Η εκατοστή επέτειος της Διάσκεψης της Λωζάνης (Νοέμβριος 1922-Ιούλιος 1923) και των Πράξεών της (σε αυτές η Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών, η Συνθήκη Ειρήνης, η Συμφωνία για τα Στενά κλπ) συμπίπτει με τη νέα κινητικότητα στις Ελληνοτουρκικές (Ε/Τ) σχέσεις λόγω Βίλνιους και της εκεί Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και την έκφραση διάθεσης προσέγγισης και – ίσως- διευθέτησης των υφιστάμενων «διαφορών», μάλιστα στη προοπτική ακόμα και δικαστικής επίλυσης στη Χάγη (Διεθνές Δικαστήριο) μέσω συνυποσχετικού.
Το δε αμέσως επόμενο διάστημα θα δείξει την πραγματική διάθεση/επιδίωξη των Μερών και τις όποιες προοπτικές διανοίγονται, στη λογική αυτού που χαρακτηρίσθηκε, ήδη, ως νέα ευκαιρία.
Η Σύνοδος Κορυφής του Βίλνιους αποτέλεσε αναμφισβήτητα το πρώτο σημείο καμπής στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και τους θεσμούς της. Στους διαδρόμους και στο περιθώριο της συνόδου κορυφής συζητήθηκαν “επί της αρχής” εκκρεμή ζητήματα μεταξύ της “αναθεωρητικής” Τουρκίας και των συμμάχων εταίρων της.
Η Τουρκία “επανατοποθετήθηκε” στο διεθνές θεσμικό περιβάλλον και επιδείχθηκε η πολιτική βούληση για την επίτευξη μιας συμφωνίας, διμερούς (ΗΠΑ, Σουηδία, Ελλάδα) ή πολυμερούς (ΕΕ), που θα οδηγούσε στην επίλυση των τριβών και των συγκρούσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θετικές εξελίξεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μπορεί να έχουν κάποιες συνέπειες εκτός από τη διατήρηση του περιβάλλοντος που είναι απαραίτητο για την αποφυγή των εντάσεων των τελευταίων μηνών.
Τα τελευταία χρόνια τέθηκε με έμφαση το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, χωρίς να λησμονούνται τα Δωδεκάνησα. Η σχετική επιχειρηματολογία μάλιστα, προβλήθηκε και με νομικές διατυπώσεις σε διάφορες ρηματικές διακοινώσεις που στάλθηκαν από την Άγκυρα στα ΗΕ.
Το ζήτημα και η τουρκική εκδοχή των σχετικών υποχρεώσεων της Ελλάδος, επιβαρύνθηκε με την αντίληψη της Άγκυρας, ότι η «στρατικοποίηση» των Ελληνικών νησιών (Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία) -όπου η Συνθήκη της Λωζάνης προϋποθέτει καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης- βέβαια με αντιλήψεις/συνθήκες/μέσα του 1923 και με ότι αυτό συνεπάγεται στο σήμερα -θέτει εν αμφιβόλω τον τίτλο κυριαρχίας της Ελλάδας.
Κατά την Άγκυρα, η Ελληνική κυριαρχία προϋποθέτει αποστρατικοποίηση. Μια προσέγγιση που κείται εκτός του γράμματος και του πνεύματος της Συνθήκης της Λωζάνης, κι ούτε προκύπτουν στοιχεία από τις προπαρασκευαστικές πράξεις/διαπραγματεύσεις στη Λωζάνη που θα έδιναν υπόσταση σε επιχείρημα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών, που ο ελληνικός στόλος είχε καταλάβει και η Ελλάδα έλεγχε/κατείχε από τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Βορείου (Λήμνος, Σαμοθράκη) ή Βορειοανατολικού Αιγαίου, συνιστά μια από τις σημαντικές συνιστώσες των Ελληνοτουρκικών διαφορών (στην περίπτωση της Δωδεκανήσου η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενη χώρα και δεν δικαιούται να επικαλεσθεί την Συνθήκη των Παρισίων). Είτε ως αυτούσια διαφορά, είτε ως σύνθετη σε συνδυασμό με την κυριαρχία επί των νήσων (αφού η Τουρκία θεωρεί την αποστρατικοποίηση απόλυτη υποχρέωση της Ελλάδας ενόψει της πρόνοιας των άρθρων 12 (ελληνική κυριαρχία σ’ όλα τα νησιά Αν. Αιγαίου, πλην Ίμβρου, Τενέδου, Λαγουσσών), 13 (περιορισμοί στρατιωτικής παρουσίας) Συνθ. Λωζάννης.
Μεταθέτει δε το ζήτημα ως προτεραιότητα σε σχέση με την πλέον «αδύνατη» θέση της Άγκυρας, αυτήν ως προς το σύστημα της Σύμβασης Δικαίου Θαλάσσης, το οποίο εξακολουθεί να μην αποδέχεται, έστω κι αν σημαντικό μέρος του έχει πλέον εθιμική ισχύ κι άρα είναι και γι αυτήν δεσμευτικό νομικό πλαίσιο.
Στην περίπτωση της Λήμνου, η τουρκική αμφισβήτηση είναι αβάσιμη αφού η Συνθήκη του Μοntreux (1936) μετέβαλε το αρχικό καθεστώς της Λήμνου του συνδεδεμένου με τα Στενά (κατάργηση άρθρου 4 Συνθήκης Λωζάννης για τα Στενά) όπως έγινε δεκτό και από θέσεις του τότε ΥΠΕΞ Rustu Aras (1936). Ωστόσο, η εν λόγω αμφισβήτηση πέτυχε τελικά στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ από το 1984, και ανεξάρτητα από την σαφή νομική κατάσταση της Λήμνου, τη μη συμπερίληψή της στο σχεδιασμό επιχειρησιακών ασκήσεων και χρηματοδότησης υποδομών του ΝΑΤΟ επηρεάζοντας την ελληνική συμμετοχή σε αυτές.
Πέρα από την όποια νομική επιχειρηματολογία ως προς το δικαίωμα προληπτικής στρατικοποίησης προσαρμοσμένης στα σύγχρονα δεδομένα, δεν είναι σύμπτωση επιλογή της Αθήνας, στη δήλωση αποδοχής της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, να διατυπώσει επιφύλαξη, που εξαιρεί ρητά από την εκδίκαση του ΔΔ «στρατιωτικές δραστηριότητες και μέτρα…για την προστασία της κυριαρχίας και εθνικής ακεραιότητας για σκοπούς εθνικής άμυνας».
Εξαιρούνται επίσης διαφορές σχετικά με σύνορα ή εδαφική κυριαρχία συμπεριλαμβανομένων διαφορών για την αιγιαλίτιδα ζώνη και εναέριου χώρου. Τέτοιες διαφορές μπορούν να υποβληθούν μόνο με συνυποσχετικό, δηλαδή τη ρητή συναίνεση των ενδιαφερομένων Μερών (Δήλωση 2015).
Εκατό χρόνια μετά τη Λωζάνη, συνθήκες, δεδομένα και χαρακτηριστικά έχουν πλήρως μεταβληθεί με εξαίρεση τα σύνορα. Ο χρόνος θα δείξει αν το «παράθυρο ευκαιρίας» έχει πράγματι ανοίξει και υπάρχει πραγματικό animus διαπραγμάτευσης από την Άγκυρα και κυρίως διευθέτησης – που προτιμά τις διαπραγματεύσεις από τη δικαιοδοτική επίλυση- των διμερών διαφορών. Αυτό αφορά και τις επιλογές της ελληνικής πλευράς.
Το εθνικό βαλς d’ hésitation – μετά τη τολμηρή και αποφασιστική κίνηση του Κ. Καραμανλή το 1975/76 – για το ΔΔ ως όργανο επίλυσης, αλλά και το τι συνιστά διεθνή διαφορά προς διευθέτηση – καλά κρατεί πενήντα χρόνια μετά την προβολή της τουρκικής αμφισβήτησης στο ΒΑ Αιγαίο το 1973.
Στη χώρα της υπερβολής που είμαστε, φαντάζει «δύσκολη» η προοπτική, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί με υπευθυνότητα χωρίς εντάσεις και υπερβολές «άγνοιας» ή διελκυστίνδα ουσίας και διαδικασιών.