Το Βίλνιους ως νέο Ελσίνκι
Πηγή Φωτογραφίας: the socialist.gr//eurokinissi.gr
Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους στέφθηκε από επιτυχίες σε πολλές εκφάνσεις. Πρώτα, η μεγάλη επιτυχία της άρσης των επιφυλάξεων της Τουρκίας σχετικά με την ένταξη της Σουηδίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, η οποία επιτεύχθηκε μάλιστα τις παραμονές της συνόδου, με τις άοκνες προσπάθειες του γενικού γραμματέα του Οργανισμού. Δεύτερον, σε σχέση με τα Ελληνοτουρκικά επιτεύχθηκε η πολυαναμενόμενη προσέγγιση των δύο χωρών, μετά τη συνάντηση των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Κι οι δύο επιτυχίες οφείλονται στη μετριοπαθή στάση του Τούρκου ηγέτη, που πιεζόμενος οικονομικά, αποφάσισε να μεταβάλει τακτική, κι από ένθερμος υποστηρικτής μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής ή πολιτικής ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, αποφάσισε να ανακρούσει πρύμναν και να ακολουθήσει μια πιο φιλοδυτική στάση. Ωστόσο ουδείς γνωρίζει ποια θα είναι η συμπεριφορά του με τον τέως σύμμαχο και αρωγό του, τη Ρωσική Ομοσπονδία, και κατά πόσον θα εξακολουθήσει να παίζει τον μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Κάτι που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν, καθώς και η Ρωσία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στην Τουρκία, έπειτα από την «προδοσία» που η τελευταία της επιφύλαξε. Γιατί η συναίνεση της Τουρκίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, μόνον ως προδοσία μπορεί να εκληφθεί από το Κρεμλίνο.
Το ζήτημα είναι τι κέρδισε η Τουρκία με αυτήν τη στροφή της. Φυσικά μια υπόσχεση του Αμερικανού προέδρου για αναβάθμιση των F-16 της, η οποία θα μπορούσε πάντως να προσκρούσει στην άρνηση της Γερουσίας, αν οι όροι της σχετικά με τη μη-χρήση τους εις βάρος της Ελλάδας δεν επιτευχθεί. Κυριότερα, όμως, η υπόσχεση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Εκτός από το γεγονός ότι η δέσμευση του προέδρου δεν έχει την παραμικρή σημασία (εφόσον είναι τα κράτη-μέλη της ΕΕ που μόνον αυτά αποφασίζουν), η Τουρκία ασφαλώς επιδιώκει απλά τη βελτίωση της Τελωνειακής Ενωσης, με όλα τα οικονομικά οφέλη που αυτή μπορεί να προσπορίσει. Δεν πιστεύω ότι η Τουρκία προσδοκά πια μια πλήρη ένταξη, ιδιαίτερα λόγω του μεγέθους της, αλλά κυρίως λόγω της αυταρχικής πολιτικής που για χρόνια ακολουθεί.
Ως προς την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν είναι κι αυτή απότοκος της γενικότερης συγκυρίας που υποχρεώνει την Τουρκία σε συμβιβασμούς. Η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, και από αυτήν εξαρτάται η αναβάθμιση της πολυπόθητης Τελωνειακής Ενωσης, για να μη μιλήσουμε για την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει στις ΗΠΑ, ως προς την αναβάθμιση των τουρκικών F-16.
Από τη συνάντηση αυτήν τα θετικά συμπεράσματα είναι πολλά. Πρώτον, επιτεύχθηκε μια προσέγγιση των δύο ηγετών, οι οποίοι διανύουν τους πρώτους μήνες της ανανεωμένης θητείας τους. Εχουν, λοιπόν, το προνόμιο να μιλούν χωρίς την πίεση του χρόνου, που διαφορετικά βαρύνει τους ηγέτες όταν βρίσκονται λίγους μήνες πριν από μια εκλογική αναμέτρηση. Δεύτερον και ουσιαστικότερο, στη συνάντηση συμφώνησαν για επανέναρξη του διαλόγου, με τα γνωστά παραδοσιακά μέσα που είχαν ατονήσει, με τις γνωστές πρωτοβουλίες της Τουρκίας. Δηλαδή, το Ανώτατο Στρατηγικό Συμβούλιο, που θα συνέλθει στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο, τα ΜΟΕ, και οι διερευνητικές. Ιδιαίτερη σημασία από τα τρία αυτά έχουν οι διερευνητικές επαφές. Και αυτό γιατί αποτελούν το προκριματικό στάδιο πριν από την έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων για την επίλυση της διαφοράς των θαλασσίων ζωνών. Ως τα τώρα κύριο αντικείμενό τους ήταν η εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης για το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Τώρα, με τη βαρύτητα που ο Ερντογάν έχει προσδώσει στη σύνδεση της αποστρατιωτικοποίησης με την κυριαρχία των νησιών, πιστεύω ότι η ελληνική αντιπροσωπεία (που θέλω να πιστεύω ότι θα έχει επικεφαλής, και πάλι, τον ικανότατο πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη) θα έχει να αντιμετωπίσει και τη νέα αυτή αιτίαση της Τουρκίας. Η οποία είναι φουτουριστική, αλλά χρειάζεται σοβαρή ικανότητα για να παραμεριστεί.
Αν ο σκόπελος της κυριαρχίας στα νησιά υπερκεραστεί, τότε επιστρέφουμε σε μια κανονικότητα στις διερευνητικές, η οποία μπορεί να επιτρέψει μια συμβιβαστική λύση για το εύρος της αιγιαλίτιδας στο Αιγαίο. Κάτι που θα επιτρέψει την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων για τις θαλάσσιες ζώνες.
Και από το σημείο αυτό αρχίζουν οι μεγάλες δυσκολίες, καθώς, όπως είναι γνωστό, οι δύο χώρες έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τα όρια υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ που δικαιούνται. Συνεπώς, αν υπάρχει καλή πίστη στους δύο συνομιλητές, θα πρέπει, αργά ή γρήγορα, να μετατραπούν οι διαπραγματεύσεις ουσίας σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού με σκοπό την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, στη Χάγη, το οποίο είναι το μόνο δικαιοδοτικό όργανο που έχει τεράστια εμπειρία σε οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών. Το δε τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή η απόφαση του Δικαστηρίου είναι δεσμευτική για τα μέρη. Ετσι, κανένα από τα δύο μέρη δεν δικαιούται να αμφισβητήσει την απόφαση, έστω κι αν αυτή δεν δίδει την έκταση των δικαιωμάτων στις ζώνες που θα επιθυμούσε.
Αλλά, βεβαίως, είμαστε πολύ μακριά από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Προς το παρόν ας ελπίσουμε ότι θα συνεχιστεί το καλό μετασεισμικό κλίμα, που έδωσε το έναυσμα για τη βελτίωση των σχέσεων (όχι, όμως, και τον πραγματικό λόγο), και πως η Τουρκία θα δει, για πρώτη φορά, το πραγματικό συμφέρον της. Το οποίο δεν είναι άλλο από μια ειρηνική συμβίωση με τους γείτονές της. Και πως η ειρηνική συμβίωση απαιτεί πραγματισμό και λογική, πέρα από στείρους εθνικισμούς και μεγαλοϊδεατισμούς. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προκόψουμε σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου στην οποία ταχθήκαμε να ζούμε. Και, εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι περνάμε μια περίοδο, που τηρουμένων όλων των αναλογιών, προσομοιάζει με την εποχή του Ελσίνκι. Ελπίζεται, όμως, το Βίλνιους να μη έχει την οικτρά κατάληξη που είχε το Ελσίνκι.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας