Η κεντρική πολιτική δέσμευση του πρωθυπουργού για αύξηση του μέσου μισθού στην Ελλάδα στα 1.500 ευρώ μέσα στην τετραετία, έχει προκαλέσει ερωτήματα στην αγορά, ακόμη και την αγωνία πολλών εργοδοτών σχετικά με το κατά πόσο θα μπορέσουν να σηκώσουν το πρόσθετο οικονομικό κόστος.
Κατά συνέπεια, το να εξηγήσει τη «συνταγή» που θα φέρει την αύξηση κατά 25% στον μέσο μισθό στην Ελλάδα, θα είναι μια από τις βασικές προτεραιότητες του πρωθυπουργού στο πλαίσιο της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων.
Τα «συστατικά» έχουν ήδη επιλεγεί. Ποιο είναι το βασικότερο; Η επιμονή στις πολιτικές που θα ενισχύουν την ανάπτυξη και μάλιστα με όσο το δυνατόν περισσότερες εξαγωγές και όσο το δυνατόν περισσότερες επενδύσεις. Η σύλληψη είναι πολύ απλή: αύξηση μισθού κατά 25% σε μια χώρα με ετήσιο ΑΕΠ 208 δισ. ευρώ (σ.σ τόσο ήταν το 2022) μπορεί να οδηγήσει σε κύμα απολύσεων.
Με το ΑΕΠ όμως στα 260 δισ. ευρώ (σ.σ εκεί μπαίνει ο πήχης στο τέλος της 4ετίας) η αύξηση και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ φαντάζει απολύτως εφικτή: 25% η αύξηση του ΑΕΠ, 25% η αύξηση και του μέσου μισθού που απλώς θα «παρακολουθεί» την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας.
Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι ο στόχος για μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ δεν θα υλοποιηθεί ούτε με κρατική διαταγή – ένα από τα επιχειρήματα που υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ- ούτε και θα γίνει άμεσα.
Σήμερα, ο μέσος μισθός (δηλαδή το άθροισμα της μισθολογικής δαπάνης στον ιδιωτικό τομέα δια τον αριθμό των εργαζομένων) ανέρχεται περίπου στα 1176 ευρώ. Πώς θα ανεβαίνει επίπεδο χρόνο με τον χρόνο;
- Πρώτον με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Η κυβέρνηση έχει ξακαθαρίσει – το έκανε και χθες δια του υπουργού Εργασίας – ότι τον τελικό λόγο για τον προσδιορισμό θα τον έχει η κυβέρνηση και όχι οι κοινωνικοί εταίροι. Άρα, στις αρχές του 2024, θα ξεκινήσει η διαδικασία επαναπροσδιορισμού του κατώτατου μισθού με βάση την πορεία του πληθωρισμού, του ΑΕΠ αλλά και άλλων οικονομικών δεικτών. Θα ληφθούν υπόψη οι εκτιμήσεις και των κοινωνικών εταίρων, και της Τράπεζας της Ελλάδας και η κυβέρνηση θα καταλήξει σε ένα ποσοστό που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την βασική επιδίωξη που είναι να μειωθεί περαιτέρω η ανεργία.
- Δεύτερον με τη συνέχιση της πολιτικής επιδοτήσεων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αλλά και τη μετατροπή ολοένα και περισσότερων θέσεων μερικής απασχόλησης σε δουλειές πλήρους απασχόλησης.
- Τρίτον με το ξεκαθάρισμα του τοπίου όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα ξεπαγώσουν οι λεγόμενες «τριετίες». Από το 2011 και μετά, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν παίρνουν αυξήσεις όταν συμπληρώνουν 3ετία στην αγορά εργασίας. Αυτό θα αλλάξει με το που θα πέσει η ανεργία κάτω από το 10% κάτι που προβλέπεται άλλωστε από τον μνημονιακό νόμο του 2012. Το υπουργείο Εργασίας, θα ξεκαθαρίσει από τώρα το πώς θα ξεπαγώσουν οι 3ετίες ακριβώς για να μην υπάρξει αιφνιδιασμός της αγοράς. Το ζητούμενο είναι να μην κληθούν οι εργοδότες να καταβάλλουν απότομα σημαντικές αυξήσεις (σ.σ κάθε τριετία ισοδυναμεί με +10% στον μισθό) κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας.
Τα 1.500 ευρώ είναι ένας μέσος όρος και όχι ο μισθός που θα λαμβάνει κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας. Κάθε φορά που αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, ο μέσος μισθός ανεβαίνει. Κάθε φορά που μια θέση μερικής εργασίας μετατρέπεται σε θέση πλήρους απασχόλησης, ο μέσος μισθός ανεβαίνει.
Κάθε φορά που μειώνεται η ανεργία, ο μέσος μισθός αυξάνεται καθώς ο εργαζόμενος αποκτά μεγαλύτερο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα απέναντι στον εργοδότη του. Άλλη η διαπραγματευτική θέση του εργαζόμενου όταν η χώρα μέτραγε 1,3 εκατομμύρια ανέργους, και άλλη τώρα που είναι 500.000.
Κάθε φορά που αυξάνεται η συμμετοχή των επενδύσεων και των εξαγωγών στο ΑΕΠ, ο μέσος μισθός αυξάνεται καθώς η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας απαιτεί και ικανότερους (άρα και καλύτερα αμειβόμενους) εργαζόμενους.
Αύξηση του μέσου μισθού κατά 25% και αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 25% σε μια χώρα που θα αυξήσει το ονομαστικό της ΑΕΠ κατά 25% σε βάθος τετραετία είναι κάτι εφικτό. Πολιτική αυξήσεων που δεν θα αντέξει η αγορά, δεν θα ακολουθηθεί και αυτό αναμένεται να καταστεί σαφές στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων. Το αντίθετο: Στόχος είναι, στο τέλος της 4ετίας, ο αριθμός των ανέργων να έχει υποχωρήσει αισθητά κάτω από τα 450.000 άτομα, έναντι περίπου 510.000 που είναι σήμερα.