Υποχωρήσεις και κόκκινες γραμμές
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Η Ελλάδα και η Τουρκία μοιράζονται μια μακρά κοινή ιστορία με στιγμές αγαστών σχέσεων και πολλαπλές περιόδους κρίσεων. Δεν είναι, επομένως, η πρώτη φορά που οι δύο χώρες βλέπουν μπροστά τους ένα παράθυρο ευκαιρίας για την επίλυση των μεταξύ τους ζητημάτων – αν και η τελευταία φορά που η ιστορία κατέγραψε μια συνολική διευθέτηση που πραγματικά έθεσε τις βάσεις για την επόμενη ημέρα και τις πολλές ερχόμενες δεκαετίες το ημερολόγιο έγραφε 1930 και υπέγραφαν οι Ατατούρκ και Βενιζέλος. Ακόμη όμως και αν τα αποτελέσματα αυτής της τελευταίας φάσης καταλαγής δεν είναι τόσο θεαματικά, κάθε προσπάθεια που φέρνει δυο γειτόνισσες στο τραπέζι συζητήσεων δεν μπορεί παρά να είναι θετική.
Το καλό αποτέλεσμα, όμως, απαιτεί ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς και καλή πίστη μεταξύ των μερών – τα οποία λείπουν εντυπωσιακά τον τελευταίο καιρό. Δεν βοηθά προς την κατεύθυνση αυτή η τουρκική τάση να προσθέτει θέματα στο τραπέζι, ελπίζοντας ίσως στην τελική ευρυχωρία κατά τη λογική του Χότζα. Στον διαρκώς διευρυνόμενο αυτόν κατάλογο, η Ελλάδα αντιπαραθέτει μια διαφορά περί την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Είναι όμως σαφές ότι ορισμένα από τα θέματα που τίθενται, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να συζητήσει – και είναι σκόπιμο να καταστεί αυτό σαφές στη διεθνή κοινότητα.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να συζητήσει θέματα που έχουν να κάνουν με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Στην πράξη αυτό σημαίνει οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο Πέλαγος και μιας πιθανής ΑΟΖ στη Μεσόγειο, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις θαλάσσιες ζώνες των νησιών καθώς και την επιρροή τους στη χάραξη της οριοθετικής γραμμής. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει αναγνώριση από την Τουρκία του νομικού καθεστώτος των νησιών κατά το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας, έτσι όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Από την άλλη πλευρά, η επήρεια κάθε νησιού στην οριοθετική γραμμή κρίνεται κατά περίπτωση από τα διεθνή δικαστήρια και μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και διακανονισμού μεταξύ των μερών, ενδεχομένως με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Εργαλείο ενισχυτικό της διαπραγμάτευσης αυτής θα μπορούσε να είναι και η απόφαση επέκτασης των χωρικών υδάτων της χώρας στο Αιγαίο, αφού ήδη η Ελλάδα έχει επεκτείνει το 2021 την αιγιαλίτιδά της ζώνη στο Ιόνιο, στα Επτάνησα και μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο στα 12 ναυτικά μίλια. Η πράξη ορισμού του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι από τις ελάχιστες μονομερείς ενέργειες που επιτρέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας – σε αντίθεση προς την οριοθέτηση των άλλων θαλασσίων ζωνών για την οποία προϋποθέτει συμφωνία των εμπλεκομένων χωρών. Αναρωτιέται όμως κανείς γιατί η πράξη αυτή να μην αποτελέσει αντικείμενο μιας συνολικότερης ανταλλαγής, που θα περιελάμβανε την άρση του τουρκικού casus belli, και θα κατέληγε στην οριοθέτηση μιας ζώνης ενδιάμεσου εύρους 8 ή 10 ναυτικών μιλίων με την αντίστοιχη εναέρια προσαρμογή.
Είναι απολύτως σαφές ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να συζητήσει θέματα που θα έθεταν σε αμφισβήτηση αμέσως ή εμμέσως την κυριαρχία επί των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, είτε με τη λογική των
γκρίζων ζωνών είτε με τη χρήση μιας εικαζόμενης αίρεσης αποστρατιωτικοποίησης – ο παραλογισμός άλλωστε της συζήτησης για το μέγεθος της σπάθης που θα φέρουν οι στρατιώτες στη Λήμνο σε μια εποχή
που οι διεθνείς συρράξεις γίνονται με drones και κρίνονται από τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης είναι αυταπόδεικτος. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος είναι μακρύς και πάντως, όχι ανέφελος.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας