Στη διάθεση της Ελλάδας θέτουν εαυτούς οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Στην πρώτη τους συνέντευξη μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, οι Παύλος και Νικόλαος Γλύξμπουργκ ξεκαθαρίζουν ότι δεν είχαν και δεν έχουν καμία πρόθεση να εμπλακούν στα πολιτικά πράγματα της χώρας, λένε ότι θέλουν να βοηθήσουν το λαό, εκφράζουν το παράπονό τους για την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και… αποκηρύσσουν το επίθετο Γλύξμπουργκ. Κυρίως όμως, δηλώνουν ότι αισθάνονται και ότι είναι Έλληνες. «Στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα», είναι η χαρακτηριστική φράση του Νικόλαου.
Μιλώντας στην εκπομπή “365 στιγμές” και στη Σοφία Παπαϊωάννου, στην ΕΡΤ1, ο Παύλος και ο Νικόλαος εξηγούν πώς βίωσαν την περίοδο μετά την κατάργηση της βασιλείας, αλλά και πώς ήταν να μεγαλώνουν ως παιδιά ενός βασιλιά χωρίς βασίλειο. Μίλησαν επίσης για την απώλεια του πατέρα τους, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε εκείνος όσα είχαν συμβεί, αν θεωρούσε ότι είχε κάνει κάπου λάθος.
Η δημοσιογράφος ρώτησε τον Παύλο πώς συστηνόταν και πώς συστήνεται, καθώς και για το θέμα του πριγκιπικού τίτλου. «Συστηνόμουν Παύλος. Όταν γίνεται μια συζήτηση και καθένας μιλά με τον άλλο, γίνεται και μια συζήτηση για το ποιος είναι. Σε άλλους ήταν ενδιαφέρον, σε άλλους όχι. Αλλά ήταν και κάτι που ήξερα, γιατί είχα ζήσει σε παλάτι. Με την ξαδερφή μου, στη Δανία, αλλά και με τον ξάδερφό μου, τότε πρίγκιπα και σήμερα βασιλιά της Ισπανίας Φελίπε, με τον οποίο κάναμε φοιτητική ζωή». Όσο για το πώς λέγεται σήμερα: «Συνήθως λέω Παύλος of Greece. Άλλοι με λένε Prince Pavlos. Σε μια σύσκεψη για τη δουλειά μου, λέω ότι είμαι ο Παύλος of Greece. Ξέρετε, το πρίγκιπας Παύλος είναι τίτλος, δεν έχουμε ντοκουμέντο που να το γράφει, αλλά είμαι γεννημένος πρίγκιπας. Τα παιδιά μου είναι γεννημένα από εμένα άρα είναι και αυτά πρίγκιπες. Το αν είμαστε πρίγκιπες σε μια εργατική θέση, δεν είμαστε, αλλά είμαστε γεννημένοι πρίγκιπες. Γι’ αυτό το όνομά μας είναι δύσκολο. Μας αποκαλούν με άλλα ονόματα επειδή ο παππούς μας είχε έρθει εδώ χωρίς άλλο όνομα. Η βασιλεία καταργήθηκε, αλλά εμείς είμαστε γεννημένοι πρίγκιπες. Δεν είναι ότι παίρνουμε τη θέση με το να μας αποκαλεί κάποιος έτσι».
Ο αδερφός του λέει ότι «συστηνομαι Νικολαος. Υπάρχουν άνθρωποι που με συστήνουν ως πρίγκιπα, άλλοι που με συστήνουν κύριο Νικόλαο. Τυχαίνει να είχα τον τίτλο όταν γεννήθηκα, αλλά δεν το ζητάω ποτέ να με αποκαλέσει κανείς υψηλότατο, πρίγκιπα ή κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε, αυτά είναι θέματα άλλης εποχής. Αν κάποιος θέλει να με αποκαλέσει πρίγκιπα, δεν θα τον αποτρέψω για να μην τον προσβάλλω, αλλά δεν το ζητάω ποτέ».
Στο ερώτημα γιατί δεν δηλώνουν ένα επίθετο για να ξεκινήσει η επίλυση του ζητήματος της ιθαγένειας που τους έχει αφαιρεθεί, ο Παύλος απαντά: «Έχω επίθετο. Της Ελλάδος. Με αυτό ήμασταν πάντα, γιατί να αλλάξω το επίθετό μας; Όταν έγινε αυτός ο νόμος, ήταν για να μας επιτεθούν. Όταν ζήσαμε τόσα χρόνια εκτός Ελλάδος χωρίς να δημιουργήσουμε πρόβλημα στο πολίτευμα, όταν πρόβλημα δεν ήταν υπήρξε ποτέ… δεν καταλαβαίνω γιατί». Εξηγεί δε ότι το “της Ελλάδας”, δεν είναι τίτλος, αλλά όνομα. «Όπου και αν πάω, με αποκαλείτε με όποιο όνομα θέλετε. Εγώ είμαι ο Παύλος και είμαι αυτός που είμαι. Με αυτό γεννήθηκα, με αυτό έχουν περάσει όλη τους τη ζωή οι απόγονοί μου».
