, λέει η Χάρις. Αυτό σημαίνει πιο απλά ότι οι σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των οικονομικών πόρων δεν αφήνονται πλέον στα χέρια των αγορών, μια πιο παρεμβατική κυβέρνηση επενδύει σε στρατηγικές βιομηχανίες όπως οι ημιαγωγοί στο εσωτερικό, ενώ θέτει αυστηρό πλαίσιο ελέγχων στις σχετικές εξαγωγές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ανταγωνιστές να είναι… ανταγωνιστικοί έναντι της Αμερικής.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Χάρις, η συγκεκριμένη στρατηγική στροφή είναι μια απάντηση σε έναν κόσμο όπου το κόστος της παγκοσμιοποίησης έχει επιστρέψει ως πλήγμα στη μητρόπολη των ΗΠΑ και έχει οδηγήσει στην άνοδο λαϊκιστών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ τα τελευταία χρόνια. Οι προειδοποιήσεις από το ΔΝΤ και άλλους ότι μια μεγάλη συνέπεια του είδους των πολιτικών που ακολουθούν οι ΗΠΑ θα είναι ένας κατακερματισμένος κόσμος που θα αποτελεί βαρίδι την παγκόσμια ανάπτυξη “θυμίζουν Κασσάνδρες και είναι υπερβολικές”, λέει.

Σύμμαχοι

Το να αποκαλούμε αυτό που επιδιώκουν οι ΗΠΑ “αποσύνδεση” παραλείπει τόσο την ουσία όσο και τα δεδομένα, υποστηρίζουν αξιωματούχοι της κυβέρνησης. Το εμπόριο αγαθών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας σημείωσε ρεκόρ το 2022, υπογραμμίζουν, αν και δεν αναφέρουν ότι το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους οι αμερικανικές εισαγωγές κινεζικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 20% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022.

Αυτή η λογική, υποστηρίζουν η αμερικανική κυβέρνηση και οι υπερασπιστές της, αγνοεί την ανάγκη να υπάρξει αναμόρφωση της πολιτικής των ΗΠΑ για την Κίνα, η οποία για δεκαετίες ήταν είτε πολύ αφελώς συγκαταβατική είτε, όπως ήταν στα χρόνια του Τραμπ, εξαιρετικά χαοτική. “Η στρατηγική αυτής της κυβέρνησης για την Κίνα ήταν πάντα –και το εννοούσε– ότι έχουμε να κάνουμε με την Κίνα που έχουμε ως πραγματικότητα μπροστά μας, όχι με εκείνη που θα θέλαμε να είχαμε”, λέει η Χάρις. “Καλύπτουμε τα τρωτά σημεία και κάνουμε τους εαυτούς μας και τους συμμάχους μας πιο ανθεκτικούς, ξεκινώντας με ένα σύνολο εγχώριων επενδύσεων, σε συντονισμό με τους συμμάχους. Αυτό σημαίνει αποσύνδεση; Όχι. Η διμερής σχέση με την Κίνα εξακολουθεί να υπάρχει. Το πιο σημαντικό ερώτημα, ωστόσο, είναι πώς θα διαμορφώσουμε το περιβάλλον γύρω από την Κίνα”.

Η Κίνα, φυσικά, έχει διαφορετική άποψη, βλέποντας έναν αντίπαλο να προσπαθεί να συγκρατήσει την ανάδυσή της. Ο Σι τον Μάρτιο κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι ηγούνται μιας δυτικής εκστρατείας “συνολικού περιορισμού, περικύκλωσης και καταστολής εναντίον μας”.

Το θέμα για τις ΗΠΑ είναι ότι οι σύμμαχοι, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, ενώ έχουν τις δικές τους ανησυχίες για την Κίνα, δεν θεωρούν ότι οι ΗΠΑ είναι εντελώς αθώες. Υποδεικνύουν σιωπηλά την υποκρισία της Ουάσιγκτον: οι ΗΠΑ επιδίδονται σε έναν οικονομικό εθνικισμό ο οποίος, παρά την περί του αντιθέτου ρητορική, κινδυνεύει να οδηγήσει προς ένα ρήγμα το οποίο κανείς τους δεν επιθυμεί πραγματικά.

