H Κίνα «βλέπει» νέες απειλές – Ψυχρές σχέσεις με τις ΗΠΑ
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Εν μέσω ψυχροπολεμικού κλίματος στις σινο-αμερικανικές σχέσεις και στη σκιά του «μηνύματος» που εξέπεμψε η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής της G7, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, «διατάζει» τους επιτελείς του κρατικού μηχανισμού να προετοιμαστούν για τα «χειρότερα δυνατά σενάρια» και την αντιμετώπιση εγχώριων και εξωτερικών απειλών για την εθνική ασφάλεια. Το Πεκίνο κρατά την ίδια στιγμή κλειστούς τους διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον, η οποία και προειδοποιεί πως η κινεζική στάση εγείρει τον κίνδυνο «ένα οποιοδήποτε συμβάν να ξεφύγει εκτός ελέγχου».
Με τις διμερείς σχέσεις να βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο από το 1979 και τη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επί διακυβέρνησης Τζίμι Κάρτερ, η κινεζική ηγεσία απέρριψε την πρόταση των ΗΠΑ για κατ’ ιδίαν συνάντηση των υπουργών Άμυνας των δύο χωρών, Λόιντ Όστιν και Λι Σανγκφού, στο περιθώριο των εργασιών του φόρουμ για την ασφάλεια «Διάλογος της Σάνγκρι-λα» που λαμβάνει χώρα το Σαββατοκύριακο στη Σιγκαπούρη.
Κόντρα στις αιτιάσεις της Κίνας ότι για την απόρριψη της πρότασης την αποκλειστική ευθύνη έχουν οι ΗΠΑ και οι πολιτικές τους, το Πεντάγωνο επέμεινε σε ανακοίνωσή του πως η επικοινωνία είναι «κλειδί» για τη διασφάλιση ότι «ο ανταγωνισμός δεν θα μετατραπεί σε σύγκρουση», ενώ ο ίδιος ο Λόιντ Όστιν χαρακτήρισε «ατυχές» το γεγονός ότι η πρόταση απερρίφθη, και έσπευσε να προειδοποιήσει ότι η απουσία επικοινωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες και επικίνδυνες καταστάσεις.
«Με έχετε ακούσει πολλές φορές να μιλώ για τη σημασία που έχει μεγάλες χώρες, με σημαντικές δυνατότητες, να μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν κρίσεις και να αποτρέψουν καταστάσεις να ξεφύγουν άσκοπα εκτός ελέγχου», δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας στο πλαίσιο επίσκεψής του την Πέμπτη στην Ιαπωνία, κατά την οποία τέθηκαν επί τάπητος και οι πολιτικές «εξαναγκασμού» που ασκεί η Κίνα υπό τον πλέον ισχυρό ηγέτη της εδώ και δεκαετίες, Σι Τζινπίνγκ.
Μιλώντας για τις ενέργειες της Κίνας στον διεθνή εναέριο χώρο στην περιοχή και τις οδούς διεθνούς θαλάσσιας κυκλοφορίας, τις προκλητικές αναχαιτίσεις αεροσκαφών των ΗΠΑ και αεροσκαφών των συμμάχων τους, ο Λόιντ Όστιν τόνισε πως πρόκειται για πολύ ανησυχητικές κινήσεις, εκφράζοντας την ελπίδα ότι η Κίνα θα αλλάξει τακτική.
«Όμως, επειδή δεν το έχει κάνει ακόμη, ανησυχώ για το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα συμβεί ένα περιστατικό που θα μπορούσε πολύ, πολύ γρήγορα να ξεφύγει από τον έλεγχο», προειδοποίησε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για να επαναλάβει σε κάθε περίπτωση ότι «θα καλωσορίσει κάθε ευκαιρία να συνεργαστεί» με την κινεζική ηγεσία.
Το κλίμα ήταν και παραμένει εξαιρετικά τεταμένο, ειδικά μετά την επίσκεψη της τέως προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στη δημοκρατικά διοικούμενη Ταϊβάν τον περασμένο Αύγουστο και την κατάρριψη του κινεζικού κατασκοπευτικού αερόστατου που «χτένισε» ευαίσθητες στρατιωτικές τοποθεσίες των ΗΠΑ το Φεβρουάριο.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα συνιστά τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και την παγκόσμια τάξη, με τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικανούς να ταυτίζονται ως προς την ανάγκη περιορισμού του Πεκίνου σε οικονομικό, γεωστρατηγικό και τεχνολογικό επίπεδο. Αν και υπάρχουν διαφωνίες ως προς τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αντιμετωπιστεί η Κίνα, οι κινήσεις για την υπερίσχυση στον μεταξύ τους στρατηγικό ανταγωνισμό αναμένεται να καθοδηγήσουν την εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον ανεξαρτήτως νικητή στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του 2024.
Με το Πεκίνο να βρίσκεται απέναντι σε σειρά προκλήσεων, από μία προβληματική οικονομία έως αυτό που εκλαμβάνει ως ένα ολοένα και πιο εχθρικό διεθνές περιβάλλον, ο Σι Τζινπίνγκ ζήτησε κατά την τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας να επιδοθούν όλες οι υπηρεσίες ασφαλείας σε ασκήσεις επί χάρτου για να προσδιορίσουν και να προετοιμαστούν για τα «χειρότερα δυνατά σενάρια» με τα οποία θα μπορούσε να έλθει αντιμέτωπη η Κίνα, εντός και εκτός συνόρων, και σε όλα τα πεδία.
