Συγκρούσεις και εντάσεις στους κόλπους των ρωσικών αρχών δημιουργούν τα προβλήματα της ρωσικής οικονομίας, οι διαφορετικές απόψεις των ιθυνόντων και οι πρόσφατες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.
Σε μια προσπάθεια να ανακόψει τον πληθωρισμό που το τελευταίο τρίμηνο κυμαίνεται κατά μέσον όρο στο 7,6%, η Τράπεζα της Ρωσίας προχώρησε την Τρίτη σε μια αιφνιδιαστική και θεαματική αύξηση των επιτοκίων κατά 350 μονάδες βάσης στο πλαίσιο έκτακτης συνεδρίασης, φθάνοντας έτσι το κόστος δανεισμού στο 12%.
Ηταν παράλληλα μια προσπάθεια να σταματήσει τη συνεχή διολίσθηση του ρωσικού νομίσματος, που είχε ήδη υπερβεί τα 100 ρούβλια προς ένα δολάριο. Είχε προηγηθεί δήλωση του Μαξίμ Ορέσκιν, προσωπικού οικονομικού συμβούλου του Ρώσου προέδρου, που σε άρθρο του σε ρωσική εφημερίδα είχε αποδώσει την επιτάχυνση του πληθωρισμού και την πτώση του νομίσματος στην «άκρως χαλαρή νομισματική πολιτική» που τηρεί εδώ και μήνες η Τράπεζα της Ρωσίας. Υποστήριζε μάλιστα πως η Τράπεζα της Ρωσίας «διαθέτει όλα τα αναγκαία εργαλεία για να εξομαλύνει την κατάσταση».
Την προηγούμενη εβδομάδα η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε ότι διακόπτει μέχρι το 2024 τις παρεμβάσεις της στην αγορά συναλλάγματος, και συγκεκριμένα τις αγορές σκληρών νομισμάτων, για να περιορίσει την αστάθεια του νομίσματος. Η κίνηση απεδείχθη ατελέσφορη, καθώς δεν κατόρθωσε να ανακόψει την υποχώρηση του ρουβλίου. Οι πωλήσεις ξένων νομισμάτων είναι μια πολιτική στην οποία καταφεύγει συχνά η Ρωσία προκειμένου να εξισορροπήσει τη μείωση των εισοδημάτων από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Νωρίτερα, όμως, είχε αποδώσει την εκτόξευση του πληθωρισμού και την πτώση του νομίσματος στη συρρίκνωση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών, που στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους μειώθηκε κατά περισσότερο από 85%. Με διαφορά λίγων ωρών, όμως, ο Ανατόλι Ακσάκοφ, εισηγητής επιτροπής της Δούμα για θέματα χρηματαγορών, είχε δηλώσει πως «η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος είναι υπό τον έλεγχο του κράτους».
Εχοντας συντονίσει τα μέτρα για την αναδιάταξη της ρωσικής οικονομίας και επιτυγχάνοντας να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις από την εντεινόμενη οικονομική απομόνωση της Μόσχας και τις κυρώσεις της Δύσης, το Κρεμλίνο και η Τράπεζα της Ρωσίας φαίνεται να οδεύουν προς μετωπική σύγκρουση καθώς διαφωνούν κάθετα ως προς τα αίτια της πτώσης του νομίσματος.
Σύμφωνα με την Αγκάθα Νεμπαρέ, υπεύθυνη διεθνών προβλέψεων στην Economist Intelligence Unit, είναι εύστοχη η εκτίμηση της κεντρικής τράπεζας πως η δραματική μείωση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας είναι ο καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί σε άνοδο του πληθωρισμού. Μιλώντας στο CNBC η εν λόγω οικονομολόγος τόνισε πως «αιτία είναι οι κυρώσεις της Δύσης που πλήττουν τα έσοδα της Ρωσίας από τις πωλήσεις υδρογονανθράκων και παράλληλα οδηγούν σε αύξηση του κόστους των εισαγωγών». Η ίδια εκτιμά πως «το ρούβλι έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο και θα εξακολουθήσει να υποχωρεί».
Αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, το ρούβλι σημείωσε δραματική πτώση, με την ισοτιμία του να διαμορφώνεται στα 130 προς ένα δολάριο. Στη συνέχεια η κεντρική τράπεζα κατέφυγε σε περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίου και πέτυχε να σταθεροποιήσει το νόμισμα σε επίπεδα ανάμεσα στα 50 με 60 ρούβλια προς ένα δολάριο. Eκτοτε, όμως, χαλάρωσε τους περιορισμούς για να στηρίξει την οικονομία, με αποτέλεσμα να επιστρέψει το νόμισμα σε πτωτική πορεία. Σύμφωνα με τη Στεφανί Κένεντι, οικονομολόγο στην Julius Baer, πιθανότερη διέξοδος τώρα για την Τράπεζα της Ρωσίας θα είναι να επανέλθουν αυστηρότεροι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίου.