Η βούληση της Νέας Δημοκρατίας, εφόσον εκλεγόταν κυβέρνηση, να επιχειρήσει να αλλάξει τη συνταγματική διάταξη περί ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και να καταστήσει δυνατή τη λειτουργία των λεγόμενων «ιδιωτικών πανεπιστημίων» ήταν γνωστή στους ψηφοφόρους πριν από τις δίδυμες εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου. Αυτό που δεν ήταν γνωστό, αφού μπήκε στη δημόσια συζήτηση, και μάλιστα εν είδει όχι απλής ιδέας αλλά εξαγγελίας από την εκλεγμένη πλέον κυβέρνηση, κατά τις προγραμματικές της δηλώσεις ενώπιον της Βουλής, ήταν η ύπαρξη μιας «άλλης οδού» για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος: της χρήσης του άρθρου 28 του Συντάγματος που ορίζει τα περί «διεθνών συμβάσεων» (παρ. 1), καθώς και «συμφωνιών και συνθηκών» (παρ. 2). Η προσθήκη αυτή εκτός από όψιμη είναι και προβληματική, καθώς γεννά μια σειρά από πολιτικά και συνταγματικά ζητήματα.
Η πρώτη σειρά ζητημάτων συνδέεται με τη δυνατότητα χρήσης του άρθρου 28 και τη μέσω αυτής παράκαμψη, στην ουσία παραβίαση, της απαγόρευσης που προκύπτει από το άρθρο 16 παρ. 5 («η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση και τελούν υπό την εποπτεία του κράτους») και 16 παρ. 8 («η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται»). Ως προς αυτό δεν χωρεί νομικός προβληματισμός: τέτοια, εντός συνταγματικής τάξης, δυνατότητα «παράκαμψης» δεν υφίσταται. Οχι μόνο γιατί, στο ελληνικό συνταγματικό σύστημα, όλες οι διατάξεις και όλα τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις έχουν ίση ισχύ, βρίσκονται στο ίδιο ιεραρχικό επίπεδο (δεν υπάρχουν διατάξεις και δικαιώματα που υπερισχύουν ή καταργούν άλλες διατάξεις και άλλα δικαιώματα), αλλά και λόγω του ίδιου του άρθρου 28 του Συντάγματος: σε αυτό αναφέρεται ρητά (παρ. 1) ότι οι διεθνείς συμβάσεις, από την ψήφισή τους, «υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου» – όχι του Συντάγματος. Αλλά και από πολιτική άποψη, θα ήταν από άκομψο έως παραπλανητικό, και για τους πολίτες και για τους θεσμούς, να εξαγγελθεί προεκλογικά μια μείζονος σημασίας μεταρρύθμιση (της μορφής της ανώτατης εκπαίδευσης) μέσω της σημαντικότερης και «βαρύτερης» διαδικασίας (της συνταγματικής αναθεώρησης) και να «ανακαλυφθεί» μετά τις εκλογές μια άλλη οδός, που παρακάμπτει και τη συνταγματική επιταγή για τα πανεπιστήμια και τη συνταγματική αναθεώρηση.
Η δεύτερη σειρά ζητημάτων απορρέει από την προτεινόμενη χρήση του άρθρου 28. Δεν είναι διόλου σαφές ούτε ποια διάταξη σκοπείται να χρησιμοποιηθεί, ούτε το αποτέλεσμα που θα επιφέρει. «Οργανα διεθνών οργανισμών» (παρ. 2) δεν πρόκειται να υπεισέλθουν, αφού τέτοια όργανα – της Ευρωπαϊκής Ενωσης – έχουν ήδη ρυθμίσει, με δεσμευτικό και για την Ελλάδα τρόπο, τα ζητήματα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με μη ικανοποιητικά, για τους θιασώτες των «ιδιωτικών πανεπιστημίων», αποτελέσματα. «Περιορισμός στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας», υπαγορευόμενος μάλιστα από «σπουδαίο εθνικό συμφέρον» (παρ. 3), δεν χωρεί – θα συνιστούσε θεσμικό πραξικόπημα – στην περίπτωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Μένουν οι υπό τον όρο της αμοιβαιότητας «διεθνείς συμβάσεις» της παρ. 1, οι οποίες, μετονομαζόμενες σε «συνθήκες» στο άρθρο 36 παρ. 2, συνομολογούνται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ισχύουν αφού ψηφιστούν με νόμο και μπορούν να περιέχουν «παραχωρήσεις» – πάντως, η «αμοιβαιότητα» δεν μπορεί να επιτρέψει κάμψη ή παραβίαση του ελληνικού Συντάγματος ή κανόνων που απορρέουν από αυτό.