«Η περιπλοκότητα και η δυσκολία των ζητημάτων εθνικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει η χώρα μας έχουν αυξηθεί δραματικά», δήλωσε ο Σι Τζινπίνγκ, κατά τα όσα μετέδωσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua, για να προσθέσει πως «πρέπει να σκεφθούμε τα χειρότερα σενάρια, και να προετοιμαστούμε να υποβληθούμε στις μεγάλες δοκιμασίες των ισχυρών ανέμων και των μανιασμένων κυμάτων, ακόμη και των επικίνδυνων, φουρτουνιασμένων θαλασσών».
Μπροστά σε αυτό που χαρακτήρισε ως ένα «σύνθετο και βαρύ περιβάλλον», ο Σι είπε ότι η Κίνα πρέπει να επιταχύνει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος εθνικής ασφάλειας και των δυνατοτήτων της, με έμφαση στο να τις καταστήσει πιο αποτελεσματικές στην «πραγματική μάχη και πρακτική χρήση», ζητώντας παράλληλα τη δημιουργία ενός συστήματος παρακολούθησης και έγκαιρης προειδοποίησης κινδύνων εθνική ασφάλεια.
Κατόπιν της ανάληψης της εξουσίας προ μίας δεκαετίας, ο Σι Τζινπίνγκ έχει καταστήσει την εθνική ασφάλεια παράμετρο που διαπερνά όλες τις πτυχές της διακυβέρνησης της Κίνας, αναφέρουν ειδικοί στο CNN. Έχει επεκτείνει την έννοια της εθνικής ασφάλειας για να καλύψει τα πάντα -από την πολιτική, την οικονομία, την άμυνα, τον πολιτισμό και την οικολογία μέχρι τον κυβερνοχώρο, περνώντας και τους «κατάλληλους» σαρωτικούς νόμους που αφορούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την αντικατασκοπεία, την κυβερνοασφάλεια, τις ξένες μη κυβερνητικές οργανώσεις και εταιρείες συμβούλων που δέχονται εφόδους, και τον περιορισμό της πρόσβασης σε εθνικές πληροφορίες και δεδομένα.
Και σαφώς πλέον στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας εντάσσεται και η τεχνητή νοημοσύνη για την οποία έδωσε εντολή για αυστηρό κρατικό έλεγχο. Τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν «βασικές σοσιαλιστικές αξίες» και να μην διαθέτουν περιεχόμενο που δύναται να υπονομεύσει την κρατική εξουσία, επισημαίνει σχετικά ο Guardian. Η Κίνα έχει ανακοινώσει ότι φιλοδοξεί να καταστεί ηγέτιδα δύναμη στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης έως το 2030. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές ότι επιδιώκουν να κρατήσουν την Κίνα τουλάχιστον μία γενιά πίσω στη μάχη για υπεροχή στο πεδίο της ΑΙ.
Επ’ αυτού, ο Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί επισημαίνει ότι εν μέσω του οικονομικού και τεχνολογικού πολέμου που κλιμακώνεται, η Ιαπωνία έχει επιβάλλει ήδη περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών προς την Κίνα που δεν είναι λιγότερο σκληροί από αυτούς που έχουν εφαρμόσει οι ΗΠΑ, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν πιέζει την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα να ακολουθήσουν τα βήματά της. Με την αμερικανική εταιρεία κατασκευής τσιπ Nvidia να μετατρέπεται γρήγορα σε υπερδύναμη -λόγω της αυξανόμενης ζήτησης για προηγμένα μικροτσίπ για την τροφοδοσία εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης-, και αυτή πιθανότατα θα αντιμετωπίσει νέους περιορισμούς στις πωλήσεις στην Κίνα.
Γράφοντας στο Project Syndicate, ο Νουριέλ Ρουμπινί διαβλέπει συνολικά ότι ΗΠΑ και Κίνα βρίσκονται σε τροχιά αντιπαράθεσης που ενέχει τον κίνδυνο σύγκρουσης, επισημαίνοντας ότι κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της G7 στη Χιροσίμα επιδιώχθηκε να μπουν οι βάσεις αποτροπής και περιορισμού της Κίνας χωρίς να κλιμακώνεται το ψυχροπολεμικό τοπίο, όμως ήταν σαφέστερο από ποτέ το μήνυμα ότι ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ευρώπη και εταίροι σκοπεύουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους προς αντιμετώπιση της Κίνας -εξ ου και η οργή της. Σε αυτό το πλαίσιο, καθόλου τυχαία δεν ήταν η πρόσκληση συμμετοχής στις εργασίες της G7 που απευθύνθηκε στην Ινδία, την Ινδονησία και τη Νότια Κορέα.
Στο τελικό ανακοινωθέν της συνόδου της G7 αφιερώθηκε επίσης αρκετός χώρος για το πώς θα αντιμετωπιστεί η Κίνα μεσομακροπρόθεσμα. Μεταξύ άλλων, καταδικάζονται οι κινεζικές πολιτικές «οικονομικού εξαναγκασμού» και τονίζεται η σημασία μιας εταιρικής σχέσης στον Ινδο-Ειρηνικό για να εμποδιστούν οι προσπάθειες της Κίνας να κυριαρχήσει στην Ασία. Επικρίνεται, παράλληλα, ο κινεζικός επεκτατισμός στην Ανατολική και Νότια Σινική Θάλασσα και απευθύνεται σαφής προειδοποίηση προς την Κίνα να μην επιτεθεί ή εισβάλει στην Ταϊβάν.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας