Ελλάδα

Ώρα στρατηγικών αποφάσεων για τον τουρισμό στην Ελλάδα

Για τη χρονιά που ήδη διανύουμε ωστόσο, τα μηνύματα που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση μάλλον αποπνέουν ανησυχία, καθώς δεν φαίνεται –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– να επιτυγχάνονται οι στόχοι που είχαν τεθεί με βάση τη χρονιά-ορόσημο για την τουριστική κίνηση, το 2019.

Ο τουρισμός είναι ένας από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, καθώς μπορεί να συμβάλει άμεσα στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος και της απασχόλησης, όπως, επίσης, και στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών. Συχνά αποκαλείται «ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας» και τα πολλαπλασιαστικά του οφέλη απασχολούν τη δημόσια συζήτηση.

Για τη χρονιά που ήδη διανύουμε ωστόσο, τα μηνύματα που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση μάλλον αποπνέουν ανησυχία, καθώς δεν φαίνεται –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– να επιτυγχάνονται οι στόχοι που είχαν τεθεί με βάση τη χρονιά-ορόσημο για την τουριστική κίνηση, το 2019. Παράλληλα, και ενώ παραδοσιακά η έμφαση δίνεται συνήθως στα νούμερα που αποτυπώνουν τις τάσεις για τον εισερχόμενο τουρισμό, πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν και φέτος ότι 1 στους 2 Έλληνες δεν θα πάει διακοπές. Ο τουρισμός δεν είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, ούτε κυλάει «αυτόματα». Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί η απαιτούμενη βαρύτητα στη σωστή αποτύπωση της παρούσας κατάστασης. Οι δυνατότητες μιας ολοκληρωμένης τουριστικής πολιτικής δεν μπορεί να εξαντλούνται σε προωθητικές εκστρατείες του ΕΟΤ, καθώς ο τουρισμός είναι πολυδιάστατος, ένα σύνολο δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν δεκάδες κλάδους, όπως καταλύματα, τουριστικά γραφεία, αεροπορικές υπηρεσίες, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κ.λπ.

Τον Απρίλιο του 2023 παρουσιάστηκε από την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) ποσοτική έρευνα ξένων τουριστών που διεξήχθη τον Μάιο και Ιούνιο 2022–. Η έρευνα αποτυπώνει βασικά τουριστικά μεγέθη και συμβάλλει στη γενικότερη συζήτηση για τα πραγματικά οφέλη του τουρισμού και την αποτίμησή τους, καθώς και για τις πολιτικές που πρέπει και μπορούν να εφαρμοστούν προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη του για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις.

Από την έρευνα ξεχωρίζουν τα εξής συμπεράσματα:

7 στους 10 ερωτώμενους δήλωσαν ανώτατη μόρφωση και ανήκαν κυρίως στην ηλικιακή κατηγορία 45 ετών και πάνω. Επισημαίνεται ότι η έρευνα διεξήχθη σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία είναι ακόμα ανοιχτές σχολές και πανεπιστημιακά ιδρύματα και δεν είναι η κύρια περίοδος που οι περισσότεροι λαμβάνουν την καλοκαιρινή τους άδεια. Η συντριπτική πλειονότητα δήλωσε ως επάγγελμα την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα και εισόδημα από 30.000 ευρώ και πάνω, ενώ η επικρατέστερη επιλογή για διακοπές ήταν η διαμονή σε ξενοδοχείο για διάστημα μεταξύ 4 και 7 ημερών. Παρατηρώντας κανείς τον σχετικό πίνακα, διαπιστώνει ότι –μάλλον αναπόφευκτα– οι δύο κατηγορίες που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της ατομικής δαπάνης για διακοπές είναι η διαμονή και οι μεταφορές, ενώ ακολουθεί η δαπάνη για εστιατόρια/καφέ. Με μεγάλη διαφορά ακολουθεί η δαπάνη για αγορές (γενικά) και τροφίμων ειδικότερα. Από τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας αξίζει επίσης συνδυαστικά να παρατηρήσει κανείς ότι η ημερήσια δαπάνη είναι πιο αυξημένη σε καταλύματα τύπου all-inclusive και ξενοδοχεία. Από τα ευρήματα που αφορούν τις δαπάνες που γίνονται στα εμπορικά καταστήματα (εξαιρούνται τα τρόφιμα) ενδιαφέρον παρουσιάζει η δαπάνη ανά περιφέρεια, όπου η Κρήτη ξεχωρίζει με διαφορά από τις υπόλοιπες περιφέρειες που συμμετέχουν στην εν λόγω μελέτη. Στην περίπτωση της δαπάνης για τρόφιμα από εμπορικά καταστήματα ξεχωρίζει και πάλι η Κρήτη. Σχεδόν 5 στους 10 ανέφεραν ως πάρα πολύ πιθανό/πολύ πιθανό να αγοράσουν κάποιο ελληνικό προϊόν, ενώ οι πιο δημοφιλείς επιλογές φαίνεται να είναι τα σουβενίρ, ακολουθούμενα από τα τοπικά/παραδοσιακά προϊόντα και τα δερμάτινα είδη. Περισσότεροι από 6 στους 10 απάντησαν ότι επιλέγουν τοπικά καταστήματα και αγορές για να κάνουν τα ψώνια τους κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Η έρευνα καταγράφει βασικά ευρήματα ανάλογα με το επίπεδο ικανοποίησης αλλά και την εθνικότητα των συμμετεχόντων για μια σειρά από παράγοντες όπως: το επίπεδο τιμών, την ποικιλία και την ποιότητα των προϊόντων, την εξυπηρέτηση πελατών και τη διάθεση μοναδικών/ ιδιαίτερων προϊόντων. Καταγράφει, επίσης, ευρήματα για την επίδραση στην ικανοποίηση σειράς παραγόντων που σχετίζονται με τα εμπορικά καταστήματα, όπως το ωράριο λειτουργίας, η εικόνα/καθαριότητα των καταστημάτων, η δυνατότητα ηλεκτρονικής εξυπηρέτησης στο μέλλον κ.λπ. Προτάσεις πολιτικής από την πλευρά των εμπόρων

H μελέτη της ΕΣΕΕ κατέληξε σε σειρά προτάσεων σε ζητήματα που αφορούν τις δραστηριότητες του τουρισμού, όπως είναι η διεύρυνση ή, αλλιώς, η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου αλλά και η καλύτερη διασύνδεση με κλάδους της δημιουργικής οικονομίας (creative economy) και αγροτοδιατροφής. Παράλληλα, η προτίμηση των τουριστών σε τοπικά προϊόντα και τοπικές αγορές αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τοπικό χαρακτήρα και δημιουργίας ενός πλαισίου μέσα στο οποίο θα μπορούν να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν με βιώσιμο τρόπο τόσο οικονομικά όσο και περιβαλλοντικά. Εκτός από τη σύνδεση με την αγροτοδιατροφή, προτείνεται η αναβάθμιση των δυναμικών τουριστικών προϊόντων (π.χ. σουβενίρ) αλλά και των καναλιών διανομής των ελληνικών προϊόντων για τη σταθερή εξυπηρέτηση της εξωτερικής ζήτησης σε ανταγωνιστικές τιμές. Τέλος, με βάση και τα στοιχεία για τις εθνικότητες και τις δαπάνες, προτείνεται η προσέλκυση ποσοστού συνταξιούχων (silver economy) και επισκεπτών με υψηλότερο εισόδημα (μόλις 7% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν εισόδημα άνω των 70.000 ευρώ).

