Κοντά στο πιο βαθύ σημείο της Μεσογείου, σε μια τάφρο που ονομάζεται Φρέαρ των Οινουσσών και το μέγιστο βάθος είναι γύρω στα 5.269 μέτρα, βρήκαν τραγικό θάνατο δεκάδες πρόσφυγες.
Το πλοίο που βούλιαξε για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο, έξω από την Πύλο, βρέθηκε σε εκείνο το σημείο καθώς είχε ξεκινήσει από το Τομπρούκ της Λιβύης με κατεύθυνση προς την Ιταλία.
Οι ναυτικοί γνωρίζουν καλά αυτό το μέρος ως το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου ενώ και οι επιστήμονες έχουν ασχοληθεί με την συγκεκριμένη τάφρο που είναι νότια των μικρών νησιών που ονομάζονται Μεσσηνιακές Οινούσσες και είναι νοτιοδυτικά της Πύλου. Οι συντεταγμένες του είναι 36°34′N 21°8
Όπως διαβάζουμε σε επιστημονικές έρευνες, το «πηγάδι» αυτό βρίσκεται στο σημείο που η Αφρικανική πλάκα, τμήμα της οποίας είναι η λιθόσφαιρα της Ανατολικής Μεσογείου, βυθίζεται κάτω από την Ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα, τμήμα της οποίας είναι η πλάκα του Αιγαίου, δημιουργώντας το Αιγιακό τόξο, μία τοξοειδής οροσειρά του νότιου Αιγαίου Πελάγους που βρίσκεται στο νότιο όριο της πλάκας του Αιγαίου.
Σύμφωνα με το Βικιπαιδεία, η πρώτη προσέγγιση στο βαθύτερο σημείο (Calypso Deep) πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1965 από τον καπετάνιο Ζεράρ Υέ ντε Φρομπερβίλ, με τους Δρ. Τσαρλς “Τσακ” Λ. Ντρέικ (Αμερική), και Ανρί Ζερμαίν Ντελώζ χρησιμοποιώντας το Γαλλικό βαθυσκάφος Αρχιμήδης. Οι Ντρέικ, Φρομπερβίλ, και Ντελώζ ανέφεραν ότι μέτρησαν μέγιστο βάθος 5.110 μέτρων χωρίς να κάνουν αναφορά για την ακρίβεια της μέτρησης.
Τον Γενάρη του 2020, το Caladan Oceanic ξεκίνησε το δεύτερο χρόνο των καταδύσεών του με το βαθυσκάφος του, το DSV Limiting Factor με πιλότος τον Βίκτορ Βεσκόβο. Στις 10 Φεβρουαρίου ο Βίκτορ Βεσκόβο μαζί με τον πρίγκιπα Αλβέρτο Β’ του Μονακό προσέγγισαν τον πυθμένα του φρέατος των Οινουσσών, υπολογίζοντας εκ νέου το βάθος στα 5.109 μέτρα ±1 μέτρο επαληθεύοντας ουσιαστικά την μέτρηση της Γαλλικής αποστολής του 1965 χρησιμοποιώντας πολλούς αισθητήρες μέτρησης.
Οι Μεσσηνιακές Οινούσσες
Είναι ένα νησιωτικό σύμπλεγμα το οποίο εντοπίζεται στα νότια της Μεσσηνίας. Ακόμη και από τα αρχαία χρόνια τις ονόμαζαν έτσι αλλά πρόφατα άριχσαν να αποκαλούν τα νησιά και Σαπιέντζες.
Το σύμπλεγμα αποτελείται από τα εξής νησιά: Σχίζα, Σαπιέντζα, Βενέτικο, Αγία Μαριανή και τις βραχονησίδες Δύο Αδέλφια (νότια της Σαπιέντζας), Μπόμπα (ανατολικά της Σαπιέντζας) και Αυγό (νότια του Βενέτικου).
Από αυτά, τα μεγαλύτερα νησιά του συμπλέγματος είναι η Σχίζα και η Σαπιέντζα. Εξάλλου αποτελούν ουσιαστικά το 90% της έκτασης του συμπλέγματος.Τα νησιά είναι ενταγμένα στο δίκτυο Natura 2000, μαζί με την περιοχή του ακρωτηρίου Ακρίτας.
Ερευνα για το Σύμπαν
H συγκεκριμένη περιοχή έχει κι άλλο επιστημονικό ενδιαφέρον. Επιστημονικές ομάδες αναζητούν εκεί πληροφορίες και για το μέλλον του Σύμπαντος. Αυτή την περιοχή επέλεξαν οι επιστήμονες διεθνούς ερευνητικής ομάδας, για να εγκαταστήσουν, σε βάθος 4 χιλιομέτρων ένα υποβρύχιο τηλεσκόπιο ανίχνευσης νετρίνων, αυτών των σχεδόν άυλων, αόρατων σωματιδίων, τα οποία θεωρούνται ικανά να δώσουν σημαντικές πληροφορίες τόσο για το παρελθόν, όσο και για το μέλλον του Σύμπαντος. Εκεί βρίσκεται ήδη σε εφαρμογή ένα πρωτοποριακό για τα δεδομένα της αστροσωματιδιακής φυσικής εγχείρημα, το οποίο έχει λάβει το όνομα NESTOR (Neutrino Extended Submarine Telescope with Oceanographic Research), με σαφή αναφορά στον μυθικό βασιλιά της Πύλου. Το νετρίνο δημιουργήθηκε μαζί με το Σύμπαν, 15 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, όταν έγινε η Μεγάλη Έκρηξη. Η μάζα του σχεδόν αγγίζει το μηδέν, ενώ έχει τη δυνατότητα να κινείται με με την ταχύτητα του φωτός (300.000 km/sec.). Λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, θεωρείται ότι μπορεί να ρίξει φως σε σημαντικές πτυχές του Σύμπαντος, που αφορούν τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον του. Για το σκοπό αυτό, τα επιστημονικά προγράμματα NESTOR και ΛΑΕΡΤΗΣ, σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα του Εργαστηρίου Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έβαλαν σε εφαρμογή τον πρώτο υποθαλάσσιο ανιχνευτή στην Ευρώπη, ένα εγχείρημα σημαντικό για την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Όπως αναφέρει το aigialeiaclub.gr, tο τηλεσκόπιο του NESTOR έχει την δυνατότητα της έμμεσης ανίχνευσης των νετρίνο μετρώντας την ακτινοβολία Cherenkov, η οποία παράγεται από την διέλευση μιονίων μέσα από τον όγκο του νερού. Τα μιόνια είναι παράγωγα μόνο των νετρίνο σ’ αυτά τα μεγάλα βάθη, όπου εξουδετερώνεται η επίδραση της κοσμικής ακτινοβολίας.
Τα νετρίνο, τα πιο παράξενα ίσως από τα υποατομικά σωμάτια, δεν έχουν σχεδόν καθόλου μάζα αδρανείας, ούτε φορτίο, αλλά ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός και μεταφέρουν πληροφορίες από το παρελθόν, αλλά και για το μέλλον του Σύμπαντος. Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα γνωρίζουμε πως είναι μόνον αριστερόστροφα και είναι τα μόνα γνωστά σωματίδια στη φύση που έχουν μόνο ένα είδος στροφορμή.
Με άλλα λόγια, τα νετρίνο δεν έχουν ιδιότητες! Είναι στην ουσία αριστερόστροφες δίνες που μεταφέρουν πληροφορία, με αμφιλεγόμενη μάζα που πιθανόν και να ανιχνεύεται εξ αιτίας της φυγοκέντρου που αναπτύσσεται από την στροφορμή τους.
Πέρα από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα νετρίνο από την πλευρά της Φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων, τα σωμάτια αυτά έχουν επίσης μεγάλη σημασία για την αστροφυσική και την κοσμολογία, μια και μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη του σύμπαντος, από την αρχική Μεγάλη Έκρηξη έως και σήμερα. Πιστεύεται πως, κατά την διάρκεια της, για κάθε δημιουργημένο πρωτόνιο ή ηλεκτρόνιο παρήχθησαν περίπου 109 νετρίνο, τα οποία περιπλανώνται ακόμη μέσα στο Σύμπαν.
Nετρονια που εκπέμφθηκαν από εκρήξεις των υπερκαινοφανών αστέρων (supernova) πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, φτάνουν στη γη τώρα. Tα νετρίνο αυτά μεταφέρουν το 99% της ενέργειας του αστέρα προς τα έξω και δίνουν πληροφορίες για το σύμπαν πολύ πριν την γέννηση του ανθρώπου στη γη. Εκτός αυτού, από τις αρχές της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, επικρατούσαν δύο απόψεις για το σύμπαν:
Σύμφωνα με την πρώτη το σύμπαν είναι στατικό, ενώ αντίθετα η δεύτερη υποστηρίζει ότι διαστέλλεται συνεχώς, μετά από την αρχική στιγμή της δημιουργίας του από τη μεγάλη έκρηξη. H δεύτερη άποψη ενισχύθηκε από τις παρατηρήσεις του Edwin Hubble, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οι οποίες απέδειξαν ότι οι σχετικές αποστάσεις ανάμεσα στους γαλαξίες μεγαλώνουν. H οριστική της επικράτηση όμως σημειώθηκε το 1964, όταν οι Penzias και Wilson ανακάλυψαν το εναπομείναν αέριο φωτονίων με θερμοκρασία περίπου 3ο Kelvin, το οποίο προβλεπόταν από τη Θεωρία. H θεωρία προβλέπει επίσης μικρές διαταραχές στην ομοιογένεια του φωτονικού αερίου, που παρατηρήθηκαν το 1992 από το διαστημικό παρατηρητήριο COBE.
Πηγή: in.gr