Ζήτημα αξιοπιστίας τίθεται πλέον, σύμφωνα με την υπουργό Πολιτισμού, για το Βρετανικό Μουσείο, ύστερα και από τις αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως της επικαιρότητας αναφορικά με κλοπές αντικειμένων υψηλής αρχαιολογικής και μουσειολογικής αξίας.
«Η απώλεια, η κλοπή, η φθορά αντικειμένων από τις συλλογές ενός μουσείου είναι εξαιρετικά σοβαρό και ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός. Όταν μάλιστα αυτό συμβαίνει εκ των έσω, πέρα από την όποια ηθική και ποινική ευθύνη τίθεται μείζον ζήτημα αξιοπιστίας του ίδιου του μουσειακού οργανισμού», τόνισε η κυρία Μενδώνη σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής», για να συμπληρώσει ότι «όταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, προφανώς τίθεται θέμα ασφάλειας και ακεραιότητας για το σύνολο των εκθεμάτων του μουσείου».
Εκτιμώντας ότι η κλοπή των θησαυρών από το Βρετανικό Μουσείο ενισχύει το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα, η υπουργός Πολιτισμού εξηγεί ότι οι αρχαίοι αυτοί ελληνικοί θησαυροί έχουν “κακοποιηθεί” πολλές φορές κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Λονδίνο, μαρτυρώντας την εγκατάλειψη του κτιρίου, καθώς και περιστατικά που προκλήθηκαν από τα νερά της βροχής στον εκθεσιακό χώρο το 2019 και το 2021.
Υπενθύμισε μέσα από τις σελίδες του «Βήματος της Κυριακής» ότι για σχεδόν έναν αιώνα από το 1816 τα γλυπτά όχι μόνο ήταν εκτεθειμένα στην ακραία ατμοσφαιρική ρύπανση του Λονδίνου, αλλά είχαν τοποθετηθεί και σε ένα δωμάτιο με μια θερμάστρα χωρίς καμινάδα που έκαιγε κάρβουνο (!).
Ως αποτέλεσμα, η επιφάνεια του γλυπτού μαυρίστηκε και διαβρώθηκε, σημείωσε η κ. Μενδώνη, προσθέτοντας ότι δύο φορές, το 1817 και το 1837, και μέχρι το 1930, το γλυπτό καθαρίστηκε με έναν εντελώς ανορθόδοξο τρόπο. Πράγματι, τη δεκαετία του ’30, χρησιμοποιήθηκαν συρμάτινες βούρτσες και χημικά για να αφαιρεθεί η αρχαία πατίνα!