Σε συνέχεια των προτάσεων αυτών που κατατέθηκαν από του ίδιους τους εμπόρους, αξίζει να τονίσουμε ότι η όποια δέσμη πολιτικών για τον τουρισμό προταθεί, σχεδιαστεί και υλοποιηθεί θα πρέπει να ενσωματώνει αποτελεσματικά τη διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης, πηγαίνοντας πέρα από την προσφιλή «αριθμολαγνεία» που συνοδεύει παραδοσιακά τον τουρισμό εδώ και δεκαετίες, με αποτέλεσμα την επικέντρωση των προσπαθειών και της δημόσιας συζήτησης στον αριθμό αφίξεων και διανυκτερεύσεων, δείκτες ενδεικτικοί αλλά όχι επαρκείς για να αποτυπώσουν ρεαλιστικά τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία. Η αναγκαιότητα αναπλαισίωσης της συζήτησης για τις πολιτικές που χρειάζεται ο τουρισμός τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα είναι πλέον κοινός τόπος, χωρίς να είναι ωστόσο αποσαφηνισμένο ποιες πρέπει να είναι οι στρατηγικές προτεραιότητες που θα διασφαλίσουν ένα σχέδιο πραγματικά βιώσιμου τουρισμού με σεβασμό στις τοπικές κοινωνίες, το περιβάλλον και τους εργαζομένους στον κλάδο, αλλά και ουσιαστικά οφέλη τόσο για την εθνική οικονομία συνολικά όσο και για τις τοπικές οικονομίες των τουριστικών προορισμών.

Επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου δεν σημαίνει να έρθουν τουρίστες στην χώρα μας εκτός της παραδοσιακής θερινής περιόδου, σημαίνει ότι στους προορισμούς που θα επιλέξουν θα υπάρχουν επιχειρήσεις ανοιχτές, σε ετοιμότητα να τους εξυπηρετήσουν με κατάλληλα στελεχωμένο προσωπικό και επίπεδο

παρεχόμενων υπηρεσιών. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι χρειάζεται να εκπονηθεί και να υλοποιηθεί ένα εκ βάθρων διαφορετικό και εξειδικευμένο κατά τόπους σχέδιο στήριξης και ανάπτυξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ειδικά σε παραθαλάσσιες και νησιωτικές περιοχές. Στον πυρήνα της συνολικής αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος της χώρας πρέπει να βρεθούν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε όλες τις τουριστικές δραστηριότητες και σε όλων των ειδών τα λιανεμπορικά καταστήματα, με αναβαθμισμένο πλαίσιο προστασίας των εργασιακών τους σχέσεων, ικανοποιητικούς μισθούς που θα ανταποκρίνονται στις αυξημένες απαιτήσεις μιας τουριστικής περιόδου αλλά και βαθιές τομές σε ζητήματα τουριστική εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Τέλος, χωρίς όμως η συζήτηση να εξαντλείται στην παρούσα αναφορά, επισημαίνεται ότι η όποια στρατηγική αναβάθμισης των τουριστικών προϊόντων (σουβενίρ και τοπικά προϊόντα) συνδέεται με ευρύτερους αναπτυξιακούς στρατηγικούς στόχους, όπως η ενίσχυση του δημιουργικού πολιτιστικού τομέα (που συχνά αποκαλείται και «δημιουργική βιομηχανία της χώρας»), μέσω της οποίας μπορεί να ενισχυθεί αποτελεσματικά και ο κλάδου του ελληνικού σχεδίου (Greek design), αλλά και η ριζική αναβάθμιση της στήριξης και ενίσχυσης του κλάδου της αγροτοδιατροφής, π.χ. με ένα συντεταγμένο και μακροπρόθεσμο σχέδιο για τα ΠΟΠ προϊόντα (προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης), αλλά και ευρύτερα για τα προϊόντα επώνυμων ελληνικών ετικετών (branded προϊόντα).

* Αγγελική Μητροπούλου, επιστημονική συνεργάτιδα ΕΝΑ, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου – Ανάλυση στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο