Στη φάση του πλήρους μετασχηματισμού του θα μπει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά τις εκλογές, προκειμένου να εξυγιανθεί ολοκληρωτικά και να αποτελέσει τον δίαυλο αφενός για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, αφετέρου για την διοχέτευση του πακτωλού πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα κοινοτικά κονδύλια. Το νέο κεφάλαιο του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται στην ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας που όπως διαφαίνεται θα αναλάβει εκ νέου την διακυβέρνηση της χώρας μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
Ο μετασχηματισμός του τραπεζικού τομέα σχεδιάζεται σε τέσσερις άξονες και στον «καμβά» της επενδυτικής βαθμίδας, προβλέποντας συγκεκριμένα:
Α) Εξυγίανση και των μικρότερων τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια με νέα παράταση του επιτυχημένου σχήματος «Ηρακλής». Ο «Ηρακλής 3» θα αναλάβει τιτλοποιήσεις 3 δισ. ευρώ (Frontier II της Εθνικής Τράπεζας, ύψους 1 δισ. ευρώ, Sunrise III της Τράπεζας Πειραιώς, ύψους 508 εκατ. ευρώ και Solar, κοινού χαρτοφυλακίου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, με δάνεια μικρών επιχειρήσεων, ύψους 1,5 δισ. ευρώ) που ήταν να μεταβιβαστούν στον «Ηρακλή» αλλά κόλλησαν εξαιτίας του θέματος των κρατικών εγγυήσεων που αποφάσισε να επαναφέρει προς εξέταση η Eurostat. Παράλληλα, ο «Ηρακλής 3» θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για νέα κόκκινα δάνεια, αν και μέχρι στιγμής οι τράπεζες δεν καταγράφουν ανησυχητικά σημάδια για αύξηση των NPEs.
Η βασική ανάγκη για τον «Ηρακλή 3», ωστόσο, έχει να κάνει με την απαλλαγή των ισολογισμών των μικρότερων τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια. Οι δείκτες NPE των μη συστημικών τραπεζών υπερβαίνουν σημαντικά το 50% και φτάνουν κοντά ακόμη και στο 80%, με αποτέλεσμα οι τιτλοποιήσεις με παροχή κρατικών εγγυήσεων να αποτελούν την μόνη δίοδο για δραστική μείωση των κόκκινων δανείων. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ένα καλό υπόβαθρο για να προχωρήσει ο «Ηρακλής 3», αφού και την αξία των τιτλοποιημένων χαρτοφυλακίων θα αυξήσει (στην κατανομή της τιτλοποίησης θα μπορέσει να είναι μεγαλύτερο το senior ομόλογο που διακρατεί η τράπεζα) και το κόστος για τις τράπεζες θα κάνει φθηνότερο (επειδή θα υποχωρήσει το ασφάλιστρο κινδύνου – CDS – στη βάση του οποίου υπολογίζονται οι προμήθειες για τη λήψη των κρατικών εγγυήσεων). Δεν πρέπει, όμως, να αγνοηθεί ότι «παίζοντας» από το «γήπεδο» της επενδυτικής βαθμίδας, οι τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή 3» θα συναγωνιστούν πιο δυνατούς παίκτες και δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν χαριστικά. Που σημαίνει ότι: α) η διαπραγμάτευση με την DGComp για τη δομή της κάθε τιτλοποίησης, την πώληση του 50% + 1 αυτής σε επενδυτή, το συμβατό της λήψης κρατικών εγγυήσεων και την τήρηση όλου του ενδελεχούς πλαισίου των τιτλοποιήσεων, β) η βαθμολόγηση (rating) του senior ομολόγου από ανεξάρτητο διεθνή οίκο, γ) η αποαναγνώριση της κάθε τιτλοποίησης από τον κίνδυνο της τράπεζας, και δ) η μηδενική στάθμιση κινδύνου του senior τίτλου στα κεφάλαια της τράπεζας, θα απαιτήσουν σκληρές αναδιαπραγματεύσεις.
