Ένα από τα κλειδιά για τη μεγάλη υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διπλή εκλογική αναμέτρηση υπήρξε η κυριαρχία στο χώρο του Κέντρου ή, όπως συνήθως αποκαλείτο παλαιότερα, το μεσαίο χώρο. Η ουσία παραμένει ωστόσο η ίδια: πρόκειται για τον κοινωνικό χώρο που εκφράζεται από τα πλέον δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, είτε ηλικιακά είτε επαγγελματικά, είτε ακόμη και ως προς το μορφωτικό επίπεδο και την εισοδηματική κλίμακα. Με μια λέξη, το νέο κοινωνικό Κέντρο. Πρόκειται, συγκεκριμένα, κυρίως για τις παραγωγικές ηλικίες, δημοσίους ή ιδιωτικούς υπαλλήλους με μέσα ή ανώτερα εισοδήματα και ανώτατη μόρφωση (κυρίως: πτυχίο πανεπιστημίου και μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης), που βλέπουν τη ζωή όχι μόνο με στενά υλικούς όρους, αλλά και συνολικά/ολιστικά. Κανένας δε μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια πόσοι είναι οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι και τα μέλη των οικογενειών τους, ωστόσο γίνεται ξεκάθαρο ότι ο ορισμός της μεσαίας τάξης όπως έχει δοθεί από μαρξιστές όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ή η Θεανώ Φωτίου πόρρω απέχει από την ψηλαφητή πραγματικότητα.
Κυρίως όμως αυτό που ενδιαφέρει και κατέστη σαφές μετά την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση είναι ότι όσοι ανήκουν στη νέα μεσαία τάξη και όσοι θεωρούν ότι ανήκουν πολιτικά στο Κέντρο ψηφίζουν χωρίς δεύτερες σκέψεις τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Εκτίμησαν τη στάση του πρωθυπουργού, εμπιστεύτηκαν το κυβερνητικό έργο και τις νέες προγραμματικές δεσμεύσεις του και γέμισαν με προσδοκίες ακριβώς επειδή ο ίδιος μίλησε προεκλογικά με αυτόν τον ειλικρινή τρόπο και είχε έναν συγκροτημένο προγραμματικό λόγο, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και στην Ελλάδα του αύριο. Θέλησαν και θέλουν ασφάλεια και σταθερότητα, την οποία βρήκαν στο πρόσωπό του και τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και γι’ αυτό η επιβράβευσή τους ήταν η θετική ψήφος τους τόσο στις εκλογές του Μαΐου όσο και σε εκείνες του Ιουνίου.
Ιδιαίτερα σημαντική, ακόμα, για την τελική επιλογή της συγκεκριμένης ομάδας ψηφοφόρων και τη μαζική στροφή τους προς τη Νέα Δημοκρατία υπήρξε η αντίστιξη με τον Σύριζα και τον Αλέξη Τσίπρα. Η τακτική της Κουμουνδούρου, ιδίως στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη προγραμματικών θέσεων και την περιλάλητη «δημιουργική ασάφεια», η οποία συσκοτίζει τελικά την προσπάθεια για ένα καθαρό και σαφές μήνυμα προς την κοινή γνώμη. Συζητήσεις για διπλά νομίσματα και εναλλακτικά συστήματα πληρωμών ταιριάζουν σε οργανώσεις της ριζοσπαστικής και της άκρας αριστεράς, μα θέλγουν ελάχιστα τη μετριοπάθεια που αναζητεί το κοινωνικό Κέντρο.