Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια δυσανάλογη σχέση μεταξύ του αριθμού των πυρκαγιών που εμφανίζονται στη χώρα μας και του αριθμού στρεμμάτων που καίγονται. Οι εκτάσεις που γίνονται στάχτη είναι πολύ περισσότερες αναλογικά με τις εστίες, σε σχέση με παλαιότερες περιόδους. Μετά τη φωτιά στο Μάτι, η οποία αποτέλεσε πεδίο εκμετάλλευσης από τη Νέα Δημοκρατία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολούθησε το μότο «προστατεύουμε πρώτα την ανθρώπινη ζωή, έπειτα την περιουσία και μετά τα δάση». Τι σημαίνει αυτό; Σύμφωνα με την πρόεδρο των Ελλήνων Δασοπόνων Αντιγόνη Καραδόντα, «λόγω και των δικών τους θυμάτων οι πυροσβέστες δεν μπαίνουν μέσα στη φωτιά, την περιμένουν στον δρόμο και δεν επιχειρούν μέσα στα δάση, με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος». «Τι χρειάζεται η δασική φωτιά για να αναπτυχθεί; Οξυγόνο, θερμοκρασία και δασική βλάστηση. Και τι σημαίνει αυτό; Όσο δεν εκλείπει κάτι από τα τρία, τόσο αυτή αναπτύσσεται όλο και περισσότερο. Κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, προκαλούνται τοπικές μετεωρολογικές συνθήκες. Η καύση της δασικής καύσιμης ύλης απελευθερώνει σημαντική ποσότητα θερμότητας, η οποία επηρεάζει την υγρασία του αέρα. Αυτό δημιουργεί μια τοπική κυκλοφορία αέρα που συνεχίζεται καθώς συναντά πλούσιες πηγές καυσίμου» εξηγεί στην ΑΥΓΗ της Κυριακής και συμπληρώνει: «Αφήνοντας την πυρκαγιά να καίει και περιμένοντας να φτάσει στα χαμηλά, αυτό που κάνεις είναι να της έχεις δώσει μια σημαντική δυναμική, με υψηλή ένταση, και η κατάσβεση καθίσταται δύσκολη. Η μεγάλη ενέργεια που έχει εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης της πυρκαγιάς έχει καταστήσει τον έλεγχό της πολύ δύσκολο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να καίγονται και σπίτια και να καταστρέφονται. Δημιουργείται μια αίσθηση ότι γίνεται επίτηδες».
Ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Μέχρι το 1998, που η αρμοδιότητα ήταν στη Δασική Υπηρεσία, η φιλοσοφία της κατάσβεσης ήταν τελείως διαφορετική. Οι δασικοί ήταν όλοι μέσα στο δάσος και επιχειρούσαν. «Ήμασταν όλοι μέσα στα δάση. Αυτό ήταν και ένα σημείο αιχμής που κατηγορηθήκαμε από τα ΜΜΕ, αφού ισχυρίζονταν ότι δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν ώστε να τους δοθούν στοιχεία για να κάνουν το ρεπορτάζ. Στις περιοχές που ήταν κοντά στη ζώνη μίξης οικισμών και δασών, οι δασικοί επιχειρούσαν μέσα στο δάσος και οι πυροσβέστες προστάτευαν τον αστικό ιστό, έπρατταν δηλαδή αυτό για το οποίο έχουν εκπαιδευτεί. Με τον τρόπο αυτό δεν υπήρχαν απώλειες περιουσιών, ακόμη και αν είχαμε πολύ μεγάλες πυρκαγιές» υπογραμμίζει η Αντιγόνη Καραδόντα. Μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά η πρόεδρος των Δασοπόνων τονίζει ότι ο τρόπος που θα κατασβεσθεί μια φωτιά εξαρτάται και από το είδος του δέντρου που καίγεται, από τη γεωμορφία, τις ιδιαίτερες συνθήκες κ.τ.λ. Για παράδειγμα, υπάρχει η πιθανότητα -όσο νερό και να ρίχνει κάποιος- ειδικά στα αείφυλλα πλατύφυλλα (όπως το πουρνάρι) να καίει η ρίζα του δέντρου και να δώσει μια αναζωπύρωση ακόμη και στα 50 μέτρα. «Άρα αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να σβήσεις και μετά να δουλέψεις γύρω γύρω, για να φτάσεις όσο το δυνατόν πιο βαθιά και να εξασφαλίσεις ότι δεν θα έχεις νέα φωτιά σε κάποια απόσταση. Η κατάσβεση πλέον δεν έχει αυτή τη φιλοσοφία». Όπως εξηγεί η Αντ. Καραδόντα, «οι δασικές πυρκαγιές αντιμετωπίζονται πλέον όπως οι αστικές και αυτό είναι το μεγάλο λάθος. Συγκεκριμένα, οι αστικές πυρκαγιές είναι στατιστικές, δηλαδή έχεις ένα σπίτι που καίγεται, θα ρίξεις νερό, κάποια στιγμή θα σβήσει. Οι δασικές πυρκαγιές δεν έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, διακρίνονται από δυναμική και ένταση. Χρησιμοποιείται η ίδια φιλοσοφία, αλλά σε διαφορετικά πράγματα».
Η εμπειρία από το παρελθόν και οι διαφορές με σήμερα
Μεταφέροντας την εμπειρία από το παρελθόν, η πρόεδρος των δασοπόνων σημειώνει πως όταν δούλευε ως δασοκομάντο, η Ελλάδα ήταν από στις πρώτες χώρες του Νότου που εφάρμοσε αυτό το μοντέλο. «Με το που ξεκινούσε μια πυρκαγιά, οι πρώτοι που πήγαιναν ήταν οι υπάλληλοι των τοπικών δασαρχείων. Εμείς μεταφερόμασταν με ελικόπτερα ή αεροπλάνα C130, ώστε να φτάσουμε κατά το δυνατόν γρήγορα. Αποβιβαζόμασταν σε σημεία κοντά στην πυρκαγιά, παίρναμε ένα μέτωπο και αρχίζαμε να το δουλεύουμε, χειρωνακτικά, με τσεκούρια, τσάπες, αλυσοπρίονα και άλλα εργαλεία, είτε κάνοντας ζώνες, είτε χωρίζοντας το καμένο από το άκαυτο, είτε βοηθώντας στη δημιουργία δικτύων (για τη μεταφορά νερού σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση). Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι η δασική πυρκαγιά πρέπει να αντιμετωπιστεί εν τη γενέσει της. Οι τοπικές κοινωνίες ήταν αρωγοί σε αυτό. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει πυρκαγιά και να μην έρθουν οι κάτοικοι να βοηθήσουν με όποιο τρόπο, π.χ. με εργαλεία, κάνοντας ζώνες, μεταφέροντας νερό. Μάλιστα, σε κάποια δασικά νομοθετικά διατάγματα προβλεπόταν και αμοιβή γι’ αυτούς που βοηθούσαν» επισημαίνει. Την ίδια φιλοσοφία κατάσβεσης ακολουθούν και οι Ρουμάνοι πυροσβέστες που όλοι θαύμασαν στη Βόρεια Εύβοια το 2021 και φέτος στην Κερατέα. Σαφέστατα τα μέσα που διαθέτουν είναι πιο σύγχρονα σε σχέση με πριν το 1998. «Μοιάζει φοβερά ειρωνικό να θαυμάζουμε κάτι που και εμείς το είχαμε και πιθανότατα πριν από εκείνους» σχολιάζει με νόημα η Αντιγόνη Καραδόντα.
Πέρυσι η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήρε 500 δασοκομάντος, αλλά μέχρι σήμερα δεν ξέρουμε πώς ενεργούν. Το Πυροσβεστικό Σώμα είναι ένα «στρατιωτικό» – γραφειοκρατικό σώμα. Τις εντολές τις δίνει ο ανώτερος στην ιεραρχία και πρέπει να ακολουθηθούν, παρά τις πιθανές διαφωνίες. Αντιθέτως, «σε εμάς ήταν λίγο πιο ελεύθερα τα πράγματα. Ο τοπικός συντονιστής έδειχνε εμπιστοσύνη, έδινε τον τομέα και έπρεπε να εξασφαλιστεί ότι η φωτιά θα σβήσει, δεν θα επεκταθεί και κυρίως δεν θα υπάρξουν αναζωπυρώσεις. Στο λεξιλόγιό μας ήταν απαγορευμένη λέξη» αναφέρει η πρόεδρος των δασοπόνων. Η μεγαλύτερη διαφορά όμως είναι η εξής: οι δασικοί υπάλληλοι, με τις σπουδές που έχουν κάνει, έχουν αποκτήσει αυτές τι γνώσεις που είναι καθοριστικές αλλά και απαιτούμενες για να αντιμετωπιστεί μια δασική πυρκαγιά. «Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται αστεία, αλλά είναι η θεωρητική βάση που είναι απαραίτητη για την πράξη. Επίσης, εμείς δίνουμε πολύ μεγάλη βάση στο τρίγωνο της φωτιάς: αέρας, οξυγόνο και δασική βλάστηση. Για να σβήσει μια δασική πυρκαγιά, πρέπει να εκλείψει κάτι από τα τρία».
