Φαίνεται ότι ορισμένες πολιτικές ιδέες, έννοιες και θεωρίες είναι κατά κάποιο τρόπο καταδικασμένες να δεινοπαθούν στον δημόσιο διάλογο του τόπου μας. Αυτή η πικρή επισήμανση βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στη χρήση – δημοσιογραφική, πολιτική, ακόμη και επιστημονική σε ορισμένες περιπτώσεις – του συντηρητισμού, ο οποίος ταυτίζεται με την οπισθοδρόμηση και τον γενικευμένο αρνητισμό, με αφορμή την είσοδο στο Κοινοβούλιο ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων. Σε αντιδιαστολή προς ό,τι διακινείται περί «συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας» λόγω του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, ο συντηρητισμός καταφάσκει στην ιδέα της προόδου, την οποία όμως δεν την θέλει ευθύγραμμη, υποχρεωτική, ντετερμινιστική, αλλά καρπό επώδυνων προσπαθειών. Γεννημένος στη δυτική Ευρώπη την επαύριον της Γαλλικής Επανάστασης, ο συντηρητισμός, με κύριους εκφραστές τον Έντμουντ Μπερκ και δευτερευόντως τον Ζοζέφ ντε Μαιστρ, εμφανίζεται στα δεξιά του φιλελευθερισμού, υπερασπίζεται την ιδέα της ανθρώπινης κοινωνίας, συνηγορεί υπέρ της διαφύλαξης του αξιόλογου τμήματος της κληρονομημένης παράδοσης και τάσσεται, σε πλήρη αντίθεση προς την αντίδραση, υπέρ της σταδιακής αλλαγής.
Ο σύγχρονος συντηρητισμός παρουσιάζει, εντούτοις, ομοιότητες με το φιλελεύθερο επιχείρημα. Το ιδεολογικό στίγμα των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων δεν μπορεί να συνοψιστεί σε χλαμύδες, ούτε να συσκευαστεί σε κηραλοιφές. Είναι κόμματα με αρκετά ατομοκεντρικά ιδεώδη, μακριά από την παλαιά οργανισμική αντίληψη των κοινωνιών, που προτάσσουν την προοπτική της ατομικής επιτυχίας και τονίζουν το σεβασμό τους για την ατομική ιδιοκτησία. Χωρίς να αποκλείουν τελείως τον κρατικό παρεμβατισμό και τον προγραμματισμό στην οικονομία, βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική τους θεωρία στον περιορισμό του κράτους και στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς και προτάσσουν την αύξηση της παραγωγής έναντι της αναδιανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Ο Συντηρητισμός δεν συμπίπτει ούτε με την ακινησία, ούτε με την αντίδραση. Αντιθέτως, το πολιτικό δόγμα του είναι το σύνθημα των Βρετανών Τόρηδων «εξελισσόμαστε για να διατηρούμαστε». Αλλάζουμε, δηλαδή προσαρμοζόμαστε στην εποχή μας, δίχως, ωστόσο, να ακυρώνουμε τις θεμελιώδεις κοινωνικές και διαγενεακές συμβάσεις. Με στόχο τη διαφύλαξη της «αιώνιας κοινωνίας», ενός κόσμου δηλαδή που εξελίσσεται και προχωρά μέσα από τις υποχρεώσεις και δεσμούς κάθε γενιάς προς την προηγούμενη και την επόμενη. Άλλοτε σε υλική βάση, άλλοτε σε αξιακή-ταυτοτική, καμία εκ των δυο δεν πρέπει να υποτιμάται.
Και είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα κι αν δεν μπορούν να θεμελιώσουν θεωρητικά τα παραπάνω, ζουν συντηρητικά Κοιτάζοντας τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους οικείους τους και προσπαθώντας να εξελιχθούν οι ίδιοι αντί να ασχολούνται με το πώς θα ανατρέψουν το σύστημα ή πώς θα αλλάξουν τις ζωές των άλλων, οι άνθρωποι αυτοί επιλέγουν διακριτικά έναν συντηρητικό τρόπο ζωής, ο οποίος πόρρω απέχει από την αντίδραση σε προωθητικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Η ταύτιση λοιπόν του συντηρητικού με περσόνες όπως αυτή της Ελένης Λουκά υπονομεύει απροκάλυπτα τα συντηρητικά ιδεώδη, αλλά, ταυτόχρονα, εκθέτει ανεπανόρθωτα όσους «προοδευτικούς» τα ισχυρίζονται.