Η επιχείρηση διαμόρφωσης μιας «νέας ΝΔ» δεν ξεκίνησε με το διπλό εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου και του Ιουνίου, που έφερε ανακατατάξεις συνολικά στο πολιτικό σκηνικό. Δεν ξεκίνησε ούτε με την πρώτη είσοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου τον Ιούλιο του 2019.
Ο χρόνος πρέπει να γυρίσει επτά χρόνια πίσω, στο 2016, όταν ο ίδιος έπιανε τα ηνία της κεντροδεξιάς παράταξης, επενδύοντας έκτοτε σε ένα μοντέλο μετριοπάθειας και «τεχνοκρατισμού» καθώς και στο προσωπικό του φιλοευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό πρόσημο. Μπορεί ο ίδιος να θέλει να λέει ότι οι διευρύνσεις δεν αφορούν πρόσωπα αλλά «ιδέες», όμως στην πραγματικότητα οι συμβολισμοί κομματικής διεύρυνσης που ουσιαστικά οδήγησαν τη ΝΔ σε τροχιά αλλαγής της βάσης της περνούν εδώ και μια επταετία από τρεις παράλληλους δρόμους.
Η σύνθεση της σημερινής κυβέρνησης καταδεικνύει τον συνεχή πολιτικό επαναπροσδιορισμό του κόμματος από τον κ. Μητσοτάκη με στόχο την απήχηση στα δεξιά και τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Τα αυστηρά κριτήρια της “Νέας Δημοκρατίας” δεν φαίνεται να είχε στο μυαλό του όταν πρόκειται για πρόσωπο και ρόλο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε την κοινοβουλευτική του ομάδα για να “ανοίξει” όσους είχε φέρει στη δημόσια ζωή ως εξωκοινοβουλευτικά μέλη την προηγούμενη τετραετία, ενώ συνέχισε να ανοίγεται προς τον κεντρικό χώρο, τους “τεχνοκράτες” και την τοπική αυτοδιοίκηση.
“Κορυφαία” στελέχη όπως ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Άκης Σκέρτσος και ο Κυριάκος Πιερρακάκης, που χαρακτήρισαν τη διεύρυνση της ΝΔ την πρώτη τετραετία, συνέχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο και στη νέα διακυβέρνηση. Για παράδειγμα, ορισμένα στελέχη που μπορούσαν να ακούσουν αποτελεσματικά πιο συντηρητικά ακροατήρια, όπως ο Μάκης Βορίδης για τα κοινοβουλευτικά θέματα, αναλάμβαναν ενισχυμένες αρμοδιότητες, ενώ άλλα με πιο κεντρώες αντιλήψεις αναβαθμίστηκαν (όπως η Βιβή Χαραλαμπογιάννη και η Αλεξάνδρα Σδούκου) ή προστέθηκαν στον πυρήνα που βρίσκεται κοντά στο Μαξίμου, όπως ο Θανάσης Κοντογεώργης.
Οι πιο χαρακτηριστικές (νέες) περιπτώσεις είναι ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Τα στελέχη αυτά ποντάρουν επίσης σε “μεγάλες μεταρρυθμίσεις” στις θέσεις-κλειδιά της Δικαιοσύνης και της Υγείας, αντίστοιχα.
Παράλληλα, η προσοχή του κ. Μητσοτάκη έχει στραφεί στη γενιά των 40άρηδων, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο κόμμα, η οποία εκπροσωπείται, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον Παύλο Μαρινάκη, τον 35χρονο κυβερνητικό εκπρόσωπο της ΝΔ και γραμματέα του κόμματος.
Μόλις μετά τη συντριπτική νίκη του τον Μάιο, ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε τον εαυτό του “κεντροδεξιό, προοδευτικό και φιλελεύθερο” πολιτικό και δήλωσε ότι ενσωμάτωσε στη γαλάζια ομάδα όσους είχαν μετακινηθεί εκτός του γαλάζιου τείχους. ώστε να αποτελέσουν μέρος της “νέας ΝΔ”.
Παράλληλα με τα πρόσωπα, υπάρχει και μια αναδιοργανωμένη ατζέντα από τα “κεντρικά”. Πρόκειται για μια πολιτική επιλογή που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. ‘Τι εννοούμε με τις πολιτικές της δεξιάς, της κεντροδεξιάς και της αριστεράς; Ακολουθούμε προοδευτικές πολιτικές’ είναι το σύνθημα του κ. Μητσοτάκη. Ακόμη και στα “εγκαίνια” της νέας τετραετούς θητείας του, είπε: “Δεν ξέρω αν ο gov.gr είναι αριστερό ή δεξιό και δεν νομίζω ότι η πολιτική του για την αύξηση των συντάξεων είναι συντηρητική. ……” και επανέλαβε λίγο πολύ την ίδια δήλωση.
Σύμφωνα με τη γραμμή του Κυριάκου Μητσοτάκη, “προοδευτικές” δυνάμεις είναι αυτές που “βοηθούν” στην επίλυση προβλημάτων, στηρίζουν τους αδύναμους και παρέχουν ίσες ευκαιρίες. Κατά την άποψη έμπειρων πολιτικών αναλυτών, ο Μητσοτάκης εδραιώνει ένα νέο πολιτικό προφίλ στη ΝΔ “ανοίγοντας τους οπαδούς της πολιτικής στην κοινωνία”: μιλάει για επενδύσεις, ανάπτυξη και φοροαπαλλαγή, αλλά ταυτόχρονα προτάσσει “δώρα” και επιδόματα. Ποντάρει σε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα για το αμυντικό οπλοστάσιο της χώρας, αλλά προτάσσει και μια ατζέντα “δικαιωμάτων” ενσωματώνοντας προσεκτικά τα αιτήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη στρατηγική του. Η πρόσφατη προσεκτική γλώσσα σχετικά με τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου μέσω ενός ξένου πρακτορείου (Bloomberg) το καταδεικνύει αυτό.
Σε μια άλλη συζήτηση με τον δημοσιογράφο του Politico Florian Ender τον Μάιο του 2021, ο Μητσοτάκης μίλησε για ένα κεντροδεξιό κόμμα στην Ελλάδα που “όχι μόνο επιβίωσε αλλά και ενισχύθηκε”. Αυτό, εκτιμούσε τότε, οφειλόταν στο γεγονός ότι η κεντροδεξιά είχε γίνει “λιγότερο ιδεολογική, περισσότερο ρεαλιστική, περισσότερο προοδευτική και ικανή να κάνει το είδος της θεαματικής εδραίωσης και αλλαγής που απαιτείται σε μια ριζικά μεταβαλλόμενη κατάσταση”.
Η κεντροδεξιά είχε ήδη συμπεριλάβει δίπολα όπως “πρόοδος ή συντήρηση” και διλήμματα όπως “μπροστά ή πίσω” στη στρατηγική της από την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές του 2019. Όπως τονίζει ένας έμπειρος παρατηρητής, “και ενδιαφέρθηκαν λιγότερο για τα πιο περιορισμένα, δεδομένα κοινά”.
Τέσσερα χρόνια μετά και με συνεχές το στοίχημα να κρατά στη σφαίρα επιρροής της ΝΔ ευρύτερα – και όχι τα «δεδομένα» – ακροατήρια φέρνει στο προσκήνιο τον «εκσυγχρονισμό» ως στίγμα της νέας περιόδου. Από τις λέξεις «σύγκριση» και «σταθερότητα» που σε μεγάλο βαθμό οδήγησαν την προηγούμενη τετραετία, ο Μητσοτάκης έχει περάσει στις λέξεις «ευρύχωρες συμμαχίες», «δικαιώματα στους μέχρι χθες αόρατους», «μεγάλα άλματα», διαβλέποντας ευκαιρία να σφραγίσει ως πρωθυπουργός την είσοδο του πολιτικού συστήματος και της χώρας σε νέα εποχή. Σε αυτή του «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού».