Όταν αναφερόμαστε στις διεθνείς διακρατικές σχέσεις και ιδίως στις εστίες έντασης που ενίοτε καταλήγουν στη χρήση ένοπλης βίας χρησιμοποιούμε συχνά τον όρο «Διεθνές Δίκαιο». Στη χώρα μας μάλιστα η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου αποτελεί, εδώ και δεκαετίες, τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής μας πολιτικής. Το Διεθνές Δίκαιο (ή Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο) είναι το σώμα των δεσμευτικών κανόνων και αρχών που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών και άλλων διεθνών υποκειμένων και μελών της διεθνούς κοινωνίας. Τα διεθνή υποκείμενα είναι οι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν άμεσα από το διεθνές δίκαιο.
Ως δίκαιο, το Διεθνές Δίκαιο έχει έναν καταναγκαστικό χαρακτήρα και οι διατάξεις του πρέπει να γίνονται σεβαστές. Ωστόσο, στις διακρατικές σχέσεις δεν υπάρχει παγκόσμιος μηχανισμός επιβολής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών που ιδρύθηκε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο σε περιορισμένες περιπτώσεις και εφόσον συμφωνούν όλα τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να επιβάλει ορισμένες αποφάσεις. Η σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει η χρήση του όρου «Διεθνές Δίκαιο» γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη αν αναλογισθούμε ότι υπάρχουν θεμελιώδες κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που έρχονται σε προφανή αντίφαση ο ένας με τον άλλον. Το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση που περιλαμβάνεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών προσκρούει πολλές φορές στην κυριότερη καταστατική αρχή του Διεθνούς Δικαίου που είναι το απαραβίαστο των συνόρων.
Οι συγκρούσεις που προκύπτουν από τη δράση εθνοαπελευθερωτικών κινημάτων και μειονοτικών ζητημάτων ανά τον κόσμο υποδηλώνει την αντίφαση μεταξύ των δύο θεμελιωδών αρχών. Ποια θα έπρεπε να είναι η «δίκαια» λύση μιας τέτοιας σύγκρουσης; Δυστυχώς, δεν μπορεί να υπάρξει ένας γενικός κανόνας που θα μας έδινε μια ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα κάτω από ποιες συνθήκες το δικαίωμα αυτοδιάθεσης πρέπει να υπερισχύσει του απαραβίαστου των συνόρων. Πέρα από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και τους εκάστοτε διεθνείς συσχετισμούς που ασφαλώς επηρεάζουν την απάντηση που δίδεται σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικά δύσκολο να τεθούν σταθερά κριτήρια για μια δίκαιη λύση. Οι Σερβοβόσνιοι που επιθυμούν να αποσχιστούν από το κράτος της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, δεν αποδέχονται ότι η διεθνής κοινότητα είναι σε θέση να αντιταχθεί στην επιθυμία τους.
Στο Κόσοβο, η διαμάχη ανάμεσα σε Σέρβους και Αλβανούς είναι μακραίωνη. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ιστορική προσέγγιση, η διαμάχη χρονολογείται από τον 14 ο αιώνα. Οι Σέρβοι που ζουν στο Κόσοβο, επικαλούνται ιστορικά επιχειρήματα, τα οποία, πράγματι, δικαιώνουν τις θέσεις τους για μια πιο εκτεταμένη αυτονομία στο εσωτερικό του κράτους του Κοσσυφοπεδίου. Εντούτοις, και οι Αλβανοί του Κοσόβου έχουν διαχρονική παρουσία σε αυτήν την ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, μια πραγματική πυριταδοπήθηκη, και είναι δυνατόν να αναφερθούν τεκμηριωμένα σε δικά τους ιστορικά «δίκαια». Η συνεχιζόμενη διαμάχη Σερβίας – Κοσόβου αλλά και η εύθραυστη ειρήνη στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ενισχύουν την ευρωπαϊκή και γενικότερα δυτική ιστορική πρόσληψη των Βαλκανίων ως χώρου έντονης παρουσίας εθνικών ανταγωνισμών και ενδημικής βίας.
Η διαιώνιση των σημερινών αδιεξόδων τόσο στο Κόσοβο όσο και στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη δεν στιγματίζει απλώς την εικόνα των Βαλκανίων. Αποτελεί υπαρκτή απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα της περιοχής και ολόκληρης της Ευρώπης, ενώ και η Ρωσία αναπτύσσει τη δική της στρατηγική στην περιοχή, μέσα κυρίως από την ακόμη μεγαλύτερη τόνωση των σχέσεών της με το Βελιγράδι, σχέσεις που είναι διαχρονικά καλές. Ο δυτικός κόσμος έχει συνείδηση της επικινδυνότητας και προσπαθούν με έντονη διπλωματική δραστηριότητα να συμβάλει στην εκτόνωση της έντασης. Δεν υπάρχουν προς το παρόν οι προϋποθέσεις για μια οριστική επίλυση του προβλήματος του Κοσόβου (και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης). Αποτελεσματική διπλωματία είναι εκείνη που έχει συνείδηση και των ορίων της. Σήμερα η ευρωπαϊκή διπλωματία θα έχει επιτύχει την αποστολή της αν κατορθώσει να συμβάλει στην εκτόνωση και στην αποφυγή γενικευμένης χρήσης βίας.