Οι σχεδιασμοί της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο
Πηγή Φωτογραφίας: Eurokinissi (Αρχείου)
Κάθε νέα δημόσια παρέμβαση των επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας αποτυπώνει όλο και με εναργέστερο τρόπο την προσέγγιση της Αθήνας στην καινοφανή πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν και πριν από τους φονικούς σεισμούς στην Τουρκία κάτι τέτοιο θα φάνταζε σχεδόν απίθανο, σήμερα, περίπου επτά μήνες μετά, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών κατατάσσουν τη συγκυρία στην κατηγορία των «ιστορικών ευκαιριών» καταλλαγής στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
Οι λόγοι για τη θέση αυτή έχουν αναλυθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και είναι πιθανώς σε κάποιο βαθμό βάσιμοι, αλλά από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι καλλιεργούνται υπερβολικές προσδοκίες. Ο κύριος στόχος της κυβέρνησης κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός πλαισίου ειρηνικής συνύπαρξης με την Τουρκία ήταν να εξασφαλίσει την απαραίτητη ηρεμία για την υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και να σταματήσει να σπαταλά διπλωματικό κεφάλαιο σε αέναες αντιπαραθέσεις. Σταδιακά, όμως, γίνεται σαφές ότι η επιχείρηση σύγκλισης με την Άγκυρα αποτελεί στρατηγική επιλογή της Αθήνας.
«Θέλουμε να αφήσουμε μία σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, η οποία παρακαταθήκη θα είναι, στην πραγματικότητα, μία ήσυχη γειτονιά. Διότι, όταν έχεις μία ήσυχη διεθνή γειτονιά, τότε μπορείς να αναπτύξεις και το εσωτερικό σου, απερίσπαστος και να μπορέσεις να δεις με διαφορετικό μάτι πιο θετικά πράγματα». Σε αυτήν την πλέον χαρακτηριστική φράση του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη αποτυπώνεται η ουσία του σκεπτικού της κυβέρνησης: Η Αθήνα δεν δραστηριοποιείται προς αυτήν την κατεύθυνση απλώς για να κερδίσει χρόνο. Ο σχεδιασμός είναι σαφέστατα μακροπρόθεσμος, ξεπερνά τα όρια της τετραετίας και προφανώς συμπεριλαμβάνει το παλαιό σκεπτικό με βάση το οποίο «η ειρήνη στο Αιγαίο θα οδηγήσει σε αναπτυξιακή έκρηξη τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία».
Λίγες ώρες μετά τη συνέντευξη του υπουργού Εξωτερικών στην ΕΡΤ, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας για τη Λιβύη μετατοπίστηκε. Αυτό αποτελεί μέρος της συνεχιζόμενης επανεξισορρόπησης στην Ανατολική Μεσόγειο, μια κίνηση που χαιρετίζεται από την πλειοψηφία των αναλυτών. Η Αθήνα και το Κάιρο συμφωνούν για το πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί η κατάσταση στη Βόρεια Αφρική μετά τον εμφύλιο πόλεμο και το καθεστώς Σίσι βρίσκεται σήμερα σε επαφή τόσο με τις προσωρινές κυβερνήσεις στην Άγκυρα όσο και με την Τρίπολη, οπότε δεν ήταν λογικό η Ελλάδα να μείνει εντελώς εκτός αυτού του πλαισίου.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αναμενόταν ότι θα γινόταν τουλάχιστον κάποια αναφορά στο παράνομο μνημόνιο και στις βασικές ανησυχίες της ελληνικής διπλωματίας σχετικά με το μέλλον της Λιβύης. Το μνημόνιο αποτελεί το πρώτο πρακτικό βήμα για την εφαρμογή της “γαλάζιας πατρίδας”, το οποίο παραβιάζει όλες τις διατάξεις του Δικαίου της Θάλασσας και αρνείται στο σύνολό του τις βασικές νομικές αξιώσεις της Αθήνας στο καίριο ζήτημα της διευθέτησης των θαλασσίων υδάτων.
Επιπλέον, η κυβέρνηση της Τρίπολης είναι προσωρινή, άμεσα εξαρτημένη από ξένα στρατεύματα και στρατούς και, όπως έχει ουσιαστικά αποδειχθεί, δεν κάνει αυτό που είναι απαραίτητο για τον λόγο ύπαρξής της, δηλαδή την πραγματοποίηση ελεύθερων εκλογών. Ό,τι κι αν κάνει στο εσωτερικό της χώρας, πρόκειται για μια κυβέρνηση που, όπως και η Τουρκία, δεν έχει καμία νομιμοποίηση να δεσμεύσει τη χώρα σε διεθνείς συμφωνίες.
Σύμφωνα με κάθε διπλωματική λογική, τα δύο παραπάνω θέματα που έχουν προκαλέσει το ρήγμα μεταξύ Αθήνας και Τρίπολης θα τεθούν στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Λιβύης, η οποία έχει συμφωνηθεί να πραγματοποιηθεί στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο. Αλλά πιστεύουν πολλοί ότι η προσωρινή λιβυκή κυβέρνηση θα υποχωρήσει; Κατ’ επέκταση, πιστεύουν πολλοί ότι η Τουρκία θα ξεπλύνει το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο συνεννόησης και θα βάλει ξαφνικά στο ράφι τη δική της θεωρία περί “νόμιμου” ζωτικού χώρου στην Ανατολική Μεσόγειο; Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, ο Γιώργος Γεραπετρίτης και η Νάιλα Μανγκους θα συμφωνήσουν απλώς ότι διαφωνούν; Και τι ακριβώς κερδίζει η Αθήνα από αυτή την εξέλιξη; Αν υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στις τρέχουσες ρυθμίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, λίγοι θα τον αμφισβητούσαν. Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ασκούν επιρροή σε όλους τους περιφερειακούς παράγοντες στην ευρύτερη περιοχή. Οι ΗΠΑ εισέρχονται σε λίγους μήνες σε προεκλογική περίοδο. Ακόμη και αν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλα θα επανέλθουν σε κατάσταση αναστολής, είναι βέβαιο ότι οι “αγκύλες” θα ανοίξουν, χωρίς να γνωρίζουμε πότε και πώς θα κλείσουν. Είναι εξίσου αλήθεια ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε νέες γεωπολιτικές και ενεργειακές ανάγκες.
Και για να κλείσουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, η τρίτη και ίσως σοβαρότερη παραδοχή είναι ότι το «κλειδί» των εξελίξεων για τις ελληνο-τουρκικές θέσεις βρίσκεται στην Άγκυρα. Ο επερχόμενος πολιτικός διάλογος με την Τουρκία δεν εξαρτάται τόσο από την Ελλάδα – εκτός κι αν η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις, κάτι που μοιάζει απίθανο, κυρίως λόγω των αντιδράσεων που θα προκληθούν στο εσωτερικό. Επαφίεται, λοιπόν, στον Ερντογάν και στη διάθεσή του να ανατρέψει τις πάγιες θέσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά, η Αθήνα βάζει σε μια σειρά τις ψηφίδες της τρέχουσας Ιστορίας και φαίνεται να καταλήγει στο «αν όχι τώρα πότε;».
Και στο παρελθόν, όμως, υπήρξαν «ευκαιρίες». Με ορισμένες εξαιρέσεις στο Κυπριακό, οι ευκαιρίες αυτές δεν χάθηκαν από την Ελλάδα, αλλά με ευθύνη της Τουρκίας.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας