Η ψήφος στις εκλογές – όπως και η αποχή- έχει εκφραστικό ρόλο, εφόσον μέσα από αυτήν ο πολίτης ασκεί το δικαίωμά του να εκφραστεί πολιτικά. Όμως, καλείται ασκώντας το δικαίωμά του αυτό, να αναδείξει μια κυβέρνηση. Αυτός είναι ο αναθετικός ρόλος των εκλογών, ο οποίος θα ήταν αυθαίρετο να παραβλεφθεί. Σε ορισμένες χώρες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Ελλάδα, η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική. Αλλά και αν δεν είναι υποχρεωτική, η αποποίηση άσκησης αυτού του δικαιώματος – θεωρείται κατακριτέα. Μπορεί να θεωρηθεί ορθολογική η επιλογή αυτή εκ μέρους ενός ατόμου που κρίνει τη δράση του με όρους κόστους – οφέλους. Το κόστος – σε χρόνο, κόπο και συχνά σε χρήμα- που υφίσταται ο ψηφοφόρος για να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμά είναι μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο όφελος, εφόσον λάβει υπόψιν του ότι η διαφορά στο εκλογικό αποτέλεσμα που δημιουργεί η ψήφος του είναι ελάχιστη, σχεδόν μηδενική.
Όμως η άρνηση ενός πολίτη να υποστεί το κόστος που συνεπάγεται η συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία, όσο και αν είναι ορθολογική μπορεί, αν γενικευθεί, να έχει συνέπειες που δεν τις επιθυμεί κανένας – ούτε ο ίδιος. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που συνδέεται με εκείνο του free rider – του «δωρεάν επιβάτη»- δηλαδή εκείνου που μπορεί να απολαμβάνει δωρεάν ένα δημόσιο αγαθό χωρίς να συμβάλει ο ίδιος στην εξασφάλιση αυτού του αγαθού. Στην προκείμενη περίπτωση το αγαθό αυτό είναι η εξασφάλιση ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας, εφόσον οι εκλογές είναι ένας από τους κύριους θεσμούς της.
Στη δημοκρατία υπάρχει ανοχή απορροφήσει τη βλάβη που προξενεί αν δε είναι μεγάλη.
Θα υποστεί σημαντική βλάβη αν η στάση αυτή γενικευθεί. Η ανάγκη προφύλαξης του δημοκρατικού πολιτεύματος από την εντροπία– την τάση αταξίας ή αποδιοργάνωσης- γεννά το καθήκον συμμετοχής του πολίτης στην εκλογική διαδικασία. Οι περισσότεροι από μας ψηφίζουμε υπακούοντας σε μία δεοντολογία την οποία έχουμε εσωτερικεύσει, την έχουμε μεταβάλει σε συνήθεια που είναι συνυφασμένη με την ιδιότητα του πολίτη. Βέβαια, ο πολίτης έχει την πρακτική δυνατότητα να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα ακόμα και με αποχή· η οποία δεν είναι αναγκαστικά αποτέλεσμα μιας αδιαφορίας ή μιας εγωιστικής αντίληψης που έχει αυτός ο οποίος συμπεριφέρεται ως free rider. Μπορεί να είναι συνειδητή άρνηση νομιμοποίησης είτε ενός πολιτικού συστήματος είτε μιας γενικότερης πολιτικής κατάστασης με την οποία δεν συμφωνεί ένας ψηφοφόρος. Μπορεί με αυτόν τον τρόπο να εκφράζει τη γενικότερη δυσφορία που αισθάνεται ακόμα και για την ίδια τη δημοκρατία. Το δημοκρατικό πολίτευμα παρέχει τη δυνατότητα και σε αυτόν να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο, εφόσον δεν είναι ούτε βίαιος ούτε παράνομος. Η αποχή, επομένως, μπορεί να έχει εκφραστικό χαρακτήρα. Μπορεί να αποτελεί μορφή συμμετοχής του πολίτη στα κοινά, έστω έμμεσα.
Επίσης εκφραστικός είναι και ο χαρακτήρας της θετικής ψήφου υπέρ ενός προσώπου ή κόμματος. Όμως οι εκλογές δεν γίνονται κυρίως για να δοθεί η ευκαιρία πολιτικής έκφρασης στον πολίτη, αλλά για να αναδειχθεί μια κυβέρνηση μέσα από αυτές. Το εκλογικό σώμα καλείται να καθορίσει μέσα από μια θεσπισμένη διαδικασία ποια πολιτική ομάδα ή ποιο πρόσωπο θα ασκήσει εξουσία για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι ο αναθετικός ρόλος των εκλογών.Ο πολίτης μέσα από την εκλογική διαδικασία μετέχει ενεργά στο πολιτικό γίγνεσθαι εκφράζοντας την πολιτική του ελευθερία, ενώ συγχρόνως επιτελεί ένα καθήκον. Το καθήκον αυτό είναι η συμμετοχή του στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης – και όχι στο να εκφράσει απλώς μια προτίμηση. Και αυτός ο αναθετικός ρόλος της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος είναι που την επιβάλλει ως υποχρέωση. Η συνταγματική διάταξη που περιγράφει την συμμετοχή του πολίτη στις εκλογές ως δικαίωμα και ταυτόχρονα ως υποχρέωση δεν είναι αντιφατική: ακριβώς διότι η εκφραστική λειτουργία της ψήφου αποτελεί δικαίωμα, και η ανάγκη συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία αποτελεί θεσμικό καθήκον για τον ενσυνείδητο πολίτη.