Είναι αναντίρρητα θετικό το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ, μέσα σε συνθήκες πολιτικού ανταγωνισμού – όπως πρέπει στην ανοιχτή, δημοκρατική, κοινοβουλευτική δημοκρατία – δήλωσε ότι θα υποστηρίξει το νομοσχέδιο για την άρση των περιορισμών των αποδήμων να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία.
Αυτή η θαρραλέα ενέργεια είναι ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Πρώτον, απέναντι στην κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι όχι μόνο θα πληρώσει βαρύ τίμημα για ό,τι θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας και του λαού της, όπως έκανε πρόσφατα, αλλά θα συνεχίσει να ελέγχει τις πράξεις και τις παραλείψεις της, όταν το κρίνει. Δεύτερον, απέναντι στην επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στη στείρα αντιπαράθεση και την καταψήφιση άδικων νόμων από κομματικό συμφέρον και ιδεολογική εμμονή. Τρίτον, απέναντι σε μια κοινωνία που παίρνει στα σοβαρά την ευθύνη της να εκφράσει ένα κομμάτι της κοινωνίας που επιδιώκει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ευνοϊκό για τη σταθερότητα και την πρόοδο, αλλά δεν θέλει άτακτη κυβερνητική δράση ή ηχηρή και στυγνή αντιπολίτευση από την αντιπολίτευση.
Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, είναι λογικό τα πολιτικά κόμματα να διαφέρουν στον τρόπο που προσεγγίζουν την πραγματικότητα και τα θέματα που τους απασχολούν. Υπάρχουν ιδεολογικές, πολιτικές, οικονομικές, ακόμη και πολιτισμικές διαφορές. Ωστόσο, δεν είναι λογικό να χρησιμοποιούνται μόνο αυτές οι διαφορές ως λόγος για να μην καταβάλλονται προσπάθειες για την επίτευξη μιας ελάχιστης συναίνεσης σε βασικά ζητήματα και να μην αναζητούνται από κοινού λύσεις που να είναι τουλάχιστον αποδεκτές από την πλειοψηφία.
Ωστόσο, μετά την ανεξαρτησία, μια τέτοια πολιτική κουλτούρα δεν καλλιεργήθηκε, αφήνοντας τη χώρα στο έλεος ανόητων αντιπαραθέσεων και υπονομεύοντας το μέλλον της πατρίδας μας. Το αποκορύφωμα αυτής της γενικευμένης και ατέρμονης σύγκρουσης ήταν η δεκαετία μεταξύ 2008 και 2019, όπου επικράτησαν ο λαϊκισμός, η καταστροφολογία, η εχθρότητα και ένας τοξικός πολιτικός λόγος που πιθανότατα θα συνεχίσει να επικρατεί. Τέτοιες εκφράσεις και συμπεριφορές, όπως η επιθυμία να βρίζουν και να καίνε συμπολίτες τους επειδή ψήφισαν ένα άλλο κόμμα, παρατηρήθηκαν πιο πρόσφατα.
Τώρα όμως δεν είναι πλέον η ώρα για τέτοια πολιτικά παιχνίδια. Από τις πανδημίες μέχρι τις μεγάλες πυρκαγιές, από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι τις επιπτώσεις των τεχνολογικών εξελίξεων, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι πρωτοφανώς πολύπλοκα και δεν προσφέρονται για απλοϊκές λύσεις ή ερασιτεχνικά πειράματα.
Επομένως, αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τους καιρούς που διανύουμε, και ειδικότερα αυτή την κοινοβουλευτική περίοδο, είναι η διάθεση των κομμάτων να επιτύχουν συγκλίσεις και συναινέσεις σε μεγάλα και σημαντικά ζητήματα, διατηρώντας παράλληλα την πολιτική και ιδεολογική τους αυτονομία και ταυτότητα. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές, αυτό που οι πολίτες δεν μπορούν να δεχτούν είναι η άσκοπη αντιπαράθεση, η αδιάκοπη καταστροφολογία και μια πολιτική που είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα και από τα καθημερινά προβλήματα των πολιτών.
Η ψηφιοποίηση του κράτους, η βελτίωση των δημόσιων συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης, η ενίσχυση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών, η δημιουργία προϋποθέσεων για την ένταξη πολλών ευάλωτων ομάδων στην κοινωνική πρόοδο, η ασφάλεια και η εθνική άμυνα πρέπει να αποτελέσουν πεδία σύγκλισης, διαμόρφωσης και συναίνεσης για τεχνικά αποδεδειγμένες και πολιτικά δικαιολογημένες λύσεις. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες θα επιβραβεύουν όσους συμβάλλουν στην πρόοδο και σε αντίθετη περίπτωση θα τους τιμωρούν με την παλιά γνώριμη αποπομπή από τον πολιτικό στίβο με την ψήφο.
Σημαδεύει σωστά η άποψη πως υπάρχουν κόμματα χρήσιμα, κόμματα επιβλαβή και κόμματα αδιάφορα που ζουν στο δικό τους πολιτικό σύμπαν. Ανάμεσα σε αυτά, οι πολίτες επιλέγουν εκείνα που θεωρούν πως θα διαχειριστούν καλύτερα την πραγματικότητα και όχι εκείνα που επιδίδονται σε ιδεολογικούς ακροβατισμούς, λεκτικούς εντυπωσιασμούς και πολιτική αναποτελεσματικότητα.