Το νέο κύμα των αυξήσεων έρχεται μετά από 9 μήνες υποχώρησης του πληθωρισμού και σε μια περίοδο που και οι δύο πλευρές του Ατλαντικού είχαν πιστέψει ότι ο κίνδυνος είχε πια περάσει. Στο μεταξύ ο υψηλός πληθωρισμός επιβράδυνε σημαντικά την ανάκαμψη της Ευρωζώνης από την κρίση του κορονοϊού, ενώ ανάγκασε την ΕΚΤ να παίξει μετά από 11 χρόνια το χαρτί της νομισματικής πολιτικής και ειδικότερα της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μετά από μια μακρά περίοδο μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων, η Ελλάδα και η υπόλοιπη Ευρώπη βρέθηκαν υπό πίεση από επιτόκια κοντά στο 4%.
Το χειρότερο είναι ότι αν οι πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ημερών έχουν διάρκεια και οδηγηθούμε ξανά σε υψηλό πληθωρισμό, σημαίνει ότι το “όπλο” της νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποιεί η Κεντρική Τράπεζα του ευρώ δεν λειτουργεί ή τουλάχιστον δεν έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Συνεπώς η ΕΚΤ πολύ σύντομα θα βρεθεί προς του διλήμματος του να συνεχίζει τις αυξήσεις των επιτοκίων ρίχνοντας σε ύφεση τη ζώνη ευρώ για το δεύτερο μισό του 2023 και το 2024 ή να εγκαταλείψει την προσπάθεια για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού μετά από προσπάθεια ενός έτους. Και στις δύο περιπτώσεις ο κίνδυνος να κυλήσει η Ευρώπη σε στασιμοπληθωρισμό είναι μεγάλος. Τούτο με δεδομένο ότι το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής μεταδίδεται καλύτερα όταν θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα πληθωρισμό “ζήτησης”. Δηλαδή αυξήσεις τιμών οι οποίες είναι αποτέλεσμα υψηλών εισοδημάτων και υπερβάλλουσας ζήτησης. Οι πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται από το τέλος του 2021 μετά το άνοιγμα των οικονομιών από τους περιορισμούς του κορονοϊού, και έγιναν μεγαλύτερες από το πόλεμο στην Ουκρανία, είναι ένας ιδιότυπος πληθωρισμός που προκαλείται από την έλλειψη προσφοράς σε τρόφιμα και καύσιμα.
Πλέον, όλοι στην Ευρώπη κρατούν την ανάσα τους για το αν οι κλιματολογικές συνθήκες θα είναι και το φετινό φθινόπωρο μια παρατεταμένη άνοιξη όπως το 2022; ή ένα κλασικό ευρωπαϊκό φθινόπωρο που θα αυξήσει τη ζήτηση και θα πιέσει προς τα πάνω τις τιμές. Είναι η Ευρώπη έτοιμη και ενεργειακά επαρκής να αντιμετωπίσει έναν κρύο χειμώνα μετά την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο; Προς το παρόν οι αγορές αμφιβάλλουν αυξάνοντας την τιμή του αργού κατά 15% σε λίγες εβδομάδες και του φυσικού αερίου κατά 36% μέσα σε λίγες μόνο μέρες.
Υψηλό το κόστος
Η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα για να αμβλύνει τις συνέπειες των διαδοχικών κρίσεων, αρχικά του κορονοϊού και στη συνέχεια των υψηλών τιμών σε τρόφιμα και ενέργεια. Τα μέτρα στήριξης κατά της ακρίβειας για τη διετία 2022-2023 κόστισαν περίπου 18 δισ.ευρώ από τα οποία 11 δισ. ευρώ διατέθηκαν για τις επιδοτήσεις των τιμολογίων του ρεύματος σε ιδιώτες και επιχειρήσεις.
Παρά την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας η οποία αναπτύχθηκε με ρυθμό 5,9% το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει με 2,3% το 2023, η ζημιά του πληθωρισμού στην ανάπτυξη ήταν τεράστια. Το ΑΕΠ έχασε 9,6% το 2022 και αναμένεται να χάσει φέτος 4,8% μόνο λόγω πληθωρισμού.