«Είμαστε Έλληνες, το Γλύξμπουργκ δεν είναι δικό μας όνομα»
Ο Νικόλαος λέει ότι «δεν είναι θέμα επιλογής επιθέτου. Είχα ιθαγένεια. Μας αφαιρέθηκε. Εννοείται ότι τη θέλω. Το να σου αφαιρέσουν την ιθαγένεια είναι κάτι γραφειοκρατικό. Το αν είμαι Έλληνας, το ξέρω εγώ. Στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα. Είμαι Έλληνας και δε μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς αυτό. Αν υπάρχει βουλήση, δεν είμαι αρμόδιος εγώ για το επίθετο, θα το βρούμε».
Εξηγεί ότι γεννήθηκε Ιταλία, πήγε Δανία και μετά πήγε Λονδίνο και Νέα Υόρκη για σπουδές. «Παντού αισθανόμουν ξένος. Στην Αγγλία, είμαι ευγνώμων, υπηρέτησα, έζησα, έμαθα τα ήθη και τα έθιμά τους, το χιούμορ τους, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα Άγγλος. Μόλις ήρθα εδώ, αισθάνθηκα ότι εδώ είναι ο τόπος μου. Οι φιλέλληνες είναι ξένοι, αλλά εγώ είμαι Έλληνας. Ήρθα Ελλάδα, την αγαπάω και θέλω να υπηρετήσω αλλά είμαι Έλληνας».
Σε σχετικό ερώτημα, ο Παύλος απαντά ότι «το επίθετο Γλύξμπουργκ, δεν είναι δικό μου. Είναι μια καταγωγή της οικογένειας. Όταν το θέμα πήγαμε στα δικαστήρια και εδώ και στη Δανία και υπάρχουν χαρτιά που λένε ότι λένε ότι το όνομά μας δεν είναι Γλύξμπουργκ. Το Γλύξμπουργκ είναι ένα από τα κάστρα της οικογένειας που τη πήρε η Γερμανία από τη Δανία. Στους τάφους των προγόνων μας γράφει Πρίγκιπας της Ελλάδας και της Δανίας. Είναι εύκολο να το δώσει κανείς το όνομα Γλύξμπουργκ και επειδή οι Γερμανοί ήταν οι κακοί του πολέμου, ώστε να μας κάνουν να φαινόμαστε χειρότεροι. Είμαι Έλληνας. Όπου και να ζω, όπου και να κάνω το σπίτι μου, η αγαπή μου και οι ρίζες μου είναι εδώ».
«Δεν θέλουμε να γίνουμε πολιτικοί, θέλουμε να υπηρετήσουμε την Ελλάδα»
Ο Παύλος λέει ότι όταν ήταν μικρότεροι, «υπήρχε η αίσθηση ότι μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα και να γίνω βασιλιάς, αλλά μετά καταλάβαμε ότι αυτά ήταν λόγια που μας έλεγαν οι γύρω μας -όχι ο πατέρας. Τελειώνεις το σχολείο, το πανεπιστήμιο πας στρατό και μετά πρέπει να εργαστείς. Εκεί καταλάβαμε ότι όλα τα άλλα ήταν της ιστορίας. Αυτό που μας έδωσε και άφησε ο πατέρας ήταν η αγάπη για τη χώρα μας. Αλλά επειδή δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε, πάντα μας έλεγε το να προσφέρεις στη χώρα μας είναι το πιο σημαντικό και γι’ αυτό συνεχίζουμε να θέλουμε να προσφέρουμε. Είχαμε πάντα το όραμα ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε. Να κάνεις καριέρα και να έχεις αυτό στο νου σου, είναι δύσκολο. Πρέπει να δουλεύουμε πιο ήπια, πίσω από κλειστές ώρες. Οπότε, μπορώ να προσφέρω ως αυτό που είμαι. Να περνάω, για παράδειγμα, ένα μήνυμα στο βασιλία της Δανίας, της Ισπανίας, της Αγγλίας όταν χρειάζεται. Γιατί σε μια οικογένεια αυτό γίνεται πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι με πολιτικούς».
Ο Νικόλαος, όταν ακούει αυτό το ερώτημα, γελάει. «Δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες», λέει. «Είχε ακουστεί για κάποιο χρονικό διάστημα την τελευταία πενταετία ότι θα ξεκινήσω δικό μου κόμμα, ότι θα κατέβω στην πολιτική… ήταν ψέμα. Δεν το είχα σκεφτεί, δεν είχα σκοπό. Αλλά επειδή ακούστηκε και μου το ζήτησαν διάφοροι, άνθρωπος είμαι, το σκέφτηκα, το έβαλα κάτω κι αποφάσισα ότι δεν είναι για μένα. Δεν ήθελε και ο πατέρας, αλλά το σκέφτηκα νηφάλια και ήρεμα. Αν μπαίνοντας στην πολιτική θα προσφέρεις πολλά περισσότερα στην πατρίδα σου, να το σκεφτώ, αλλά δεν βρήκα κάποιον τέτοιο που θα έχει επιχειρήματα να με πείσει. Άνθρωποι στο δρόμο μου το ζητάνε, φίλοι επιχειρηματίες και άλλοι μου το έχουν ζητήσει, αλλά πολιτικό κόμμα όχι. Σκοπός μου είναι να προσφέρω με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ. Είτε ως ιδιώτης, είτε ως εθελοντής, είτε ως Έλληνας που ταξιδεύει στο εξωτερικό και μιλά με ανθρώπους που έχουν επιρροή σε αποφάσεις, πάντα για το καλό της πατρίδας».
Στη συνέχεια τα δύο αδέρφια αναφέρονται στις πρωτοβουλίες που έχουν πάρει. «Έχουμε ξεκινήσει το Axion Hellas», λέει ο Νικόλαος, «με σκοπό να προσφέρουμε ό,τι καλύτερο στην κοινωνία. Να βοηθήσουμε στις ακριτικές αρχικά, νησιωτικές κοινωνίες με προληπτικές ιατρικές εξετάσεις. Πάμε να βοηθήσουμε με απώτερο σκοπό να διατηρήσουμε τις κοινωνίες να παραμείνουν εκεί. Η Ελλάδα είναι ένα τεράστιο κόσμημα και οι πολύτιμες πέτρες είναι τα νησιά της και οι ακριτικές κοινωνίες που δίνουν ζωντάνια στη χώρα μας».
Ο Παύλος λέει ότι «πάντα ήθελα να ασχοληθώ με εθελοντισμό στην Ελλάδα Στην Αγγλία υπήρχε το Prince’s Trust που βοηθά τη νεολαία να βρίσκει δουλειά, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν δυσκολίες, είτε έχουν φύγει νωρίς από το σχολείο, με τη φυλακή, ναρκωτικά. Μου ζήτησαν βοήθεια και είπα βεβαίως, αλλά πρώτα να κάνουμε στην Ελλάδα. Τότε είχαμε κρίση και η χώρα μας ήταν πρώτη στην ανεργία στην ΕΕ, οπότε με ένα φίλο και με τη βοήθεια του “Άννα Μαρία” βρήκαμε τον τρόπο. Έξι χρόνια τώρα, βοηθήσαμε 3.000 νέους να βρουν εργασία, 67 νέες εταιρείες που έχουν ανοίξει με τη βοήθειά μας και εγώ θέλω να συνεχίσω σε έναν τέτοιο κλάδο».
«Τέλειωσε το θέμα της βασιλείας»
Και οι δύο ξεκαθαρίζουν ότι «έχει τελειώσει το θέμα της βασιλείας, όπως και και για κάθε Έλληνα. Ο λαός αποφάσισε, έγινε δημοψήφισμα, δεν υπάρχει αλλαγή του πολιτεύματος ,είναι κάτι που είναι ιστορία και δε συνεχίζεται».
Ο Παύλος ερωτάται εάν ο πατέρας του, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, ήθελε να γυρίσει πίσω. «Εάν κάποιος είχε γίνει βασιλιάς και άλλαζε το σύνταγμα και έφευγε και ξαφνικά του έλεγε κάποιος, έλα πίσω, θα ερχόταν. Αλλά δεν το επιδίωξε ποτέ. Πάντα υπήρχαν κάποιοι που τον ήθελαν ως βασιλιά, αλλά ποτέ δεν έγινε πράξη τέτοια. Το σύνταγμα δεν αλλάζει χωρίς δημοψήφισμα και ποτέ δεν έβαλε το χέρι του για να γίνει κάτι τέτοιο. Ήθελε μόνο να γυρίσει στην Ελλάδα και το κατάφερε».