Οι ΗΠΑ βλέπουν συμμάχους να έρχονται προς το μέρος τους και να μιμούνται τις πολιτικές τους. Ως απόδειξη, η κυβέρνηση Μπάιντεν επισημαίνει μια ομιλία στις 30 Μαρτίου της Φον ντερ Λάιεν που καλούσε την Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα και κοινές ενέργειες των ΗΠΑ με την Ιαπωνία, την Ολλανδία και άλλες χώρες για κρίσιμα ορυκτά, αλλά και όσον αφορά την εξαγωγή εξοπλισμού κατασκευής τσιπ.

Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι σύμμαχοι της Αμερικής δείχνουν την προτίμησή τους προς μια πιο ρεαλιστική πορεία. Μετά από μια συνάντηση με τον Σάλιβαν την 1η Μαΐου στην Ουάσινγκτον, ο Τοσιμίτσου Μοτέγκι, δεύτερος τη τάξει αξιωματούχος στο κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Ιαπωνίας, δήλωσε (σύμφωνα με την εφημερίδα Mainichi) ότι “δεν είναι ρεαλιστικό να αποσυνδεθεί κανείς από την Κίνα σε όλους τους τομείς”, επικαλούμενος συμφωνία με τις ΗΠΑ για “ορθή διάκριση μεταξύ τομέων όπου μπορούμε να έχουμε μια ασφαλή σχέση και ευαίσθητων τομέων όπου πρέπει να είμαστε προσεκτικοί”.

Προοπτική

Στην πλούσια σε πόρους Αυστραλία, μέλος της τετραμερούς Quad (Αυστραλία, Ινδία, Ιαπωνία, ΗΠΑ), οι ηγέτες εναγκαλίζονται εκ νέου την Κίνα ως οικονομικό εταίρο, με πολιτικούς και στελέχη επιχειρήσεων να πραγματοποιούν εκ νέου “προσκύνημα” στη χώρα.

Το παράθυρο για τις ΗΠΑ και την Κίνα να βρουν έναν πιο ήπιο δρόμο στενεύει. Υπάρχουν συζητήσεις για επισκέψεις στην Κίνα πριν από το τέλος του έτους μελών του υπουργικού συμβουλίου του Μπάιντεν, συγκεκριμένα της  Γέλεν, του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και της υπουργού Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο. Σε φυσιολογικούς καιρούς, ο Σι θα συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού ή APEC τον Νοέμβριο στο Σαν Φρανσίσκο.

Προχωρώντας προς τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2024, οποιαδήποτε θετική αλληλεπίδραση με την Κίνα θα μπορούσε να γίνει πολιτικό βαρίδι για τους Δημοκρατικούς, σε μια σκληρή εκστρατεία στην οποία οι Ρεπουμπλικανοί της αντιπολίτευσης θέλουν να παρουσιάσουν τον Μπάιντεν ως “μαλακό” απέναντι στην Κίνα. Η προεδρική αναμέτρηση της Ταϊβάν τον Ιανουάριο θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημείο ανάφλεξης.

Είναι κάτι που εγείρει μια δυσοίωνη προοπτική, σημειώνουν αναλυτές όπως ο Gerard DiPippo, πρώην αξιωματούχος των υπηρεσιών Πληροφοριών των ΗΠΑ, σήμερα στο Κέντρο Στρατηγικών & Διεθνών Μελετών. “Ο τρόπος για να μειώσουμε πραγματικά τη θερμοκρασία είναι να πούμε: “Δεν πρόκειται να προχωρήσουμε σε άλλες τέτοιες ενέργειες”. Δεν νομίζω ότι ο Λευκός Οίκος θα το κάνει αυτό για προφανείς πολιτικούς λόγους. Οπότε πιστεύω ότι βασικά η κατάσταση των πραγμάτων σήμερα είναι η καλύτερη δυνατή που θα μπορούσαμε να έχουμε”.

Πηγή: capital.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο