Ελλάδα, Κύπρος και Αρμενία ενισχύουν τη στρατιωτική συνεργασία και τις ένοπλες δυνάμεις τους
Πηγή Φωτογραφίας: Eurokinissi (Αρχείου)
Η Ελλάδα, η Αρμενία και η Κύπρος πραγματοποίησαν τριμερείς συσκέψεις για την Άμυνα στις 5 Ιουλίου, με τις συζητήσεις να λαμβάνουν χώρα καθώς οι ένοπλες δυνάμεις και των τριών χωρών περνούν σημαντικές αλλαγές.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, που πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο, οι αξιωματούχοι των τριών χωρών συζήτησαν για θέματα ασφαλείας αμοιβαίου ενδιαφέροντος και τόνισαν τους στόχους τους για την ενίσχυση της άμυνας και της ασφάλειάς τους. Οι εκπρόσωποι των χωρών υπέγραψαν επίσης ένα σχέδιο συνεργασίας για μια σειρά δράσεων που θα πραγματοποιήσουν η μία στο έδαφος της άλλης.
Η συνάντηση αυτή συνέπεσε με την εξασφάλιση της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος έχει τονίσει ότι “προτεραιότητα της κυβέρνησής του θα είναι η ασφάλεια της χώρας” και ότι θα συνεχίσει τα στρατιωτική ενίσχυση ύψους πολλών δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει ήδη παραγγείλει 24 μαχητικά αεροσκάφη Rafale από τη Γαλλία στο πλαίσιο της αμυντικής της ενίσχυσης. Ακόμη, το μεγαλύτερο μέλος του στόλου των F-16 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας αναβαθμίζεται στα πιο σύγχρονα πρότυπα Block 72. Και κυρίως, η Αθήνα παρήγγειλε τουλάχιστον 20 μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II, ενώ έχει τη δυνατότητα να αγοράσει άλλα 28.
Οι αγορές αυτές προχωρούν εν μέσω εντάσεων με την Τουρκία. Οι εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις με την Άγκυρα το 2020 προκάλεσαν τουλάχιστον εν μέρει αυτή την αμυντική ενίσχυση, την πιο εκτεταμένη ενίσχυση των τελευταίων δεκαετιών.
Ο αμοιβαίος φόβος και η αντίθεση στις φιλοδοξίες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Νότιο Καύκασο, αποτέλεσαν αναμφίβολα κίνητρο για την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και Ερεβάν.
Ενώ η στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας είναι πολύ πιο ισχυρή από εκείνη της Αρμενίας ή της Κύπρου, ωστόσο οι προμήθειες της Λευκωσίας είναι επίσης αξιοσημείωτες.
Μεταξύ 1987 και 2020, οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει στην Κύπρο αυστηρό εμπάργκο όπλων με στόχο την αποτροπή μιας κούρσας εξοπλισμών στο νησί, αλλά το εμπάργκο άρχισε να αίρεται το 2020.
Όπως και στην περίπτωση της Αρμενίας, ο κυπριακός στρατός αποτελείται κυρίως από ρωσικό εξοπλισμό. Η Λευκωσία αγόρασε τανκ T-80U/UK και τεθωρακισμένα οχήματα μάχης BMP-3 από τη Μόσχα στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι προσπάθειες της χώρας να αποκτήσει τα αντιαρεπορικά συστήματα μεγαλύτερου βεληνεκούς 300PMU-1 κατά την ίδια περίοδο προκάλεσαν κρίση με την Άγκυρα. Ένας πιθανός πόλεμος στο νησί αποφεύχθη όταν οι προηγμένες συστοιχίες στάλθηκαν στην Ελλάδα. Η Κύπρος έλαβε τελικά πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς Buk και πυραύλους μικρού βεληνεκούς Tor για την αεράμυνά της.
Όπως και ο κ. Μητσοτάκης, ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης είναι επίσης αποφασισμένος να ενισχύσει τον στρατό της χώρας του. Τον Μάρτιο εξάλλου, δεσμεύτηκε ότι θα διατεθεί τουλάχιστον το 2% του κυπριακού ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, τονίζοντας ότι “χωρίς ισχυρή άμυνα, ο λόγος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι σαφώς πιο περιορισμένος”.
Τον Ιούνιο, η Κύπρος ήταν μία από τις πέντε ευρωπαϊκές χώρες που υπέγραψαν έγγραφο πρόθεσης για την αγορά γαλλικών αντιαρεπορικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς Mistral. Στις αρχές του 2020, η Λευκωσία φέρεται να υπέγραψε σύμβαση ύψους 240 εκατ. ευρώ για Mistral και πυραύλους Exocet κατά πλοίων.
Αν και η αμυντική συνεργασία Κύπρου – Γαλλίας δεν αποτελεί κάτι καινούργιο, έχουν υπάρξει ενδείξεις κατά το τελευταίο έτος ότι η Κύπρος προτίθεται να αγοράσει περισσότερο ισραηλινό στρατιωτικό εξοπλισμό. Μέχρι σήμερα, η Λευκωσία έχει αγοράσει έναν μικρό αριθμό ισραηλινών drones.
Τον Αύγουστο του 2022, ελληνικά ΜΜΕ μετέδωσαν ότι το κυπριακό υπουργείο Άμυνας είχε ήδη αρχίσει να “υλοποιεί την απόφαση της κυβέρνησης για την αγορά” του γνωστού ισραηλινού συστήματος αεράμυνας Iron Dome και ότι είχαν ήδη πέσει υπογραφές.
Ωστόσο, έκτοτε δεν υπήρξαν περαιτέρω λεπτομέρειες και δεν είναι σαφές πότε και πόσες συστοιχίες Iron Dome θα προμηθευτεί τελικά η Κύπρος.
Στο μεταξύ, φέτος τον Ιούνιο, πηγές από Κύπρο και Ισραήλ, επιβεβαίωσαν στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz ότι οι δύο χώρες συζητούν για την πώληση ισραηλινών τανκ Merkava. Η Κύπρος θα γίνει η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θα διαθέτει ισραηλινά τανκ, αν η συμφωνία ολοκληρωθεί.
Ακόμα και αν παραλάβει τα Merkava και Iron Dome, η τωρινή κυπριακή κυβέρνηση ενδεχομένως να συνεχίσει να αντιτίθεται στη μεταφορά των T-80, των BMP ή των Buk/Tor στην Ουκρανία. Σε συνέντευξη Τύπου τον Ιούνιο, ο κ. Χριστοδουλίδης απέκλεισε κατηγορηματικά την αποστολή οποιουδήποτε από αυτόν τον εξοπλισμό σε αντάλλαγμα για πιο σύγχρονο δυτικό εξοπλισμό. Ο ίδιος τόνισε ότι η Λευκωσία παραμένει προσηλωμένη στην “αύξηση των αμυντικών δαπανών, την ενίσχυση της αποτροπής και την επίτευξη του 2% για τις αμυντικές δαπάνες”.
(Το γεγονός ότι ο κ. Χριστοδουλίδης απέκλεισε τη μεταφορά των Τ-80, ίσως να δείχνει ότι η Κύπρος σκοπεύει να αντικαταστήσει τα παλαιότερα τανκ – γαλλικής κατασκευής – ΑΜΧ-30 με τα ισραηλινά Merkava και να διατηρήσει τα ρωσικά τανκ σε υπηρεσία για λίγο καιρό ακόμη).
Από τις τρεις χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Αρμενία), η αμυντική ενίσχυση του Ερεβάν είναι η λιγότερο ισχυρή. Ωστόσο, η Αρμενία λαμβάνει αξιοσημείωτα μέτρα για τη διαφοροποίηση των αμυντικών της αγορών και τη μείωση της μεγάλης εξάρτησης από τη Ρωσία.
Το εκθαμβωτικό 94% των “εισαγωγών σημαντικού στρατιωτικού εξοπλισμού” της Αρμενίας το διάστημα 2011 – 2020 προήλθε από τη Ρωσία. Τώρα, το Ερεβάν αναζητά εναλλακτικές λύσεις, σε μια προσπάθεια να μειώσει σημαντικά αυτό το 94%.
Δύο σημαντικά γεγονότα αναμφίβολα οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Πρώτον, η καταστροφική ήττα της Αρμενίας από τον στρατό του Αζερμπαϊτζάν, που ήταν εξοπλισμένος με σύγχρονα τουρκικά και ισραηλινά drones, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ναγκόρνο – Καραμπάχ το 2020. Δεύτερον, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τα συνακόλουθα ζητήματα εφοδιασμού.
Τον Ιούνιο, ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της Αρμενίας, Αρμέν Γκριγκοριάν, δήλωσε ότι το Ερεβάν βρίσκεται σε συνομιλίες με “πολλές χώρες” για αμυντικές αγορές.
“Η Αρμενία θα αναζητήσει εναλλακτικές επιλογές για την επίλυση του προβλήματος στις σχέσεις μεταξύ Ερεβάν – Μόσχας όσον αφορά τις προμήθειες”, δήλωσε χαρακτηριστικά στην αρμενική τηλεόραση, προσθέτοντας: “Αυτή είναι η πραγματικότητα. Υπάρχει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία. Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η Ρωσία δεν έχει πολλές δυνατότητες να εξάγει όπλα”.
Τα τελευταία χρόνια, η Αρμενία έχει επιδιώξει στενότερους αμυντικούς δεσμούς με την Ινδία. Σύμφωνα με τα αρμενικά ΜΜΕ, το ενδιαφέρον της χώρας για τον ινδικό στρατιωτικό εξοπλισμό υπήρχε και πριν τον πόλεμο του Ναγκόρνο – Καραμπάχ το 2020. Νωρίτερα εκείνο το έτος, για παράδειγμα, η Αρμενία υπέγραψε μια συμφωνία ύψους 40 εκατ. δολαρίων για τέσσερα ινδικά ραντάρ που έχουν σχεδιαστεί να εντοπίζουν τα εισερχόμενα εχθρικά βλήματα και τις θέσεις βολής τους. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, η Αρμενία διαπραγματεύτηκε επίσης την αγορά drones και άλλου εξοπλισμού από την Ινδία.
Η Αρμενία έγινε ο πρώτος ξένος αγοραστής του πυραυλικού συστήματος πολλαπλών εκτοξεύσεων (MLRS) της Ινδίας, έναντι 250 εκατ. δολαρίων για τουλάχιστον τέσσερις συστοιχίες. Η συμφωνία έγινε γνωστή τον Σεπτέμβριο του 2022. Μελλοντικά οι αμυντικοί δεσμοί Αρμενίας – Ινδίας φαίνεται ότι θα ενισχυθούν περαιτέρω.
Η μετάβαση από τον ρωσικό στον ινδικό στρατιωτικό εξοπλισμό μπορεί να αποδειχθεί σχετικά απλή για την Αρμενία, δεδομένων των ομοιοτήτων σε πολλά συστήματα.
Ο χρόνος θα δείξει τελικά πώς θα εξελιχθεί αυτό το ζήτημα. Αλλά αυτό που είναι απολύτως σαφές είναι ότι, καθώς ενισχύουν τους μεταξύ τους στενούς αμυντικούς δεσμούς, οι ένοπλες δυνάμεις της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αρμενίας βιώνουν αξιοσημείωτους μετασχηματισμούς.
Πηγή: forbes//Paul Iddon
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας