Ο κύβος ερρίφθη λοιπόν. Μετά από 20 χρόνια, η Ελλάδα και η Τουρκία θα εισέλθουν ξανά σε ουσιαστικές συζητήσεις για τη διευθέτηση των διμερών διαφορών, ύστερα από τη σχετική συμφωνία στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους.
Για την ελληνική πλευρά, οι διαφορές αφορούν αποκλειστικά και μόνο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ για την τουρκική πλευρά θα πρέπει να συζητηθούν οι πάγιες τουρκικές διεκδικήσεις, όπως το καθεστώς πάνω από 150 νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και το καθεστώς των μουφτήδων της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, καθώς η συγκυρία των ταυτόχρονων πολιτικών κύκλων σε Ελλάδα και Τουρκία και οι ισχυρές εντολές που έλαβαν οι δύο ηγέτες από τους ψηφοφόρους, μειώνει σε σημαντικό βαθμό το πολιτικό ρίσκο και κόστος μιας πιθανής προσέγγισης και συμβιβασμού. Ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει τους τελευταίους μήνες να έχει δρομολογήσει μια στροφή της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας σε μεγαλύτερη σύγκλιση με τη Δύση και έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν ότι έχει την ικανότητα να παρουσιάζει ως επιτυχίες και Realpolitik τις επαναλαμβανόμενες κυβιστήσεις του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την πλευρά του ανέφερε στην πρόσφατη συνέντευξή του στον Σκάι πως δεν πρέπει να αφήσουμε τη διαφορά με την Τουρκία “ανεπίλυτη, αν η ιστορία μας προσφέρει μία ευκαιρία να τη λύσουμε”. Και συνέχισε ο Πρωθυπουργός λέγοντας πως “οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης”.
Η φράση αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη πυροδότησε μια σειρά από δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για “μειοδοσία”, “προδοσία” και άλλα παρόμοια. Ποιές όμως θα μπορούσε να είναι αυτές οι “κάποιες υποχωρήσεις” που θα μπορούσε να κάνει η ελληνική Κυβέρνηση από την αφετηρία της διαπραγμάτευσης για να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία; Τρία πεδία είναι πιθανά. Πρώτον, η μερική μόνο επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο πέραν των 6 ναυτικών μιλίων και όχι πλήρης έως τα 12 μίλια (το ίδιο βέβαια θα συμβεί και με την Τουρκία). Δεύτερον ο εναρμονισμός του εναέριου χώρου, που τώρα βρίσκεται στα 10 μίλια, με το εύρος των χωρικών υδάτων. Άρα σε κάποια σημεία το εύρος του εναέριου χώρου ενδέχεται να μειωθεί αλλά και σε άλλα να αυξηθεί. Και τρίτον, η μειωμένη επήρεια του Καστελόριζου στην ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε πολιτικό επίπεδο, η Αθήνα θα μπορούσε ενδεχομένως να δεχθεί κάποιες μικρές βελτιώσεις στον Νόμο 4964/2022, ο οποίος ακύρωσε πρακτικά πολλές από τις τουρκικές αιτιάσεις καθώς πλέον οι μουφτήδες εκλέγονται από επιτροπή που συγκροτείται από μέλη της μειονότητας και όχι απευθείας από την Κυβέρνηση. Πολύ πιο ακανθώδες είναι το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, καθώς το ζήτημα αγγίζει τον πυρήνα της εθνικής άμυνας και κυριαρχίας. Μπορούν όμως να βρεθούν κάποιες λύσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, οι οποίες δεν θα πλήττουν την άμυνα των ελληνικών νησιών.
Από την πλευρά της η Τουρκία για να φτάσει σε συμβιβασμό με την Ελλάδα θα πρέπει να εγκαταλείψει εξ ολοκλήρου το γνωστό αναθεωρητικό δόγμα των γκρίζων ζωνών και να αποδεχθεί αφενός την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα νησιά και τις βραχονησίδες του Αιγαίου, την οποία τώρα αμφισβητεί, και αφετέρου να αποδεχθεί την εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας, της UNCLOS και τη δικαιοδοσία των Διεθνούς Δικαστηρίων της Χάγης και του Αμβούργου. Θα πρέπει επίσης να αποδεχθεί ότι τα νησιά του Αιγαίου και το Καστελόριζο έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα, κάτι που η Άγκυρα διαχρονικά αμφισβητεί. Παράλληλα, θα πρέπει να εγκαταλείψει το ψευδοδόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, το οποίο έχει υιοθετήσει το επίσημο τουρκικό κράτος τα τελευταία χρόνια. Τέλος δε, θα πρέπει ουσιαστικά να ακυρωθεί το παράνομο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης, με το οποίο η Άγκυρα προσπαθεί να οικειοποιηθεί τη μισή Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Τουρκία θα πρέπει να διανύσει μια πάρα πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις πάγιες διεκδικήσεις της για να φτάσει στα όρια ενός πιθανού συμβιβασμού με την Ελλάδα, που θα προκύψει από μια τελεσίδικη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ή του Αμβούργου. Είναι ικανός και πρόθυμος ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν και το διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας να αποδεχθούν μια τόσο μεγάλη υποχώρηση σε σχέση με αυτό που εκείνοι θεωρούν ως “εθνικά δίκαιο” για να επιτύχουν την επίλυση των διαφορών με την Ελλάδα; Δύσκολο να φανταστεί κάποιος αλλά όχι και εντελώς απίθανο. Εάν όμως δεν υπάρξουν ουσιαστικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις δεν θα μπορέσουμε να το μάθουμε ποτέ και η ελληνοτουρκική διένεξη θα συνεχίζεται επ’ αόριστον.