Η δικαστική απόφαση, όπως εξηγεί ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, ουσιαστικά λέει:
-πως εφόσον οι εργαζόμενοι είχαν το ίδιο αντικείμενο εργασίας με το μόνιμο προσωπικό της εναγόμενης των ίδιων ειδικοτήτων, εργάζονταν με το ίδιο ωράριο, είχαν τους ίδιους – κοινούς – προϊσταμένους, στους ίδιους τόπους απασχόλησης, εκτελώντας τις ίδιες εργασίες που προβλέπονται από τον κανονισμό προσωπικού της εναγόμενης ως καθήκοντα των μονίμων εργαζομένων πρέπει να έχουν ίδιες απολαβές
– Δηλαδή να αμείβονται με τον ίδιο τρόπο, να λαμβάνουν όλα τα επιδόματα που προβλέπονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους μονίμους εργαζομένους, και συγκεκριμένα το οικογενειακό επίδομα, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ειδικότητας, το ειδικό επίδομα ποσοστού επί του αθροίσματος βασικού μισθού και χρονοεπιδόματος εκ της σ.σ.ε. του έτους 1982, και το επίδομα φύλαξης παιδιών, οι οικειοθελείς παροχές της εναγόμενης προς τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου, ήτοι οι διατακτικές τροφής και επίδομα βαρέων οχημάτων.
– Η δικαστική απόφαση δέχθηκε ότι η ρήτρα 4 σημείο 1 της συμφωνίας – πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που προσαρτήθηκε στην Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., απαγορεύει οποιαδήποτε μη αντικειμενικώς δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως. Απαγορεύεται δηλαδή η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου, και στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων. Η δυσμενής μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου είναι, λοιπόν, ανεπίτρεπτη εφόσον δεν υφίσταται αντικειμενική προς τούτο δικαιολόγηση.
Και ο Άρειος Πάγος
Υπενθυμίζει μάλιστα απόφαση του Αρείου Πάγου (Α.Π. 1643/2017) που έκρινε ότι “σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογητικός της διάκρισης λόγος ο χαρακτηρισμός αυτός καθ’ εαυτόν της σχέσης ως ορισμένου χρόνου, ούτε και ο “εκ του νόμου” ειδικότερος χαρακτηρισμός της ενδεχομένως ως σύμβασης “μίσθωσης έργου” κ.τ.λ., ενώ υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία, αφού κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τον σκοπό και το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου”.
Και επισημαίνει πως “κατά την ίδια έννοια, δεν μπορούν κατ’ αρχήν να θεωρηθούν ως δικαιολογητικά της διάκρισης στοιχεία που είναι σύμφυτα με τη σύναψη τέτοιας σχέσης π.χ. η κατά κανόνα διαφορετική διαδικασία πρόσληψης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, οι διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης η έλλειψη “μονιμότητας” αλλά μόνο η εργασία καθ’ εαυτήν, η φύση των καθηκόντων, οι συνθήκες παροχής της εργασίας, η αξία της κ.τ.λ. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο χρόνος και ο τρόπος/διαδικασία πρόσληψης των εργαζομένων δεν αποτελούν λόγο απόκλισης ούτε καν από τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων. Ακόμη, δεν αποτελεί αντικειμενικό λόγο διάκρισης η μικρή διάρκεια της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου ή η περιστασιακή απασχόληση του εργαζομένου έστω και με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας μίας ημέρας (Απόφαση Δ.Ε.Ε. της 22 Απριλίου 2010 στην υπόθεση C486/08, Z.L.Τ.)”.
Πηγή: capital.gr
Το σχόλιο σας