Η βία που έχει σημαδέψει αρκετούς δήμους τις τελευταίες ημέρες μετά τον τραγικό θάνατο του νεαρού Ναέλ δεν εξέπληξε όσους γνωρίζουν το πλαίσιο εκδίπλωσης της βίας. Τα συστατικά που ήταν στη ρίζα των ταραχών του 2005 είναι δυστυχώς ακόμα παρόντα και με αυτά έρχεται αντιμέτωπη, μάλλον αμήχανα, η κεντρώα πλειοψηφία του Εμμανουέλ Μακρόν.
Μίσος για την αστυνομία
Το «μίσος» είναι μια συναισθηματικά δυνατή λέξη, αλλά είναι η κατάλληλη λέξη για τις ταραχές στη Γαλλία, παλαιότερες και νέες. Το πλαίσιο αυτών των φτωχικών προαστίων, όπου ξεσπούν και πάλι επεισόδια εδώ και πέντε ημέρες, είναι ένα πλαίσιο γενικής εχθρότητας των νέων προς την αστυνομία. Σε αυτές τις γειτονιές ευδοκιμεί μια παράλληλη οικονομία, μια οικονομία εκτός του νόμου, χάρη στην οποία ευσταθούν οικονομικά νέοι. Η αστυνομία παρεμβαίνει για να καταστείλει αυτές τις εγκληματικές δραστηριότητες ή τουλάχιστον να ελέγξει την έκτασή τους, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας.
Αυτό το έκρυθμο πλαίσιο παράγει δύο συνέπειες. Καταρχάς, αναπόφευκτα δημιουργεί εντάσεις μεταξύ των νέων και της αστυνομίας, καθώς οι αστυνομικές παρεμβάσεις και έλεγχοι είναι πιο συχνοί εκεί παρά αλλού. Πολλοί νέοι ελέγχονται, ακόμη και αυτοί που δεν συμμετέχουν στην παραοικονομία. Είναι μια μορφή στατιστικής διάκρισης (κάθε νέος είναι ένας πιθανός ύποπτος) που τροφοδοτεί ένα αίσθημα εξοστρακισμού, στο οποίο θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω.
Η δεύτερη συνέπεια είναι η διάδοση μιας αποκλίνουσας κουλτούρας. Η ζωή σε μια γειτονιά όπου αυτές οι παραβατικές δραστηριότητες αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής μπορεί να δημιουργήσει δύο είδη αντιδράσεων, είτε έξοδο , φυγή, είτε αφοσίωση, ένα αίσθημα πίστης, αλληλεγγύης, Όσοι επιλέγουν να φύγουν έχουν μόνο μια ιδέα στο μυαλό τους: να φύγουν από αυτές τις παθογενείς γειτονιές όπου η επιτυχία εκτός των πλαισίων της παράλληλης οικονομίας είναι εξαιρετικά προβληματική. Αυτοί που επιλέγουν την πίστη, δεν καταδικάζουν τους φίλους τους που εμπλέκονται σε σωματεμπορία και εμπόριο ουσιών. Ένα είδος ιθαγενούς θεωρίας της σχετικής απογοήτευσης τελικά επικρατεί. Για να επιβιώσεις δεν υπάρχει άλλη λύση από το να αψηφάς τον νόμο.
Το αίσθημα του συλλογικού εξοστρακισμού
Αυτό το συναίσθημα βασίζεται στην ιδέα ότι η ομάδα στην οποία ανήκουν (εθνοτική ή θρησκευτική) είναι, στο σύνολό της, θύμα εξοστρακισμού από την κοινωνία υποδοχής, την «επίσημη κοινωνία», για να χρησιμοποιήσουμε έναν μπακουνικό όρο. Αυτό είναι ένα πολύ πιο διαδεδομένο συναίσθημα στους νέους ξένης καταγωγής ή μουσουλμανικής πίστης από ό,τι μεταξύ άλλων νέων.
Αυτό το μέρος της νεολαίας είναι επομένως απόλυτα πεπεισμένο ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με μια θεμελιωδώς εχθρική κοινωνία της οποίας η αστυνομία είναι η ένοπλη πτέρυγα.
Η πολιτική της πόλης που ήθελε να προωθήσει την κοινωνική πολυμορφία απέτυχε. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο: μια διαρκώς αυξανόμενη συγκέντρωση φτωχών νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν υλικές δυσκολίες.
Σε σύγκριση με το 2005, η αξιοσημείωτη αύξηση της προσχώρησης των νέων ξένης καταγωγής στο Ισλάμ έχει επίσης αυξήσει την πολιτιστική απόσταση που χωρίζει αυτό το τμήμα της νεολαίας από την υπόλοιπη κοινωνία. Οι κανόνες της ανεξιθρησκίας στο σχολείο είναι ανεπαρκώς αποδεκτοί και μερικές φορές καταστρατηγούνται. Η εφαρμογή τους βιώνεται από αυτούς τους νέους ως αδικία και διακρίσεις.
Συνολικά, το αίσθημα του ανήκειν στο Έθνος είναι αδύναμο και μάλλον καταρρέει.
Τα ελαττώματα στο σχολικό σύστημα
Το σχολείο έχει εν μέρει αποτύχει στην αποστολή του για ένταξη. Παρέμεινε σταθερό σε ένα υποτιθέμενο καθολικό μοντέλο που στην πραγματικότητα παράγει ανισότητα εφαρμόζοντας ομοιόμορφες συνταγές σε ένα ολοένα και πιο διαφορετικό κοινωνικά και πολιτισμικά κοινό. Το σχολείο έχει επίσης παραμελήσει το έργο της δημοκρατικής ολοκλήρωσης: ηθική διάπλαση και αγωγή του πολίτη δεν εφαρμόστηκαν πραγματικά ή εφαρμόστηκαν μόνο με αυτοσχέδιο τρόπο. Και η ευθύνη βαραίνει τις κεντρώες και κεντροδεξιές κυβερνητικές πλειοψηφίες, οι οποίες σκέπτονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα με όρους σχεδόν αποκλειστικά «κόστους – οφέλους».
Ένα μέρος του κόστους αυτού πληρώνει τώρα ο μακρονισμός.