Πολιτική

To «αουτσάιντερ» Μητσοτάκης

Η προϊστορία είναι γνωστή

Η προϊστορία είναι γνωστή:  Ξεκίνησε τη διεκδίκηση της κομματικής ηγεσίας με μηδενική στήριξη στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Μόνα αξιοσημείωτα πολιτικά ερείσματά του ήταν δύο ευρωβουλευτές και μια ομάδα αυτοδιοικητικών αιρετών, με πρωτοστατούντα ένα πρόσωπο που τώρα βρίσκεται στην επικαιρότητα, τον «απόκληρο περιφερειάρχη» κ. Παναγιώτη Νίκα.

Ουσιαστικά κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές, επειδή η τεχνολογική ανεπάρκεια της εταιρείας την οποία είχε επιφορτίσει με το έργο ο τότε γραμματέας του κόμματος, του επέτρεψε να «αγοράσει» τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου η υποψηφιότητά του να δημιουργήσει δυναμική, ρεύμα και αξιοπιστία… (Ουσιαστικά, προκειμένου να του δοθεί χρόνος ώστε να αναδείξει την ποιοτική υπεροχή έναντι των κ.κ. Μεϊμαράκη και Τζιτζικώστα…).

Στη συνέχεια υπήρξε «επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου» και αύξηση του πολιτικού βάρους του: Από την πρώτη στιγμή της αναρρίχησής του στον ηγετικό θώκο απέκτησε δημοσκοπική προήγηση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία ουδέποτε έκτοτε απώλεσε: Είχε, δε, την τύχη να συμπέσει η αναρρίχηση αυτή με την αρχή της δύσης του άστρου του Τσίπρα (στην οποία προφανώς συνέβαλε και ο δικός του συγκροτημένος αντιπολιτευτικός λόγος).

Κέρδισε με άνεση τόσο τις ευρωεκλογές του 2019 όσο και τις εθνικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, τις οποίες επέβαλε ως πρόωρες το αποτέλεσμα της «ευρωκάλπης» (και αφού είχε προηγηθεί η αποσύνθεση της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, λόγω Πρεσπών, που οδήγησε στην πιο φαιδρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία εξ όσων είχε ποτέ η χώρα μετά την περίοδο 1965-1966: ΣΥΡΙΖΑ+«Τριγύριζα», αφού η μοίρα θέλησε ο Τσίπρας να γλυτώσει από όλα τα πολιτικά του εγκλήματα και να καταστραφεί πολιτικά από τη μόνη πράξη του που πολλοί θεωρούν πως είχε θετικό ιστορικό πρόσημο…).

Τα πιο αξιοθαύμαστα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Έχοντας καταφανώς κατακτήσει την κοινωνική εμπιστοσύνη, αλλά επωφελούμενος επίσης τόσο από τη «ψηφοδιωκτική» ρητορική αμετροέπεια των αντιπάλων του όσο και από τη θεσμική τους αβελτηρία/ελαφρότητα, με δύο εκλογικούς θριάμβους το 2023 πέτυχε το ουσιαστικά χωρίς ιστορικό προηγούμενο, τουλάχιστον από το 1926 που έχουμε εκλογές με κομματικό ψηφοδέλτιο σε όλες τις περιφέρειες: Το κυβερνητικό κόμμα -μάλιστα μετά από πλήρη 4ετία στην εξουσία- αύξησε το εκλογικό του ποσοστό! (Οι περιπτώσεις του 1961 και του 2000 δεν είναι ανάλογες: Το μεν 1961 οι συνθήκες διεξαγωγής εκείνων των εκλογών δεν δίνουν αξιοπιστία στο αποτέλεσμά τους, τουλάχιστον -αν όχι ως προς τη σειρά κατάταξης των κομμάτων- ως προς το ποσοστό του νικητή. Το δε 2000 στην πραγματικότητα υπήρχε αύξηση -σημαντικότατη μάλιστα λόγω της εξαφάνισης ή αποδυνάμωσης αρκετών μικρών κομμάτων- του δικομματισμού μάλλον, ως κομματικού συστήματος, πάρα του κυβερνώντος κόμματος ως πολιτικού υποκειμένου). Ενώ τώρα η εκλογική αύξηση κόμματος της εξουσίας συνδυάστηκε και συνδέθηκε με πρωτοφανή διεύρυνση της διαφοράς του από τις ανταγωνίστριες πολιτικές δυνάμεις.