Οι αυξήσεις στον κατώτερο μισθό κατά 9,7% το 2022 και 9,4% που δόθηκε από τον περασμένο Απρίλιο, στο μεγαλύτερο μέρος τους εξανεμίστηκαν ως αγοραστική δύναμη, λόγω της αύξησης των τιμών. Ακόμη και τώρα η πτώση της ανεργίας η οποία αναμένεται στο τέλος του χρόνου στο 11,3% από το 13,8% το 2022, θα ήταν μεγαλύτερη αν δεν είχαμε το βάρος του πληθωρισμού.
Οι νέοι κίνδυνοι
Μια νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2022 θα εγκυμονούσε νέους και ίσως μεγαλύτερους κινδύνους για την οικονομία το υπόλοιπο του 2023 αλλά και το 2024, σε πέντε συν έναν τομείς.
Η επιβράδυνση της οικονομίας. Η μεγαλύτερη επίπτωση της επανόδου του πληθωρισμού είναι η επιβράδυνση της ανάπτυξη της οικονομίας τόσο για φέτος όσο και για το 2024. Ούτως ή άλλως η ανάπτυξη επιβράδυνε από το 5,9% που κατέγραψε το 2022 στο 2,3% για φέτος όπως συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η εκτίμηση για τον φετινό πληθωρισμό είναι ότι από το 9,9% το 2022 θα υποχωρήσει στο 4,5%. Αν ο μέσος πληθωρισμός κινηθεί πιο ψηλά, η ανάπτυξη θα υποχωρήσει περαιτέρω. Την αναμενόμενη επιβράδυνση του ελληνικού ΑΕΠ θα επιτείνει η επιβράδυνση της Ευρωζώνης η οποία βρίσκεται σήμερα στα όρια της επιβράδυνσης. Τη χαριστική βολή θα δώσει η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, η οποία σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού θα έχει δύο επιλογές: είτε να διατηρήσει τα επιτόκια του ευρώ στα σημερινά υψηλά επίπεδα περιμένοντας να υποχωρήσει ο πληθωρισμός, είτε να κάνει ένα βήμα μπροστά αυξάνοντας τα επιτόκια από το σημερινό 3,75% στο 4%-4,5%, διακινδυνεύοντας βαριά και παρατεταμένη ύφεση για την Ευρωζώνη, η οποία μαζί με τον υψηλό πληθωρισμό θα οδηγούσε στο επικίνδυνο –ιδιαίτερα για την Ελλάδα που βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης– φαινόμενο του “στασιμοπληθωρισμού”.
Η ανάγκη για νέα μέτρα στήριξης. Παράλληλα με τη μεγάλη ανησυχία για την ανάπτυξη, η μεγάλη περίοδος υψηλού πληθωρισμού θα έχει ως αποτέλεσμα νέες πιέσεις για μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών τα οποία έχουν κοστίσει πολύ. Μάλιστα αν οι πιέσεις από το επίπεδο των τιμών ενταθούν, θα χρειαστεί να συνδράμει και ο Προϋπολογισμός για τα νέα μέτρα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μπει σε κίνδυνο ο δημοσιονομικός στόχος της χώρας για πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ φέτος και 2,1 % του ΑΕΠ το 2024. Τούτο, δε, χωρίς να υπολογιστεί το γεγονός ότι το θέμα των μέτρων στήριξης θα πρέπει να ανοίξει ξανά σε επίπεδο Eurogroup. Αυτό, δε, τη στιγμή κατά την οποία, με βάση την απόφαση του Ιουνίου, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να προχωρήσουν σε σταδιακή απόσυρση όλων των μέτρων στήριξης μέχρι και το τέλος του χρόνου.
Η ιδιωτική κατανάλωση. Ένας ακόμη μεγάλος κίνδυνος αφορά την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η μείωση της αγοραστικής δύναμη των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων θα γίνει μεγαλύτερη από τις αυξήσεις των τιμών. Αυτό θα κάνει πιο απότομη την πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης από μια αύξηση που έφτασε το 7,8% το 2022. Φέτος η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης για το πρώτο τρίμηνο του χρόνου υποχώρησε κι έφτασε το 3% έναντι αρχικής πρόβλεψης για αύξηση 1,3% για το σύνολο του 2023. Ο δείκτης λιανικής για τους πρώτους πέντε μήνες έδωσε σημάδια ανάκαμψης με θετικούς τους τρεις στους πέντε πρώτους μήνες του χρόνου. Μια αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων θα έστελνε την ιδιωτική κατανάλωση σε στασιμότητα ή και σε μείωση χτυπώντας άμεσα το ΑΕΠ. Τούτο με δεδομένο ότι η ιδιωτική κατανάλωση παράγει πάνω από το 65% του ΑΕΠ της χώρας.
Οι εξαγωγές. Ο δυναμικός τομέας των εξαγωγών μετά από μεγάλες αυξήσεις που είχε το 2021 και το 2022 καταγράφει για το πρώτο εξάμηνο του χρόνου οριακή μείωση κατά 0,5% λόγω και της μείωσης της αξίας των εξαγώγιμων καυσίμων. Ωστόσο, αν ο πληθωρισμός αυξηθεί, η Ευρωζώνη που αποτελεί βασικό εμπορικό μας εταίρο θα υποχωρήσει σε ύφεση και αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις ελληνικές εξαγωγές τόσο προς την Ευρώπη όσο και προς τρίτες χώρες.
Η αναστολή επενδύσεων. Ο κρίσιμος τομέας των επενδύσεων θα χτυπηθεί επίσης από ένα πληθωριστικό κύμα τη χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα ποντάρει κυρίως στις επενδύσεις για την οικονομική μεγέθυνση του 2023. Η διαφορά σε σχέση με το 2022 είναι ότι φέτος διάγουμε μια περίοδο υψηλών επιτοκίων τα οποία φυσικά δεν θα υποχωρήσουν σε επίπεδο υψηλού πληθωρισμού. Η Ελλάδα έχει εξασφαλισμένο ένα κεφάλαιο ύψους 12,7 δισ. χαμηλότοκων δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης για επενδύσεις. Ωστόσο το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί και με τραπεζικό δανεισμό, το κόστος του οποίου θα είναι υψηλό. Κάποιες από τις μεγάλες επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αντέξουν το κόστος και να προχωρήσουν στην επένδυσή τους. Αυτό δεν ισχύει για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν πιο περιορισμένες δυνατότητες. Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες επενδύσεις, ειδικά από ιδιώτες για αγορά κατοικίας, οι ενδιαφερόμενοι θα είναι πολύ λιγότεροι λόγω υψηλών επιτοκίων και φαινομένου “φούσκας” στις τιμές των ακινήτων. Το ίδιο και οι άμεσες ξένες επενδύσεις προς τη χώρα μας οι οποίες μάλλον θα αναβληθούν για καλύτερες μέρες. Όλα αυτά ενώ η Ελλάδα έχει βασίσει το αναπτυξιακό της αφήγημα πάνω στην αύξηση των επενδύσεων από τις οποίες περιμένει 32 δισ. μόνο για το 2023.
Το ισοζύγιο πληρωμών. Μια ακόμη ζημιά από τον υψηλό πληθωρισμό θα έχουμε στο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Από το 9,7% του ΑΕΠ που έφτασε το 2022 αναμένεται για φέτος να υποχωρήσει στο 6,8% του ΑΕΠ με δεδομένο ότι οι τιμές της ενέργειας θα μείνουν στα επίπεδα που βρίσκονται πριν από τρεις εβδομάδες. Αν έχουμε νέα κλιμάκωση του πληθωρισμού στην ενέργεια θα πρέπει να περιμένουμε η υποχώρηση του ελλείμματος να είναι πολύ μικρότερη από την αναμενόμενη, ίσως και μηδενική.
Πηγή: capital.gr
Το σχόλιο σας