Β) Αναχρηματοδότηση των ρυθμισμένων δανείων. Πρόκειται για το επόμενο στάδιο της εξυγίανσης της οικονομίας, και όχι απλά των τραπεζών, από τα κόκκινα δάνεια. Όπως έχει διαπιστωθεί στην πορεία των τελευταίων ετών, ένα μέρος των 80-100 δισ. μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που αφαιρέθηκαν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς, είναι οφειλέτες που επλήγησαν από την κρίση αλλά αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Παράλληλα, και οι τράπεζες έχουν ανάγκη να ανακτήσουν τους πρώην «κόκκινους» δανειολήπτες που είναι πλέον υγιείς. Το πώς θα γίνει η αναχρηματοδότηση, όμως, των πρώην «κόκκινων» δανειοληπτών, δεν είναι κάτι απλό. Ενδεικτικά, μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και τους ευρωπαϊκούς κανόνες για το bail-out, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που εξυγιαίνονται, έχουν μια μακρά πορεία 2,3 ή και περισσότερων ετών, για να γυρίσουν πίσω ως εξυπηρετούμενα στο τραπεζικό σύστημα. Οι φιλικές λύσεις που προωθούν οι τράπεζες και οι servicers «κολλάνε» στις δυνατότητες χρηματοδότησης του οφειλέτη. Πρέπει, επομένως, να «χαραχθεί» το μονοπάτι επιστροφής των εξυγιασμένων δανείων στους φυσικούς αποδέκτες τους που είναι οι τράπεζες και να βρεθεί η φόρμουλα για την αναχρηματοδότηση των δανείων που έχουν ρυθμιστεί.
Γ) Ανασχεδιασμός του Φορέα Απόκτησης & Επαναμίσθωσης Ακινήτων του Πτωχευτικού Νόμου. Ο Φορέας Ακινήτων που προβλέπεται από τον νέο πτωχευτικό νόμο είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης χρεών με παροχή 2ης ευκαιρίας και για την αποφυγή κύματος εξώσεων. Οι τελευταίες δεν μπορούν να απαγορευθούν καθώς συνιστούν νομοτελειακή κατάληξη των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Μπορούν, όμως, να αποτραπούν στο μέτρο που το κράτος θα προστατεύει το δικαίωμα στη στέγαση. Ο νέος πτωχευτικός νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε αυτό το σκεπτικό, προβλέποντας την σύσταση Φορέα που θα αγοράζει τα ακίνητα ευάλωτων δανειοληπτών που θα πτωχεύουν και θα τους τα επαναμισθώνει για περίοδο 12 ετών, ώστε να συνεχίσουν να διαμένουν στην κατοικία τους. Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο, που εξελίσσονται με τους υποψήφιους επενδυτές από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους αναδεικνύουν σημαντικά εμπόδια στην υλοποίηση του εγχειρήματος, καθώς όπως είναι δομημένο το πλαίσιο για τον Φορέα δεν είναι ελκυστικό για τους ιδιώτες επενδυτές. Δεδομένου ότι ο Φορέας προβλέπεται ότι πρέπει να συσταθεί με ιδιωτικά κεφάλαια και να μην επιβαρύνει το δημόσιο χρέος, το όλο πλαίσιο θα πρέπει να ανασχεδιαστεί σε νέα βάση.
Δ) Αποεπένδυση του ΤΧΣ. Η έξοδος του Δημοσίου από τις ελληνικές τράπεζες με την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα επιταχυνθεί με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, με προοπτική την συντομότερη δυνατή ιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Στόχος είναι να μην χαθεί το «ανοδικό κύμα» για την ελληνική οικονομία που θα επιτρέψει και υψηλότερα τιμήματα από την πώληση των συμμετοχών του Δημοσίου στις τράπεζες. Επίσης, να δημιουργηθούν χωρίς καθυστερήσεις οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στις ελληνικές τράπεζες να προσελκύουν επενδυτές και να αντλούν τα κεφάλαια που χρειάζονται α) για εποπτικές και ρυθμιστικές υποχρεώσεις (π.χ. άντληση κεφαλαίων MREL για ενδεχόμενες ανάγκες εξυγίανσης, ενίσχυση κεφαλαιακών δεικτών κ.ά.), β) για επενδύσεις σε τεχνολογία και ψηφιοποίηση, γ) για επέκταση που θα ενισχύσει την κερδοφορία και μέσω αυτής θα μειώσει τον αναβαλλόμενο φόρο που αποτελεί τρωτό σημείο για τις ελληνικές τράπεζες, και κυρίως δ) για να ανοίξουν περισσότερο τη στρόφιγγα των χρηματοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία, συντηρώντας μία ανοδική αναπτυξιακή πορεία.