Όλα αυτά τα δεδομένα, όμως, έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση ενός νέου Μητσοτάκη:

Δημιούργησε ένα χωρίς προηγούμενο μεγάλο κυβερνητικό σχήμα με πρωτοφανώς αδύναμους υπουργούς. Μέσα δε σε ελάχιστες ημέρες «πρόφτασε» να «αδειάσει», χωρίς κομψότητα, δύο εξ αυτών, τον ένα μάλιστα πλείονες της μιας φοράς ή για πλείονες του ενός -έστω και ελάσσονες μάλλον- λόγους… (Και πρόκειται για τον επικεφαλής υπουργείου βασιζόμενου στην πειθαρχία και την ιεραρχία, για την άσκηση αποτελεσματικής διοίκησης στο οποίο το κύρος του υπουργού είναι καθοριστικής σημασίας…).

Κυρίως όμως αποτόλμησε το ανήκουστο: Να ψελλίσει δημόσια τη λέξη «υποχωρήσεις» στην προοπτική δρομολόγησης μιας συνολικής διαπραγμάτευσης με την εξ Ανατολών γείτονα, που θα μπορούσε ενδεχομένως να περιλάβει και τη συνεκμετάλλευση, όσο είναι ακόμη καιρός, του υποθαλάσσιου πλούτου του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου! (Ίσως ο αυταρχισμός που επιδεικνύει στην εσωτερική διοίκηση να υποκινείται από τη διάθεση για έγκαιρο κόψιμο του βήχα οιουδήποτε διανοείτο να αμφισβητήσει την εξωτερική πολιτική του…).

Τι είναι αυτό, όμως, που του επιτρέπει πλέον τόσο εξουσιαστικό συγκεντρωτισμό και τόση διεθνοπολιτική τόλμη; Οι νεοδιαμορφωμένοι εκλογικοί και κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί; Το ότι δεν διαβλέπει προοπτική άμεσης και ταχείας ανάκαμψης των κομμάτων της αντιπολίτευσης; Το ότι έφτασε πια να υποτιμά τους βασικούς αντιπάλους του; (Έστω και αν στην αρχή της πρωθυπουργίας του είχε δηλώσει: «Δεν θα κάνω ποτέ το λάθος να υποτιμήσω τον οιονδήποτε, έκανα καριέρα επειδή με υποτιμούσαν οι πάντες»…).

Το βέβαιο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως πλέον δεν αισθάνεται πως αναμετράται με τις άλλες ηγετικές προσωπικότητες του εθνικού δημόσιου βίου, αλλά με την ίδια την Ιστορία. Και προφανώς δεν πρέπει να ξεχνάει (οφείλει άλλωστε να το γνωρίζει και από την οικογενειακή παράδοση, πρωτίστως βέβαια του -πάρα πολύ- μεγάλου θείου του) πως όταν κάποιος αναμετράται με την Ιστορία, σπανίως βγαίνει νικητής σε βάθος χρόνου. Ίσως γιατί η Ιστορία είναι λίγο σαν τη Μεγάλη Βρετανία: Ξέρει να αλλάζει το πεδίο της σύγκρουσης, αλλά και να κινητοποιεί συνεχώς στο πλευρό της νέες δυνάμεις… Επιπρόσθετα -σε αντίθεση, ίσως, προς τη γηραιά Αλβιόνα της μεταμπρέξιτ εποχής- αυτή έχει πάντα το χρόνο με το μέρος της…

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο