Πούτιν, Μπάιντεν και Ζελένσκι χειροκροτούν τον θριαμβευτή Ερντογάν – ποιος κάνει λάθος;
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Του Guney Yildiz
Στον απόηχο των εκλογών στην Τουρκία, τα συγχαρητήρια προς τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν έπεσαν βροχή από ηγέτες από όλο τον κόσμο: από τη Μόσχα έως το Κίεβο και από τις Βρυξέλλες έως την Ουάσινγκτον. Ήταν ένα σινιάλο προς την εξουσία που επικυρώθηκε. Ωστόσο, καθώς από όλες τις ηπείρους ακούγονταν χαμηλόφωνα τα συγχαρητήρια μηνύματα για την εκλογική νίκη του Ερντογάν, η απήχησή τους σηματοδοτούσε κάτι περισσότερο από τη συνήθη αναγνώριση των δημοκρατικών διαδικασιών: την αναπροσαρμογή των γεωπολιτικών συμμαχιών.
Η συγχαρητήρια χορωδία ήταν γεμάτη παράδοξα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αποκάλεσε τον Ερντογάν “αγαπητό φίλο”, παρά τις εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, μέλος του οποίου είναι η Τουρκία. Ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι έγραψε το συγχαρητήριο tweet του στα τουρκικά, χαρακτηρίζοντας τον Ερντογάν “στρατηγικό εταίρο”. Ο Τούρκος πρόεδρος έλαβε παρόμοια ένθερμα μηνύματα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σουνάκ, ο οποίος αναγνώρισε τον Ερντογάν ως “ΝΑΤΟϊκό εταίρο”. Για να μην παρεκκλίνει, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, αναφέρθηκε στον Ερντογάν ως σύμμαχο στη Μεσόγειο Θάλασσα.
Ακόμη πιο περίεργα ήταν τα μηνύματα από τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Αμερική. Το μήνυμα του Ιρανού προέδρου Ιμπραήμ Ραΐσι προς τον Ερντογάν δεν είχε τον “πανηγυρικό” τόνο των δυτικών ομολόγων του, ωστόσο ήταν μια αναγνώριση της νίκης του Ερντογάν. Παρόμοια αίσθηση και από την Αίγυπτο, όπου ο πρόεδρος Μοχάμεντ Αλ Σίσι συνεχάρη τον Ερντογάν σε βάρος της αντιπολίτευσης, μέλος της οποίας είναι και ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου. Πρόκειται για τον ίδιο Ιμάμογλου που κάποτε ο Ερντογάν ταύτισε με τον Σίσι, δίνονταςσ τις δημοτικές εκλογές του 2019 στην Κωνσταντινούπολη τον χαρακτήρα “μάχης” μεταξύ Σίσι και Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ο Ισραηλινός πρόεδρος Ισαάκ Χέρτσογκ εξέφρασε επίσης την προθυμία της χώρας του να συνεχίσει να συνεργάζεται με την Τουρκία και να διευρύνουν τους δεσμούς τους. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λούλα Ντα Σίλβα συνεχάρη τον Ερντογάν, σε μια ασυνήθιστη περίπτωση σχέσης με έναν ηγέτη που συγκρίνεται συνήθως περισσότερο με τον αμφιλεγόμενο Ζαΐρ Μπολσονάρου της Βραζιλίας παρά με τον Λούλα.
Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ συντονίστηκε με την παγκόσμια “χορωδία” των ηγετών και δεσμεύτηκε να προωθήσει τη “στρατηγική σχέση συνεργασίας” με τον Ερντογάν. Αυτό συνέβη στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης μεταξύ Ουάσινγκτον, Βρυξελλών και Κιέβου –από τη μια πλευρά– και Μόσχας – Πεκίνου, από την άλλη. Μοιάζει παράδοξο. Αν ο Ερντογάν είναι “αγαπητός φίλος” για τη Ρωσία και “στρατηγικός εταίρος” για την Κίνα, πώς “κουμπώνει” αυτό με την ιδιότητά του ως “ΝΑΤΟϊκού εταίρου” με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο;
Προφανώς, η κλίμακα και ο τόνος των συγχαρητηρίων μηνυμάτων ήταν εντυπωσιακός για μια χώρα μεσαίου επιπέδου όπως η Τουρκία. Η ρητορική που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν τυχαία – ούτε διπλωματικά ευγενής. Αναγνώριζε την επιρροή που ασκεί ο Ερντογάν. Στο μεταξύ, στην Τουρκία η νίκη του Ερντογάν πανηγυρίστηκε ως νίκη κατά των ΗΠΑ και της Ευρώπης – αφήγημα που υπερασπίστηκαν τόσο οι οπαδοί της κυβέρνησης όσο και ανώτεροι υπουργοί.