Με τέτοιο νόμο, συνεπώς, θα μπορούσαν, για λόγους «οικονομικής συνεργασίας», να συναφθούν συμβάσεις της Ελλάδας με μεμονωμένες χώρες (ας πούμε με τη Γαλλία, λόγω δεσμών φιλίας, εθνικής και των αρχηγών), οι οποίες θα προέβλεπαν… τι ακριβώς άραγε; Πάντως όχι την ίδρυση ελληνικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όχι την εξάλειψη ή τη χαλάρωση της εποπτείας εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας. Ενα είδος «διακρατικών κολεγίων», υποκείμενων στην αρμοδιότητα του άλλου κράτους, όχι της Ελλάδας, χωρίς δυνατότητα να απονέμουν ελληνικούς πανεπιστημιακούς τίτλους. Αν αυτό επιθυμεί η κυβέρνηση, αμφιβάλλω αν αξίζει την παράκαμψη – δρόμου και νόμου – και πάντως δεν θα έχει τις συνέπειες που κάποιοι ονειρεύονται. Πόσες άραγε τέτοιες συμφωνίες, με πόσες και με ποιες χώρες, θα ήταν διατεθειμένη να συνάψει η κυβέρνηση, ώστε να πετύχει το παράλληλο σύστημα που επιθυμεί και που δεν θα είναι στην πράξη αυτό που θεωρητικά επιθυμεί;
Μένει η τελευταία σειρά, πιο πολιτικών, ερωτημάτων. Δεδομένου του «ατελούς» αποτελέσματος – όχι λειτουργία «ελληνικών ιδιωτικών πανεπιστημίων», όχι αυτόματη ισοτιμία πτυχίων -, τι επιδιώκεται με το εν λόγω πυροτέχνημα; Προηγούμενο ανάλογης χρήσης του άρθρου 28 δεν υπάρχει. Η οδός της συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16, η μόνη νομικά ορθόδοξη και πολιτικά καθαρή, κάθε άλλο παρά έχει αποκλειστεί: ήδη κατά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν απέκλεισε σύμπραξη του κόμματός του, επιφυλασσόμενος, φυσικά, και απολύτως εύλογα, για ικανοποιητικές ασφαλιστικές δικλίδες. Θα πρόσθετα: παρά τις πασιφανείς αδυναμίες της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, η στροφή στην «ιδιωτικοποίηση» όχι μόνο δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε καν είναι προτεραιότητα. Γιατί λοιπόν τέτοια βιασύνη – αμέσως τώρα, μόνο με την κρατική ισχύ, χωρίς συζήτηση, χωρίς δικλίδες; Δεν μπορώ προσωπικά να σκεφτώ άλλο ενδεχόμενο εκτός από τα δύο παρακάτω: ανειλημμένη, έναντι κάποιων, υποχρέωση ή βούληση επίδειξης ακραίου «φιλελευθερισμού» σε ένα πεδίο που καίει, αλλά και διχάζει, την ελληνική κοινωνία. Σε αμφότερα δεσπόζει, ως ελέφαντας στο αμφιθέατρο, το οικονομικό κέρδος – μόνο που η παιδεία, και δη η ανώτατη, και δη στη χώρα μας, (θα έπρεπε να) είναι κάτι άλλο.