«Οι ΗΠΑ οφείλουν να πάψουν να υποστηρίζουν τον πόλεμο και να μιλήσουν για ειρήνη», δήλωσε ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα στις 14 Απριλίου στο Πεκίνο, με την ευκαιρία της επίσημης επίσκεψής του εκεί. Μια τέτοια τοποθέτηση για τη σύγκρουση στην Ουκρανία έχει συμβολική αξία, σε μια συγκυρία όπου πολλές λατινοαμερικανικές χώρες προσπαθούν να απαλλαγούν από την ηγεμονία της Ουάσιγκτον.
Christophe Ventura
Le Monde diplomatique
«Οφείλουμε να δούμε πώς η Αργεντινή θα μπορέσει να γίνει κατά κάποιον τρόπο μια πύλη εισόδου στη Λατινική Αμερική, ώστε η Ρωσία να μπορέσει να συνδεθεί πιο αποφασιστικά μαζί της.» Όταν ο κεντροαριστερός περονιστής πρόεδρος Αλμπέρτο Φερνάντες πρόφερε αυτές τις λέξεις ύστερα από την κατ’ ιδίαν συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα, στις 3 Φεβρουαρίου 2022, αγνοούσε ότι η Ρωσία ήταν στα πρόθυρα εισβολής στη γειτονική της Ουκρανία, περιφρονώντας το διεθνές δίκαιο και ιδίως τις αρχές της μη επίθεσης, της μη προσφυγής στη βία για την επίλυση διαφορών και της μη παραβίασης της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Ωστόσο, από το 1997 τουλάχιστον, χρονιά της πρώτης κοινής δήλωσης της Κίνας και της Ρωσίας για τέτοια θέματα στον ΟΗΕ (1), η Μόσχα ισχυρίζεται πως υπηρετεί τις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο της προώθησης από την πλευρά της μιας «νέας πολυπολικής διεθνούς τάξης». Μια προοπτική την οποία η Αργεντινή εξακολουθεί να προσυπογράφει πλήρως.
Στη Λατινική Αμερική, παραδοσιακή ζώνη επιρροής των ΗΠΑ από τα τέλη του 19ου αιώνα, η βούληση να επαναθεμελιωθεί ένα διεθνές σύστημα απελευθερωμένο από την επιρροή της Ουάσινγκτον και των Ευρωπαίων συμμάχων της είναι πράγματι πολύ δημοφιλής. Αποτελεί τον οδικό χάρτη της πλειονότητας των προοδευτικών κυβερνήσεων της ηπείρου από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και, σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, οι λατινοαμερικανικές πρωτεύουσες θεωρούν τη Ρωσία μια τροχοπέδη στις ηγεμονικές βλέψεις της Ουάσινγκτον.
Τα πλεονεκτήματα της Ρωσίας
Τον Φεβρουάριο του 2022, κατά την ενδιάμεση στάση του στη Μόσχα καθ’ οδόν προς το Πεκίνο για την τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, ο ένοικος της Casa Rosada, του προεδρικού μεγάρου της Αργεντινής, έχει ως αποκλειστική έγνοια την έξοδο της χώρας του από μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, που οξύνθηκε από την πανδημία Covid-19. Ο Φερνάντες δεν αγνοεί ότι η επιδείνωση της κρίσης υπονομεύει τις πιθανότητες νίκης του στρατοπέδου των περονιστών στις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου 2023. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η προτεραιότητά του είναι να χαλαρώσει τη μέγγενη του χρέους που έχει συνάψει το 2018 με το ΔΝΤ ο συντηρητικός προκάτοχός του Μαουρίσιο Μάκρι, αποδεχόμενος αυστηρά μέτρα λιτότητας. Διότι ο Φερνάντες το γνωρίζει: όταν μιλάει το ΔΝΤ, μιλάει η Ουάσιγκτον.
Έτσι, ο πρόεδρος της Αργεντινής στρέφεται προς τη Ρωσία, καθώς η χώρα του είχε συνάψει μαζί της μια συμφωνία «ολοκληρωμένης στρατηγικής συνεργασίας» από το 2015, χάρη στην οποία οι συμπολίτες του μπόρεσαν να λάβουν τις πρώτες δόσεις εμβολίων (Sputnik-5) τον Δεκέμβριο του 2020, στην πιο δραματική χρονική στιγμή της πανδημίας. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, παραπάνω από δέκα άλλες λατινοαμερικανικές χώρες επίσης επωφελήθηκαν από τα συγκεκριμένα εμβόλια. Τότε οι ΗΠΑ έλαμπαν διά της εχεμύθειάς τους στον τομέα της υγειονομικής συνεργασίας στην αμερικανική ήπειρο. Έτσι, μέσα σε ένα κλίμα προσέγγισης μεταξύ Ρωσίας και Αργεντινής, ο πρόεδρος Φερνάντες δηλώνει στους παρόντες δημοσιογράφους, όχι χωρίς υπονοούμενα για την αμερικανική κυβέρνηση: «Επιμένω να πιστεύω ότι η Αργεντινή οφείλει να πάψει να εξαρτάται τόσο πολύ από το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ. Και ότι θα πρέπει να ανοίξει ένας δρόμος προς νέες κατευθύνσεις. Από αυτή την άποψη, η Ρωσία διαδραματίζει έναν σημαντικότατο ρόλο».
Αυτό το διπλωματικό στιγμιότυπο από τη Μόσχα είναι χαρακτηριστικό της φύσης των δεσμών που έχει αναπτύξει ένας μεγάλος αριθμός λατινοαμερικανικών χωρών με τη Ρωσία και την Κίνα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όπως και για πολλά άλλα κράτη του παγκόσμιου Νότου, στόχος τους είναι η διαφοροποίηση των εμπορικών, πολιτικών, στρατιωτικών και τεχνολογικών συνεργασιών τους, ώστε να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ τους και να επωφεληθούν από έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό δυνάμεων εντός ενός διεθνούς συστήματος του οποίου αμφισβητούν περισσότερο την ιεραρχία των εξουσιών παρά τις οικονομικές δομές.
Με αυτά τα δεδομένα, η Ρωσία διαθέτει ισχυρά πλεονεκτήματα. Από την τσαρική εποχή κιόλας, εγκαινίασε διπλωματικές σχέσεις με τη Βραζιλία, που μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της (το 1828), την Ουρουγουάη (το 1857), την Αργεντινή (το 1885) και το Μεξικό (το 1890). Τον 20ό αιώνα, η κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962 (2), στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε αναμφίβολα το αποκορύφωμα της προσέγγισης με τη Σοβιετική Ένωση. Παρ’ όλο που ο διαμελισμός της το 1991 διέκοψε κάποιους δεσμούς, κατά τη δεκαετία του 2000 αναπτύχθηκαν νέοι, χάρη σε τέσσερις παράγοντες. Καταρχάς, την αριστερή στροφή της Λατινικής Αμερικής (με την πλειονότητα των ηγετών της να επιθυμεί να κρατήσει την Ουάσιγκτον μακριά από τις τοπικές υποθέσεις), τη σχετική παραμέληση της περιοχής από τις ΗΠΑ, βαλτωμένες καθώς ήταν στους πολέμους που διεξήγαν στο Αφγανιστάν και στη Μέση Ανατολή, αλλά και την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Και τέλος, με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν, κομιστή ενός σχεδίου σταδιακής αποκατάστασης της ισχύος της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή, οι δεσμοί μεταξύ των λατινοαμερικανικών χωρών και της Ρωσίας συσφίχθηκαν σε πολλούς τομείς –υποδομές, εξορύξεις, ενέργεια (πετρέλαιο, αέριο, πυρηνική ενέργεια για μη στρατιωτική χρήση), αεροναυπηγική, πανεπιστήμια κ.λπ.– μολονότι ο γενικός όγκος των εμπορικών συναλλαγών παραμένει χαμηλός (μικρότερος του 1% του συνόλου των συναλλαγών των λατινοαμερικανικών χωρών στον κόσμο).