Συμπερασματικά, η κατάσβεση μιας δασικής πυρκαγιάς μπορεί να χαρακτηριστεί ως ολόκληρη επιστήμη. Δεν αρκεί μια μάνικα ή τα πολλά εναέρια μέσα. Ειδικότερα για τα τελευταία, η Αντιγόνη Καραδόντα σημειώνει ότι, για τη χώρας μας, με το συγκεκριμένο τοπογραφικό ανάγλυφο και τα συγκεκριμένα δασικά οικοσυστήματα, δεν μπορεί να αποτελούν το κύριο μέσο κατάσβεσης, αλλά να θεωρηθούν μόνο ως επικουρικό. Ο λόγος είναι ότι απαιτούνται πολλά προαπαιτούμενα για να ενεργήσεις (ιδανικές συνθήκες αέρα, έλλειψη καπνού, δικτύων ΔΕΗ, να είναι μέρα κ.τ.λ). «Όσα μέσα και να έχεις, 1 εκατομμύριο μάνικες, 1 εκατομμύριο πυροσβέστες, 1 εκατομμύριο αεροπλάνα, χρειάζεται σχέδιο. Η φωτά θέλει να την δουλέψεις. Να την αντιμετωπίσεις με σεβασμό και να την ακούς. Ο ήχος που κάνει η φωτιά θα σου δείξει αν θα υπάρξει αναζωπύρωση ή όχι». Δηλαδή, όλα είναι κομμάτι μιας μεγάλης αλυσίδας με πολλά πράγματα που πρέπει να ακολουθηθούν. «Σίγουρα θα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο που η χώρα μας χρησιμοποιεί. Χώρες του Νότου που ακολουθούσαν το δικό μας μοντέλο αναθεώρησαν μετά από την αξιολόγησή του και εισήγαγαν την επιστήμη στην κατάσβεση» συμπληρώνει η πρόεδρος των δασοπόνων.
Αναξιοποίητα πορίσματα
«Τρία πορίσματα για τις δασικές πυρκαγιές ζητούν εφαρμογή. Το 1993, το ομόφωνο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το 2008, της μόνιμης Επιτροπής Περιβάλλοντος υπό την προεδρία του σημερινού πρωθυπουργού. Το 2018-19, το πόρισμα Γκολντάμερ. Έχουμε τη βούληση να ξεπεράσουμε τις οποιεσδήποτε αγκυλώσεις και να εφαρμόσουμε τα πορίσματα; Ο χρόνος έχει τελειώσει για την Αττική, δεν υπάρχει επιστροφή. Το θέμα είναι τι κάνουμε για τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας μας» καταλήγει.
Κλείνοντας, η Αντιγόνη Καραδόντα τονίζει: «Θα πρέπει να υπάρξει μια ουσιαστική αξιολόγηση του συστήματος κατάσβεσης που χρησιμοποιείται στη χώρα μας. Να εξεταστούν τα αποτελέσματά του, τα κόστη για το προσωπικό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται, οι επιπτώσεις για τις καμένες δασικές εκτάσεις και το δασικό οικοσύστημα, το οικονομικό κόστος των περιουσιών που απωλέσθηκαν καθώς και αυτό που απαιτείται για την εκτέλεση εργασιών για την αντιπλημμυρική θωράκιση – προστασία των καμένων περιοχών. Να εξεταστούν οι επιπτώσεις και το οικονομικό κόστος, από την απώλεια του οξυγόνου, την παράσυρση του εδάφους προς τα κατάντη ή ακόμη και την απόπλυση, την αλλαγή του κλίματος, στη βιοποικιλότητα, στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία κ.λπ. ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα εκείνα που θα οδηγήσουν στην επιλογή του βέλτιστου συστήματος κατάσβεσης καθώς και σε ουσιαστικό σχεδιασμό των πράξεων που πρέπει να γίνονται κατά τη διάρκεια τέτοιων συμβάντων (π.χ. εκκένωση). Η δασοπονική επιστήμη και η τεχνολογία (Τεχνητή Νοημοσύνη) δεν μπορεί να είναι απούσες».
Οι δασικές πυρκαγιές πυροδοτούν την κλιματική κρίση
Ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών Ευθύμιος Λέκκας τονίζει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ότι είναι προφανές ότι οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από τις πρόσφατες πυρκαγιές στον ελληνικό χώρο είναι σημαντικότατες. Εκείνο όμως που είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε είναι οι επιπτώσεις στο περιβαλλοντικό επίπεδο, που ίσως αφήσουν το αποτύπωμά τους για πάντα.
«Οι συνολικές επιπτώσεις από τις δασικές πυρκαγιές αντιστοιχίζονται με επιπτώσεις στην πανίδα, στη χλωρίδα, στον αέρα, στο έδαφος, στο υπέδαφος, στο υδάτινο στοιχείο, στα υπόγεια και επιφανειακά νερά» σημειώνει. Δηλαδή καθένα σύστημα από τα ανωτέρω καταστρέφεται ή υποβαθμίζεται σημαντικά, διαδικασία που έχει αναλυθεί με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια από τους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους, επιστήμες οι οποίες έχουν κάνει τεράστια βήματα προόδου, ειδικά πάνω στα θέματα διαχείρισης του περιβάλλοντος σε προκαταστροφικό, συνκαταστροφικό και μετακαταστροφικό επίπεδο.
Ο Ευθύμιος Λέκκας υπογραμμίζει ότι η διαχείριση των δασών, η ρύπανση του αέρα, η μόλυνση των υδάτων, η πρόβλεψη εξέλιξης της δασικής πυρκαγιάς, οι αλλοιώσεις στο έδαφος, ο κατολισθητικός κίνδυνος, τα πλημμυρικά φαινόμενα, η αντιμετώπιση της διάβρωσης, ο επανασχεδιασμός των υποδομών και των κρίσιμων δικτύων, η πορεία αναγέννησης του δάσους, η ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση του υδάτινου στοιχείου είναι μόνο μερικά από τα θέματα που συγκροτούν τα επιστημονικά πεδία που διερευνώνται με ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει από πλευράς τεχνολογίας από τους Έλληνες επιστήμονες. Πρόσφατα, συμπληρώνει ο ίδιος, στο ΕΚΠΑ έχει υπολογιστεί ότι αύξηση 0,5 βαθμών σε ειδικά ευαίσθητες περιοχές, όπως η Μεσόγειος, αυξάνει κατά 30 ημέρες τη διάρκεια των υψηλών θερμοκρασιών και κατά 5 τις ημέρες καύσωνα. «Μια δασική πυρκαγιά αυξάνει κατά 7 φορές τον κίνδυνο πλημμυρών, κατά 4 φορές τον κίνδυνο διάβρωσης του εδάφους και κατά 3 φορές τον κίνδυνο κατολισθήσεων, ενώ όλα αυτά συντελούν στην προέλαση της ερημοποίησης και βέβαια στην περαιτέρω επιτάχυνση της αύξησης της θερμοκρασίας. Ένας φαύλος κύκλος δηλαδή, του οποίου η ταχύτητα εξέλιξης συνεχώς αυξάνεται» εξηγεί.
Η έγκαιρη απομάκρυνση σώζει ανθρώπινες ζωές
Ο καθηγητής και η Επιστημονική Ομάδα του ΠΜΣ «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων» επισημαίνουν ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Μεσογείου δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για την εκδήλωση πυρκαγιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Νότια Ευρώπη καταγράφεται κάθε χρόνο περίπου το 85% των συνολικών καιόμενων εκτάσεων της Ευρώπης. «Ειδικά για την Ελλάδα, η διακινδύνευση είναι ιδιαίτερα υψηλή» σημειώνει, καθώς περισσότερο από το 80% του συνολικού πληθυσμού της χώρας συγκεντρώνεται στη μεσογειακή ζώνη μεσαίου κλίματος κατά μήκος των ακτών ή σε χαμηλά υψόμετρα».
Οι συγκεκριμένες περιοχές, σύμφωνα με τον καθηγητή, παρουσιάζουν υψηλότατους δείκτες διακινδύνευσης στη δασική πυρκαγιά. «Η προστασία της ανθρώπινης ζωής κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς είναι πάντα η πρώτη προτεραιότητα, γι’ αυτό και η πολιτική διαχείρισης που εφαρμόζεται κατά κόρον σε πολλές χώρες προτείνει την έγκαιρη προληπτική απομάκρυνση ως την ασφαλέστερη επιλογή για τους κατοίκους όταν αυτοί απειλούνται από δασική πυρκαγιά».
Ωστόσο, κάθε χρόνο ανοίγει η συζήτηση σχετικά με την αποδοτικότητα εφαρμογής του μέτρου, αντιπαραβαλλόμενη με το δικαίωμα στην προστασία της περιουσίας τους. Ο Ευ. Λέκκας τονίζει ότι αναγνωρίζεται πως η οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση πολιτών δεν είναι η μοναδική επιλογή και δεν μπορεί να εφαρμοστεί γενικά. Εφόσον όμως δεν πληρούνται στο ακέραιο κάποιες προϋποθέσεις, οποιαδήποτε ατομική επιλογή παραμονής των κατοίκων κρίνεται εξαιρετικά επισφαλής για την ανθρώπινη ζωή.
Πηγή: Έντυπη έκδοση “Αυγή της Κυριακής”//Ο Ευθύμης Λέκκας στην “Αυγή της Κυριακής”