Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος απεβίωσε χθες, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας για συνολικά εννέα χρόνια, σφραγίζοντας με την παρουσία του τη σύγχρονη πολιτική ζωή της Ιταλίας. Μεταρρυθμιστικό πνεύμα και ροπή προς τον λαϊκισμό είναι τα δύο φυσιογνωμικά γνωρίσματα της πολιτικής διαδρομής του. Ο Μπερλουσκόνι διετέλεσε πρωθυπουργός για εννέα χρόνια, γεγονός που τον καθιστά τον μακροβιότερο μεταπολεμικό πρωθυπουργό της Ιταλίας και τον τρίτο μακροβιότερο μετά την ιταλική ενοποίηση, πίσω από τον Μπενίτο Μουσολίνι και τον Τζιοβάνι Τζιολίτι. Υπήρξε ηγέτης του κεντροδεξιού κόμματος «Forza Italia» από το 1994 έως το 2009, και του διάδοχου κόμματος «Ο Λαός της Ελευθερίας» από το 2009 έως το 2013. Από το 2013 έως το 2023 ηγήθηκε του αναγεννημένου Forza Italia.
Ο διαπρεπής επιχειρηματίας ήταν ο ανώτερος ηγέτης της G8 από το 2009 έως το 2011, και σήμερα κατέχει το ρεκόρ φιλοξενίας συνόδων κορυφής της G8 (έχοντας φιλοξενήσει τρεις συνόδους κορυφής στην Ιταλία). Αφού υπηρέτησε σχεδόν 19 χρόνια ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, της Κάτω Βουλής της χώρας, έγινε μέλος της Γερουσίας μετά τις ιταλικές βουλευτικές εκλογές του 2013. Ο Μπερλουσκόνι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ανέλαβε την πρωθυπουργία χωρίς να έχει ασκήσει προηγουμένως κανένα κυβερνητικό ή διοικητικό αξίωμα. Ήταν γνωστός για το λαϊκιστικό πολιτικό του ύφος και την πληθωρική προσωπικότητά του. Κατά τη μακρά θητεία του, συχνά κατηγορήθηκε ως αυταρχικός και συγκεντρωτικός πολιτικός ηγέτης. Ο «Σίλβιο» παρέμεινε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που δίχασε την κοινή γνώμη και τους πολιτικούς αναλυτές. Οι υποστηρικτές τόνισαν τις ηγετικές του ικανότητες και τη χαρισματική του δύναμη, τη δημοσιονομική του πολιτική που βασιζόταν στη μείωση των φόρων και την ικανότητά του να διατηρεί ισχυρές και στενές εξωτερικές σχέσεις τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με τη Ρωσία.
Σύμφωνα με μια πρώτη κριτική αποτίμηση, ο Μπερλουσκόνι υπήρξε εξαιρετικά εργατικός. Είναι ακριβές ότι εργαζόταν μέχρις εξαντλήσεως στο γραφείο του προκειμένου να είναι άριστα προετοιμασμένος πριν από κάποια συνάντηση ή κάποια δημόσια παρέμβασή του. Παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι άκουγε προσεκτικά τον συνομιλητή του. Δεν απαξίωνε ποτέ τον πολιτικό αντίπαλό του, σε αντίθεση προς πρακτικές που ακολουθούσε ως επιχειρηματίας. Κρατούσε ευλαβικά σημειώσεις και εν συνεχεία, έπαιρνε τον λόγο για να τοποθετηθεί στη βάση συγκεκριμένων ουσιαστικών επιχειρημάτων. Με βάση μια δεύτερη αποτίμηση, οι αναλυτές της γειτονικής χώρας υπογραμμίζουν τη σθεναρή επιδίωξη των προσωπικών του συμφερόντων κατά τη διάρκεια της θητείας του, συμπεριλαμβανομένης της ωφέλειας από την ανάπτυξη των δικών του εταιρειών λόγω των πολιτικών που προωθούσαν οι κυβερνήσεις του, της τεράστιας σύγκρουσης συμφερόντων λόγω της ιδιοκτησίας μιας αυτοκρατορίας μέσων ενημέρωσης, με την οποία περιόριζε την ελευθερία της πληροφόρησης.
Καταληκτικά, αυτός ο εκπρόσωπος της σύγχρονης κεντροδεξιάς θέλησε κατά τη διάρκεια της πολιτικής διαδρομής του να έχει μια άμεση, αδιαμεσολάβητη σχέση με τους πολίτες – «με το λαό», όπως συνήθιζε να λέει. Το στοιχείο που αποστράφηκε περισσότερο, ήταν ο σεβασμός στον κανόνα της θεσμικής λογοδοσίας. Προτίμησε, εμφανώς λαϊκιστικά, να προσπαθεί να παρακάμψει κανόνες και θεσμούς προκειμένου να απευθύνεται άμεσα στον λαό, ο οποίος, παρά τα συνταγματικά και θεσμικά ατοπήματά του, τον τίμησε, αναθέτοντάς του επανειλημμένα τη διακυβέρνηση της Χώρας.