Σε αυτό το πανηγυρικό κλίμα για τη νίκη του Ερντογάν, φαίνεται ότι κάποιος κάνει λάθος. Υποστηρίζω εδώ και αρκετό καιρό, πολύ πριν από τις εκλογές, ότι έχοντας ως σημείο αναφοράς τον Ερντογάν, δεν νομίζω ότι είναι ο Πούτιν που κάνει λάθος. Αυτό μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, δεδομένων των αμφιλεγόμενων σχέσεων του Ερντογάν και των μεταβαλλόμενων συμμαχιών του. Αλλά ας εμβαθύνουμε στο γιατί ο Πούτιν, ο Ραΐσι, ακόμη και ο Σι μπορεί να μην κάνουν λάθος στην εκτίμησή τους για τον Ερντογάν.
Ο πραγματισμός της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν: Ιράκ και Συρία
Ιστορικά, ο Ερντογάν δεν διακρίνεται για την ιδεολογική του καθαρότητα, αλλά για τον πολιτικό του πραγματισμό. Στα 21 χρόνια εξουσίας του, δεν ακολούθησε μία –και ιδεολογικά συνεκτική– γραμμή. Τρανταχτό παράδειγμα η στάση του κατά την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Ήταν ο Ερντογάν, πρωθυπουργός τότε, που υποστήριξε ένθερμα και επέτρεψε στις αμερικανικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν το τουρκικό έδαφος για να επιτεθούν στο Ιράκ, ενώ ο στρατός και οι κοσμικοί αντιστάθηκαν σθεναρά. Πιο φιλοαμερικανός στη Μέση Ανατολή δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο.
Ένα άλλο σημείο ανάφλεξης ήρθε με τη σύγκρουση στη Συρία. Το κυβερνών κόμμα ΑΚP ενήργησε προσωρινά ως διαμεσολαβητής μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ και της αντιπολίτευσης, προτού υιοθετήσει τη δυτική πολιτική, που τασσόταν με τις δυνάμεις κατά του Σύρου προέδρου. Αυτή η δραματική στροφή αποτυπώνει το πόσο ρευστά βλέπει τα πράγματα ο Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική, και καταδεικνύει την ετοιμότητά του να ακολουθεί τους “πολιτικούς ανέμους” για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Τουρκίας.
Μεταβαλλόμενες συμμαχίες: Η σχέση Ερντογάν-Πούτιν
Η πυξίδα της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν έχει κάνει πολλές στροφές 180 μοιρών. Από την υποστήριξη της ισλαμιστικής συριακής αντιπολίτευσης κατά του Άσαντ πέρασε στο πλευρό της Ρωσίας για να εκκαθαριστεί το Χαλέπι από τους ίδιους ισλαμιστές αντάρτες, συμβάλλοντας στο να καταφέρει το καθεστώς Άσαντ ένα αποφασιστικό πλήγμα κατά των ανταρτών.
Η δυναμική της σχέσης Ερντογάν-Πούτιν είναι άκρως ενδιαφέρουσα: από την εντολή Ερντογάν να καταρριφθεί ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος το 2015, περάσαμε στη φιλική σχέση των δύο προέδρων. Πλέον ο Ερντογάν συναντάται με τον Πούτιν συχνότερα από ό,τι με οποιονδήποτε άλλον δυτικό σύμμαχό του ΝΑΤΟ. Αυτή η φιλία οδήγησε και στην αμφιλεγόμενη αγορά των προηγμένων συστημάτων αεράμυνας S-400 από τη Ρωσία, που είχε ως συνέπεια την αποπομπή της Τουρκίας από το αμερικανικό πρόγραμμα των F-35 λόγω πιθανής ρωσικής κατασκοπείας μέσω των S-400.