Άρνηση των κυρώσεων
Στον στρατιωτικό τομέα, οι εταίροι της Ρωσίας είναι η Βενεζουέλα (80% των πωλήσεων όπλων της Μόσχας στην περιοχή), η Κούβα και η Νικαράγουα. Όμως, σε αυτό το πεδίο, η Ρωσία συνεργάζεται και με άλλες χώρες, όπως η Βραζιλία, η Κολομβία ή το Περού (ελικόπτερα, αεροσκάφη, αμυντικά συστήματα). Σε επίπεδο εμπορίου, η Βραζιλία και το Μεξικό αποτελούν τους δύο κύριους εταίρους της Ρωσίας στη λατινοαμερικανική περιφέρεια (άνω του 50% των συναλλαγών της). Οι σχέσεις με τη Βραζιλία σημείωσαν αλματώδη πρόοδο στο πλαίσιο της δημιουργίας των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Έτσι, η Μπραζίλια έγινε ο πρώτος εξαγωγέας της Λατινικής Αμερικής προς τη ρωσική αγορά (σόγια, ζάχαρη, κρέας, μεταλλεύματα). Η Μόσχα έχει διασφαλίσει τον εφοδιασμό του αγροτικού τομέα της Βραζιλίας με αποφασιστικής σημασίας ποσότητες των λιπασμάτων που απαιτεί. Από το 2015, η Ρωσία διατηρεί επίσης επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Κοινότητα Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής (CELAC) και τις τριάντα τρεις χώρες-μέλη της.
Όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, εξαρτημένες από τα ρωσικά λιπάσματα, πολλές χώρες δεν μπορούν πλέον να αποκοπούν από τη Μόσχα σε ορισμένους τομείς, ιδίως μετά την παγκόσμια πανδημία, που βύθισε τη Λατινική Αμερική στη «χειρότερη οικονομική κρίση εδώ και εκατόν είκοσι χρόνια», σύμφωνα με την Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (CEPALC) (3). Ένας οικονομικός μαρασμός στον οποίο έρχονται επιπλέον να προστεθούν οι πρώτες συνέπειες της σύγκρουσης στην Ουκρανία, οι πληθωριστικές εξάρσεις και η άνοδος της τιμής των πρώτων υλών. Τα φαινόμενα αυτά συμβάλλουν στην αύξηση του κόστους της αγροτικής παραγωγής και της ενεργειακής κατανάλωσης πολλών χωρών της Κεντρικής Αμερικής, της Καραϊβικής ή της Νότιας Αμερικής (Χιλή) που εξαρτώνται από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων. Η συγκυρία είναι ευνοϊκότερη για τις χώρες που παράγουν και εξάγουν υδρογονάνθρακες ή πρώτες ύλες (Αργεντινή, Βολιβία, Βραζιλία, Χιλή, Κολομβία, Περού, Παραγουάη ή Ουρουγουάη). Επιπροσθέτως, αυξάνοντας επανειλημμένα τα επιτόκιά της από την έναρξη του πολέμου προκειμένου να ανακόψει τον πληθωρισμό, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) προκάλεσε μαζική εκροή διεθνών κεφαλαίων από τη Λατινική Αμερική προς τις αμερικανικές αγορές.
Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, η Ουκρανία υποφέρει από σοβαρό έλλειμμα βαρύτητας (οικονομικής) και απήχησης (πολιτικής) σε σχέση με την αντίπαλη Ρωσία –και με μία επιπλέον υπόθεση που αυτομάτως δεν την βοηθάει στις σχέσεις της με τις αριστερές κυβερνήσεις της ηπείρου: εκείνη της Κούβας. Όντως, από το 2019, στο πλαίσιο της συμμαχίας του με την Ουάσιγκτον, το Κίεβο απέχει συστηματικά από τις ψηφοφορίες στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τον τερματισμό του εμπάργκο που έχουν επιβάλει από το 1962 οι ΗΠΑ στην Κούβα.
Για την ακρίβεια, στη Λατινική Αμερική η ουκρανική κυβέρνηση δεν διαθέτει παρά ένα στήριγμα. Της το παρέχει ο Αλεχάνδρο Γιαματέι, ο δεξιός πρόεδρος της Γουατεμάλας. Στις 25 Ιουλίου 2022 μετέβη στο Κίεβο και έτσι έγινε ο πρώτος –και ο μόνος– λατινοαμερικανός ηγέτης που έκανε το ταξίδι αυτό προκειμένου να προσφέρει τη στήριξή του στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Ο κύριος στόχος ήταν να σταλεί ένα μήνυμα αφοσίωσης στις ΗΠΑ, καθώς οι σχέσεις της κυβέρνησής του με την αμερικανική είναι δύσκολες σε μια σειρά υποθέσεων (κυρίως διαφθοράς), ενώ επίκεινται και οι γενικές εκλογές της 25ης Ιουνίου. Ο Γιαματέι μπορεί να προεξοφλεί πως με αυτόν τον τρόπο θα εισπράξει τα οφέλη από τη «δέσμευσή» του, η Ουάσιγκτον όμως δεν βρίσκει καμία λατινοαμερικανική χώρα για να εφαρμόσει κυρώσεις στη Μόσχα, πόσο μάλλον να στείλει όπλα στο Κίεβο –παρά την επιθυμία που διατύπωσε στις 19 Ιανουαρίου 2023 η στρατηγός Λόρα Ρίτσαρντσον, επικεφαλής του στρατιωτικού επιτελείου της Νότιας Διοίκησης των ΗΠΑ, ενώπιον του Atlantic Council, μιας δεξαμενής σκέψης της Ουάσιγκτον.
Διπλωματική πρωτοβουλία
Αυτές οι αρνήσεις εκφράζονται ακόμα και στην Κεντρική Αμερική, το προνομιακό «γήπεδο» της Ουάσιγκτον. Το Σαλβαδόρ, όπου κυβερνά ο λαϊκιστής και αυταρχικός πρόεδρος Ναγίμπ Μπουκέλε, ο οποίος έχει πέσει στη δυσμένεια της Ουάσιγκτον, συντάσσεται τακτικά με τις χώρες που, όπως η Βολιβία και η Κούβα (συνήθεις πολέμιοι των ΗΠΑ), απέχουν από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών για την καταδίκη της Ρωσίας. Η Νικαράγουα αποτελεί πλέον μέλος της ομάδας των χωρών που υποστηρίζουν ευθέως τη Ρωσία (μαζί με τη Λευκορωσία, τη Βόρεια Κορέα, την Ερυθραία, το Μάλι και τη Συρία), μετά από την αποχή της στην ψηφοφορία της 28ης Φεβρουαρίου 2022 στον ΟΗΕ. Τέλος, η Βενεζουέλα δεν λαμβάνει μέρος σε αυτές τις διαβουλεύσεις, καθώς δεν έχει καταβάλει έγκαιρα τις εισφορές της. Η διπλωματία της ελίσσεται ανάμεσα στην αφοσίωση στη σύμμαχο Ρωσία και στην επανέναρξη των επαφών με την Ουάσιγκτον, εν όψει μιας υποθετικής εξομάλυνσης στο πλαίσιο των νέων δεδομένων που δημιουργήθηκαν από την παγκόσμια ενεργειακή κρίση.
Οι ψήφοι των λατινοαμερικανικών χωρών καθορίζονται από τον συνδυασμό πολλών σκεπτικών. Καταρχάς, από τη δέσμευση στις παραδοσιακές διπλωματικές τοποθετήσεις τους: σεβασμός του διεθνούς δικαίου, της ακεραιότητας των συνόρων και της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, απόρριψη της γεωπολιτικής μονομέρειας και της χρήσης βίας για τη διευθέτηση των διενέξεων, αναζήτηση ειρηνικών λύσεων στις συγκρούσεις μέσω της υιοθέτησης μιας μη ευθυγραμμισμένης, αδέσμευτης θέσης. Στη συνέχεια, από τον βαθμό της συγκυριακής δυσπιστίας τους απέναντι στις ΗΠΑ και τις δυνάμεις της Δύσης. Τέλος, από τα εθνικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, προσδιορισμένα με πραγματιστικό τρόπο, στο πλαίσιο μιας ρευστής διεθνούς τάξης που βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης, μέσα στην οποία η σχέση τους με την Κίνα αποτελεί πυξίδα. Σε αυτές τις βάσεις, η συντριπτική πλειονότητα των λατινοαμερικανικών πρωτευουσών καταδίκασε στον ΟΗΕ τη ρωσική εισβολή, αλλά δεν δεσμεύεται υπέρ των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί ή προβλέπεται να επιβληθούν στη Μόσχα.
Ωστόσο, η ευθεία υποστήριξη στη Ρωσία καθίσταται δυσκολότερη από τη στιγμή που η κυβέρνησή της στο εξής σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις ίδιες μεθόδους με την Ουάσιγκτον προκειμένου να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντά της στη δική της ιστορική ζώνη επιρροής… «Η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία έχει ως υπόβαθρο την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία, αυτό όμως δεν πρέπει να οδηγήσει στη νομιμοποίηση της στρατιωτικής εισβολής μιας χώρας σε μια άλλη», μας εξηγεί ο Σέλσο Αμορίμ, ειδικός σύμβουλος για διεθνή θέματα του προέδρου της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και υποστηρικτής, μαζί με τον πρόεδρο, της πρότασης για τη δημιουργία μιας «ομάδας χωρών υπέρ της ειρήνης» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που θα προωθεί τις διαπραγματεύσεις με στόχο την κατάπαυση του πυρός και την εξεύρεση λύσης.
Η πρωτοβουλία αυτή, που υποβλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2023 στη Λατινική Αμερική, στην Ουάσιγκτον, στην Ευρώπη (ιδίως στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία), στη Μόσχα, στο Κίεβο, στην Ομάδα των 20 (G20) υπό την προεδρία της Ινδίας, στο Πεκίνο και στο Αμπού Ντάμπι, επιδιώκει, προκειμένου να ισχυροποιηθεί και να πετύχει τους στόχους της, να δρομολογήσει μια πολυμερή διαδικασία που θα κινητοποιήσει, εκτός της Κίνας, και άλλες χώρες του Νότου και μέλη των BRICS ή της G20 οι οποίες έχουν σχέσεις με το σύνολο των παραγόντων (δυτικών και μη) της σύγκρουσης. Μεταξύ αυτών βρίσκονται η Ινδονησία, η Ινδία (που αναλαμβάνει την προεδρία της G20 το 2023) και η Νότια Αφρική (που θα φιλοξενήσει την προσεχή σύνοδο κορυφής των BRICS το 2023 και θα αναλάβει την προεδρία της G20 το 2025). Σε αυτή τη διπλωματική διαδικασία, η Μπραζίλια βρίσκεται επίσης σε αναμονή της ρωσικής προεδρίας των BRICS το 2024, όπως και της δικής της στην G20 το 2024 και στην ομάδα των BRICS το 2025.
Αυτή η πρωτοβουλία για την ειρήνη, που παρακάμπτει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, θα μπορούσε, σύμφωνα με τον πρόεδρο Λούλα, να οδηγήσει τελικά στη δημιουργία μιας «πολιτικής G20» που, συν τω χρόνω, θα είναι επιφορτισμένη με διάφορες διεθνείς υποθέσεις (κλίμα, ειρήνη, οικονομία, πληροφορική, δημοκρατία κ.ο.κ.). Από τη σκοπιά του, η διαδικασία αυτή θα οδηγήσει στην ανάδυση νέων μορφών διαβούλευσης, πιο ευνοϊκών για τις χώρες του παγκόσμιου Νότου.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα καταφέρει άραγε να προκαλέσει ενδιαφέρον στους κόλπους των δυτικών δυνάμεων; Έως τώρα, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση απορρίπτουν τη νομιμότητα μιας διαμεσολάβησης της Βραζιλίας στον πόλεμο της Ουκρανίας, κατηγορώντας την Μπραζίλια για αφέλεια και για υπερβολικά μεγάλη εγγύτητα με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Εντούτοις, η πρωτοβουλία του Βραζιλιάνου προέδρου είναι μία από τις μόνες που διαφοροποιούνται από τον μαξιμαλισμό που επικρατεί στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην Ουάσιγκτον, στο Κίεβο και στη Μόσχα και θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη.
Christophe Ventura