Τα απίστευτα και όμως ελληνικά αποτυπώνονται και στα εισοδήματα από ενοίκια. Από τη μια οι έρευνες των μεσιτών αναφέρουν ότι το 70% των διαθέσιμων ακινήτων -ειδικά στο λεκανοπέδιο- ενοικιάζονται με μίσθωμα άνω των 400 ευρώ.
Από την άλλη όμως το 90% των φορολογουμένων που έχουν εισοδήματα από ακίνητα, δηλώνουν στις φορολογικές τους δηλώσεις ότι έχουν εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ από ενοίκια, ακριβώς για να μην επιβαρυνθούν με υψηλότερο φορολογικό συντελεστή.
Ποιος είναι επομένως ο ιδιοκτήτης των ακινήτων που εμφανίζονται να ενοικιάζονται προς 1.000 και 1.200 και 1.500 ευρώ τον μήνα; Πώς γίνεται το 70% των ιδιοκτητών να δηλώνουν στην εφορία εισπράττουν ενοίκια κάτω από 300 ευρώ τον μήνα αλλά την ίδια στιγμή να μην καταγράφεται διαθεσιμότητα ακινήτων με χαμηλό ενοίκιο;
Και επίσης, πώς γίνεται όσοι αναζητούν στέγη να μένουν με το στόμα ανοικτό όταν ακούν το ζητούμενο μίσθωμα αλλά την ίδια στιγμή η ΕΛΣΤΑΤ να καταγράφει αυξήσεις μόλις 0,89% από τις αρχές του χρόνου στα ενοίκια της κύριας κατοικίας;
1. Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει μικρές ποσοστιαίες αυξήσεις στα ενοίκια κύριων κατοικιών γιατί το δείγμα που μετράει δεν αφορά σε καμία περίπτωση στα ζητούμενα μισθώματα ούτε σε αυτά που αποτυπώνονται στις νέες μισθώσεις. Καταγράφει τα ενοίκια στις υφιστάμενες συμβάσεις. Εκεί, αυξήσεις δεν υπάρχουν κάθε μήνα καθώς οι αναπροσαρμογές στα μισθώματα γίνονται όταν λήγουν τα συμβόλαια ή σε ετήσια βάση. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση για αυξήσεις μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών ήταν ξεχασμένη υπόθεση καθώς η οικονομική κρίση αλλά και ο μηδενικός πληθωρισμός καθιστούσαν προτεραιότητα για τον ιδιοκτήτη το να βρει έναν καλοπληρωτή ενοικιαστή και όχι αυτόν που θα προσφέρει τα περισσότερα. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό δεν έχει αλλάξει.
Χιλιάδες ιδιοκτήτες έχουν “καεί” από φέσια με αποτέλεσμα και τώρα που στις ανανεώσεις των συμβολαίων μπαίνει θέμα αυξήσεων, τα ποσοστά να είναι τελικώς συγκρατημένα. Αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και το στατιστικό εύρημα της ΕΛΣΤΑΤ για περιορισμένες αυξήσεις. Υπάρχουν τα πολύ μεγάλα μισθώματα σε νέες μισθώσεις αλλά η συμμετοχή τους ως προς το σύνολο των ενοικίων είναι μικρή.
2. Το χαμηλό δηλωθέν εισόδημα από την πλευρά των ιδιοκτητών έχει δύο εξηγήσεις στην Ελλάδα. Η πρώτη είναι η φοροδιαφυγή. Σε πολλά συμβόλαια αναγράφεται μικρότερο ποσό του πραγματικού και τα υπόλοιπα δίδονται από τον ενοικιαστή κάτω από το τραπέζι συνήθως προκαταβολικά. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι οι 9 στους 10 δεν υπερβαίνουν το όριο των 10.000 ευρώ ετησίως όσον αφορά σε εισοδήματα από ακίνητα. Αυτό συμβαίνει διότι μετά το όριο των 10.000 ευρώ, ο συντελεστής αυξάνεται από το 15% στο 35%.
Η δεύτερη εξήγηση είναι ο κατακερματισμός της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα. Εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι περιπτώσεις ακινήτων που είναι “σπασμένες” σε περισσότερους από έναν ιδιοκτήτες άρα αντίστοιχα σπάει και το εισόδημα από ακίνητα.
3. Όσον αφορά στα ενοίκια αυτά καθ’ αυτά, είναι τεράστιες πλέον οι διαφορές ανάμεσα στα ποσά που ήδη καταβάλλονται και σε αυτά που ζητούνται κατά την υπογραφή νέων μισθωτηρίων. Ειδικά στις καινούργιες οικοδομές που μπαίνει και θέμα ενεργειακής θωράκισης του ακινήτου, οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών έχουν ξεφύγει με αποτέλεσμα για κάθε τετραγωνικό να ζητείται μηνιαίο μίσθωμα ακόμη και 9 έως 11 ευρώ ανά τετραγωνικό.
Να σημειωθεί πάντως ότι είναι άλλο τα ζητούμενα μισθώματα που εμφανίζονται στις αγγελίες και άλλο τα ποσά που “κλειδώνουν” στα μισθωτήρια συμβόλαια καθώς στο στάδιο των υπογραφών, ο ιδιοκτήτης σταθμίζει σοβαρά τον κίνδυνο του να μην πάρει τα χρήματά του για περισσότερους από μερικούς μήνες. Οι διαδικασίες εξώσεων μπορεί να έχουν επισπευστεί αλλά η απώλεια εισοδήματος από έναν κακοπληρωτή ενοικιαστή παραμένει σε κάθε περίπτωση μεγάλη. Γι’ αυτό και το τελευταίο διάστημα καταγράφονται φαινόμενα οι ιδιοκτήτες να ζητούν εγγυήσεις από τους ενοικιαστές πριν υπογράψουν το μισθωτήριο συμβόλαιο.