Πριν από αυτές τις σημαντικές αλλαγές, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή είχε ανατεθεί σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικούς συνεργάτες. Ωστόσο, η σταδιακή αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή άφησε ένα κενό που η Τουρκία προσπάθησε αρχικά να καλύψει. Ωστόσο, η αντιπαράθεση με τη Ρωσία το 2015 ανέδειξε τα ρήγματα στην ασφάλεια της Τουρκίας, όπως το κουρδικό ζήτημα, τα οποία την καθιστούν ευάλωτη απέναντι σε κράτη όπως η Ρωσία και το Ιράν.
Η Τουρκία φοβάται την αναγνώριση των Κούρδων και τα προηγμένα όπλα
Η Άγκυρα αισθάνεται πιο σίγουρη στη σχέση της με τη Δύση, αφού πιστεύει ότι οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της Τουρκίας ούτε θα παρείχαν εξελιγμένα όπλα σε ομάδες που συνδέονται με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK). Αυτό που φοβάται περισσότερο η Τουρκία είναι η πολιτική αναγνώριση που μπορεί να παρέχει η Δύση σε οποιαδήποτε ομάδα Κούρδων. Με τη Ρωσία και το Ιράν, ωστόσο, ο φόβος είναι διαφορετικός. Ενώ η Άγκυρα παραμένει αδιάφορη για την πολιτική αναγνώριση –άλλωστε, το υπό κουρδική ηγεσία Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) διατηρεί γραφεία στη Μόσχα και το PKK δεν βρίσκεται στη ρωσική λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις–, εντούτοις ανησυχεί για την παροχή εξελιγμένων όπλων από αυτά τα δύο κράτη προς κουρδικές οργανώσεις. Το σενάριο αυτό προκαλεί ανατριχίλα στην ανώτατη ηγεσία στην Άγκυρα – συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν.
Η Δύση κατανοεί πλήρως τις ανησυχίες της Τουρκίας για το ΡΚΚ και την κουρδική αντιπολίτευση εν γένει, παρόλα αυτά δεν κερδίζει την συμπάθεια του Ερντογάν. Αυτό ισχύει έως σήμερα, και ας εφαρμόζουν αυστηρά τον αντιτρομοκρατικό νόμο ΗΠΑ και Ευρώπη κατά του PKK. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν πίσω από τη σύλληψη και τη μεταφορά του ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στις τουρκικές φυλακές το 1999.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία –κατά τη γνώμη μου– χωρίζει την εξωτερική της πολιτική σε δύο κατηγορίες: στους επικίνδυνους εχθρούς και στους απαιτητικούς φίλους. Η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα ανήκουν στην πρώτη κατηγορία· οι δυτικές χώρες, στη δεύτερη. Οι Δυτικοί είναι απαιτητικοί σύμμαχοι: μιλούν συνεχώς για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ., αν και αυτές οι –βάσιμες– ανησυχίες τους σπανίως μετουσιώνονται σε ουσιαστική δράση.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει στρατηγικές και γεωπολιτικές αξιώσεις που την καθοδηγούν ανεξάρτητα από το ποιος είναι στην εξουσία. Επί Ερντογάν, όμως, η εξωτερική πολιτική συνιστά στοιχείο επιβίωσης του καθεστώτος. Ο Τούρκος πρόεδρος πιστεύει ότι ναι μεν η Δύση δείχνει φιλική προς τη χώρα του, όμως θα προτιμούσε κάποιος άλλος να “έχει το τιμόνι”. Αντιθέτως, ο Πούτιν και το ιρανικό κατεστημένο προτιμούν τον Ερντογάν στην εξουσία παρά οποιονδήποτε άλλον.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν τη δυναμική και επειδή η Ρωσία και το Ιράν θεωρούνται επικίνδυνοι εχθροί, ο Ερντογάν μάλλον θα διατηρήσει στενότερες σχέσεις με αυτά τα κράτη παρά με τη Δύση. Έτσι, ενώ άπαντες σε Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες και Μόσχα πανηγυρίζουν για τη νίκη του Ερντογάν, αυτοί που κακώς το κάνουν δεν κατοικούν στην πρωτεύουσα της Ρωσίας.
Πηγή: forbes μέσω capital.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας