Nέα της αγοράς

S&P: Η προστασία της ρευστότητας θα κοστίσει αρκετά στις ευρωπαϊκές τράπεζες

S&P: Η προστασία της ρευστότητας θα κοστίσει αρκετά στις ευρωπαϊκές τράπεζες

Πηγή Φωτογραφίας: Διαδίκτυο

Οι τεράστιες αλλαγές στη νομισματική πολιτική στην Ευρώπη τους τελευταίους 12-18 μήνες φέρνουν στο επίκεντρο τα προφίλ χρηματοδότησης των τραπεζών της περιοχής.

Οι τεράστιες αλλαγές στη νομισματική πολιτική στην Ευρώπη τους τελευταίους 12-18 μήνες φέρνουν στο επίκεντρο τα προφίλ χρηματοδότησης των τραπεζών της περιοχής. Η S&P Global Ratings πιστεύει ότι τα προφίλ χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν ανταποκριθεί σχετικά καλά στις μέχρι τώρα αλλαγές. Ωστόσο, το κόστος χρηματοδότησης αναπόφευκτα θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς η αγορά καταθέσεων γίνεται πιο σφιχτή και ο ανταγωνισμός αυξάνεται. Ως αποτέλεσμα, αναμένει ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIM) και τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των ευρωπαϊκών τραπεζών θα κορυφωθούν αργότερα φέτος. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι θα κορυφωθούν το 2024, ενώ τονίζει πως οι θέσεις ρευστότητας και χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών είναι επαρκείς.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει η S&P,  οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό το κόστος χρηματοδότησής τους σε χαμηλά επίπεδα από τα μέσα του 2022, παρά την αύξηση των επιτοκίων. Συνολικά, ο μέσος όρος beta καταθέσεων – το μερίδιο της αύξησης των επιτοκίων πολιτικής που περνούν οι τράπεζες στα επιτόκια των καταθέσεων – είναι μόνο 20%, το οποίο, για τις τράπεζες, συγκρίνεται ευνοϊκά με ιστορικά προηγούμενα. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών, με τα beta καταθέσεων να κυμαίνονται από μόνο περίπου 5% στην Κύπρο, την Ιρλανδία και την Ισπανία έως πάνω από 30% στη Γαλλία και το Λουξεμβούργο. Στην Ελλάδα διαμορφώνονται λίγο χαμηλότερα από το 10%. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η ανατιμολόγηση των καταθέσεων ήταν πολύ πιο αργή και λιγότερο έντονη από την αύξηση των επιτοκίων πολιτικής, με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Τσεχία.

Η S&P βλέπει δύο βασικούς λόγους αυτών των διαφορών. Ένας βασικός λόγος για τη διαφορά στα beta των καταθέσεων είναι η συνολική διαθεσιμότητα χρηματοδότησης καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, ένα μέτρο της οποίας είναι ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις. Το 2005-2006, ο μέσος δείκτης δανείων προς καταθέσεις στην ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 138%, έναντι 95% σήμερα. Επιπλέον, η πρόσφατη Επισκόπηση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΚΤ δείχνει ότι η μετακύλιση των επιτοκίων στους καταθέτες τείνει να είναι μικρότερη σε τράπεζες με μεγαλύτερη ρευστότητα.

Ένας άλλος λόγος για τη διαφορά στα beta των καταθέσεων είναι η ταχύτητα της αύξησης των επιτοκίων, καθώς η μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στους καταθέτες απαιτεί χρόνο και η ΕΚΤ ήταν πολύ πιο γρήγορη στην αύξηση των επιτοκίων πολιτικής της αυτή τη φορά. Τέλος, ο βαθμός ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών μπορεί να ήταν μεγαλύτερος πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερος ανταγωνισμός για τις καταθέσεις.

Το 2023-2024, ο οίκος αναμένει ότι η προστασία της ρευστότητας θα έχει αυξανόμενο κόστος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη μείωση του ισολογισμού της θα συνεχίσουν να αποστραγγίζουν ρευστότητα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και πιθανότατα να οδηγήσουν σε εκροές καταθέσεων. Η S&P αναμένει ότι η ποσοτική σύσφιξη, το γνωστό QT, θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκροές καταθέσεων περίπου 400 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις τράπεζες της ευρωζώνης έως το τέλος του 2023, που αντιπροσωπεύουν το 3,2% του συνόλου των καταθέσεων πελατών. Ωστόσο, με την απότομη μείωση της αύξησης των δανείων και τους αυξημένους δείκτες χρηματοδότησης και ρευστότητας, το βασικό σενάριο του οίκου παραμένει ότι αυτές οι πιέσεις χρηματοδότησης θα αντιπροσωπεύουν μια πρόκληση κόστους και όχι ένα πρόβλημα διαθεσιμότητας χρηματοδότησης.

Ο οίκος αναμένει ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIM) των ευρωπαϊκών τραπεζών θα κορυφωθούν αργότερα αυτό το έτος. Ωστόσο, οι τάσεις του NIM ποικίλλουν μεταξύ των τραπεζικών συστημάτων. Η διεύρυνση του NIM ήταν ιδιαίτερα έντονη στην πρώιμη φάση αυτού του κύκλου για τις τράπεζες στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο και αναμένεται αύξηση 40%-50% στα NIM μέχρι το τέλος του 2023 σε σύγκριση με το τέλος του 2021. Αντίθετα, οι αυξήσεις του NIM ήταν πολύ πιο περιορισμένες στην Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ελβετία και αναμένονται μόνο μονοψήφιες έως χαμηλές διψήφιες αυξήσεις κατά την ίδια διετία.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η S&P αναμένει πως η κορύφωση των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων θα έλθει το 2024. Μάλιστα, εξετάζοντας τους δείκτες κάλυψης ρευστότητας, τους δείκτες χρηματοδότησης και τους δείκτες καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων των ελληνικών τραπεζών, ο οίκος αξιολογεί ως επαρκείς τις θέσεις ρευστότητας και χρηματοδότησης για το σύνολο του κλάδου.

Η κορύφωση των NIM και η επιβράδυνση της αύξησης των δανείων αναμένεται να οδηγήσουν στη συνέχιση της αύξησης των NII με χαμηλά διψήφια ποσοστά το 2023, αλλά στη συνέχεια θα σταθεροποιηθούν. Μετά από άνοδο κατά 17% το 2022, η S&P αναμένει ότι τα NII θα αυξηθούν κατά 12% περαιτέρω το 2023, αλλά μόνο κατά 3% το 2024. Αν και αυτή η τάση είναι κοινή σε όλα τα ευρωπαϊκά τραπεζικά συστήματα, ο αντίκτυπός της θα ποικίλλει, καθώς η συνεισφορά των NII στα συνολικά έσοδα ποικίλλει ευρέως, από περίπου 45% στη Γαλλία και την Ελβετία σε περισσότερο από 70% στην Ιρλανδία και την Ολλανδία.

Πάντως για την Ελλάδα η S&P αναμένει ότι η αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων το 2024 θα κινηθεί υψηλότερα από τον μέσο όρο και στο 5%, που θα είναι η δεύτερη υψηλότερη αύξηση μετά από αυτήν των τραπεζών της Γαλλίας (9%).

Πηγή: capital.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments