Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις βουλευτικές εκλογές της 25 ης Ιουνίου και η ΝΔ φαίνεται να ενισχύεται περαιτέρω, αποκαλύπτοντας πολιτικές και εκλογικές δυναμικές «δεύτερου γαλάζιου κύματος», τη στιγμή που Σύριζα και ΠΑΣΟΚ επιδεικνύουν ιδιαίτερη δυσκολία προσαρμογής στα νέα πολιτικά δεδομένα της χώρας. Ήδη, με βάση και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις της Pulse και της MRB, η Νέα Δημοκρατία υπό την προεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται στη ζώνη του 42 – 43% στην κεντρική τιμή ως προς την εκτίμηση ψήφου, η συσπείρωσή της υπερβαίνει το δυσθεώρητο 92 – 93%, ενώ, ταυτόχρονα, έχει οριακές εισπράξεις από το ΠΑΣΟΚ και από τα δεξιά της. Δεν θα ήταν αυθαίρετο ή υπερβολικό να διαπιστώσει κάποιος ότι σηκώνεται ένα δεύτερο γαλάζιο κύμα. Μένει βέβαια να δούμε αν θα συνεχιστεί να καταγράφεται και σε τι ύψος μπορεί να φτάσει το κύμα ή και συμβεί κάτι που μπορεί σε αυτές τις δέκα ημέρες που απομένουν ως την κάλπη να υπονομεύσει την διαμορφούμενη τάση. Εντύπωση προκαλεί πάντως ότι ένας στους δύο ερωτώμενους επιθυμεί αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ.
Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση, παρά τα συντονισμένα πυρά της, δεν φαίνεται να μπορεί να ανακόψει αυτήν την πορεία. Απεναντίας, Σύριζα, αλλά και ΠΑΣΟΚ, δείχνουν να μη μπορούν να ανεβάσουν τα ποσοστά, τα οποία κατέγραψαν στην εκλογική διαδικασία της 21 ης Μαΐου. Ο Σύριζα δίνει δύσκολη μάχη για να διατηρήσει έστω το ποσοστό του, αφού κυμαίνεται από 18,5% έως 21,5% στην εκτίμηση ψήφου και φαίνεται να έχει πρόβλημα συνοχής και απογοήτευσης των ψηφοφόρων του, που μπορεί να τροφοδοτήσει την αποχή, αλλά και την εκλογική πίεση της Πλεύσης Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Από τη μεριά του, το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει να έχει τη δυνατότητα να πλησιάσει τον Σύριζα ή και να αμφισβητήσει σοβαρά τη δεύτερη θέση. Λόγω της τοποθέτησής του ότι δεν το αφορά η συμβολή στο σχηματισμό κυβέρνησης φαίνεται να μη μπορεί να εισπράξει από τη ΝΔ και ταυτόχρονα δεν δείχνει να μπορεί να διεμβολίσει, σημαντικά τουλάχιστον , τον Σύριζα. Άρα τα ποσοστά που καταγράφει δείχνουν μια ταλάντωση γύρω από το ποσοστό των πρώτων εκλογών.
Ωστόσο, δεν είναι πραγματικά οξύμωρο ή παράδοξο αυτό που καταγράφεται. Και τα δύο κόμματα πορεύονται μετεκλογικά ως εάν να μην έλαβαν κανένα μήνυμα από τις κάλπες του Μαΐου. Ομιλούν, επί παραδείγματι, για πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης της ΝΔ στη διαχείριση των κρίσεων στα έτη που πέρασαν, για μεταρρυθμιστική άπνοια, για μια κυβέρνηση που, δήθεν, έδινε στους λίγους και αδιαφορούσε για τους πολλούς. Αυτά εντούτοις τα έλεγαν όλο τον τελευταίο χρόνο και μέσα στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Είναι φανερό. Οφείλουν να εξηγήσουν πώς πέτυχε μια τέτοια επίδοση μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός που βαφτίστηκε «Μαξίμου ΑΕ», παρακρατικός, χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, ακροδεξιός, νεοφιλελεύθερος, ακροδεξιός, Όρμπαν, Τραμπ και άλλα ηχηρά, την ίδια στιγμή που μαρξιστές συνταγματολόγοι ανέμεναν από μήνα σε μήνα την πτώση της κυβέρνησης και την παραίτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αν δεν δώσουν απάντηση σε αυτό το ερώτημα, δεν θα έχουν μόνο προβληματικά αποτελέσματα στις 25 Ιουνίου. Θα αντιμετωπίζουν θέματα και προβλήματα και στη μελλοντική πορεία τους. Πρόκειται για κάτι αναπόφευκτο, αφού δεν θα έχουν κατανοήσει τις κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες σε έναν σχηματισμό που διψάει για πολιτική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη, βελτίωση της ποιότητας ζωής. Καταγγελίες για υποτιθέμενες κρυφές ατζέντες, εξυπνακισμοί, αντιδεξιές ρητορείες και ατακαδόρικοι λόγοι δεν έχουν θέση στο νέο κοινωνικοπολιτικό ανάγλυφο που διαμορφώνεται.