Τα δύο αδέρφια λένε πως προσπαθούν να ξεπεράσουν την απώλεια του πατέρα τους, ο οποίος «ήταν αυστηρός αλλά πολύ αγαπητός. Τον βάραινε πάντα η ιστορία αλλά ήξερε πώς να διαλέξει τη στιγμή να είναι πατέρας μαζί με τα παιδιά και να είναι και αυτός που ήταν όποτε χρειαζόταν».
Πώς τον βάραινε λοιπόν η ιστορία τον Κωνσταντίνο; Ο Παύλος λέει πως όλα αυτά που είχε περάσει η Ελλάδα, ο Β΄ Παγκόσμιος, ο εμφύλιος βάραιναν τον Κωνσταντίνο ως νέο βασιλιά. «Όταν έφυγε ήταν δύσκολο επειδή ήθελε να βοηθήσει τη χώρα του και δε μπορούσε από εκεί, οπότε τον βλέπαμε να επιβαρύνεται. Ήθελε να δουλεύει με νέους, ιστιοπλοϊα και ολυμπιακούς αγώνες, αυτά ήταν η μεγάλη του αγάπη».
Και ο Νικόλαος και ο Παύλος λένε πως ο πατέρας τους φρόντισε να τους μεγαλώσει με ελληνική παιδεία και με Έλληνα καθηγητή στο σπίτι. Ο Παύλος λέει ότι ήθελε να υπηρετήσει στην Ελλάδα, «όμως καταλαβαίνετε ότι θα ήταν δύσκολο. Και για να είναι σωστός, έκανε τη θητεία του σε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, όπως λέει ο νόμος».
Ο Νικόλαος λέει ότι «περίμενα πώς και πώς να μου έρθει το χαρτί και να υπηρετήσω στον Ελληνικό Στρατό, αλλά δεν ήρθε ποτέ και δε μπορούσα να πάω εγώ και να το ζητήσω. Αν μπορούσα να ζητήσω ρουσφέτι από κάποιον υπουργό Αμύνης, θα ήταν να με βάλει να υπηρετήσω».
«Ο πατέρας μας πίστευε ότι έκανε σωστά τα πράγματα»
Ο Παύλος ρωτήθηκε αν ο Κωνσταντίνος έκανε την αυτοκριτική του και κατέληξε πως είχε κάπου λάθος. «Ο πατέρας μου σκεφτόταν πώς να κρατήσει τη χώρα δεμένη και ενωμένη. Όταν έγινε το πραξικόπημα έκανε το παν για να μείνει η χώρα ενωμένη. Ο πατέρας του, του είχε πει να μην αφήσει Έλληνα να χύσει αίμα Έλληνα. Ο εμφύλιος του είχε χαραχτεί. Όταν έφτασε λοιπόν η ώρα του αντιπραξικοπήματος, φοβήθηκε. Έλεγε ότι το λάθος του ήταν ίσως που είχε στείλει στον πρωθυπουργό ένα πολύ δυνατό γράμμα και έγινε ρήγμα μεταξύ τους Προσπαθούσε να προσφέρει το καλύτερο για την πατρίδα και συνέχιζε πάντα να πιστεύει ότι ήταν τα σωστά πράγματα αυτά που έκανε».
Ο Νικόλαος, στο ίδιο ερώτημα, απαντά: «Γνωρίζοντάς τον και έχοντας δει τον τρόπο που συμπεριφερόταν και με τις κουβέντες που έκανε, η δική μου εκτίμηση είναι πως ένα λάθος που έκανε και που είναι εύκολο να το πούμε κατόπιν εορτής, είναι να ότι την εποχή του δημοψηφίσματος θα έπρεπε να έχει επιστρέψει. Εκείνη την εποχή είχε κάποιους ανθρώπους εμπιστοσύνης που του είπανε ότι θα ασχοληθούν εκείνοι με κάποια θέματα ώσπου να επιστρέψει. Αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν στην εμπιστοσύνη που τους έδειξε. Επίσης, τις περίφημες επιστολές θα μπορούσε να τις έχει διαχειριστεί με άλλο τρόπο. Δε θέλω να είμαι συνήγορός του, αλλά ως Έλληνας πολίτης που διαβάζει ιστορία, ο πατέρας μου είχε σοφία και νηφαλιότητα. Αυτή την απέκτησε με την εμπειρία, με τα χρόνια. Την εποχή που έγιναν αυτά ήταν 24 ετών. Ίσως λοιπόν να τα είχε κάνει διαφορετικά αν είχε αυτή τη σοφία και την εμπειρία».