Ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές της εγχώριας αγοράς μετοχών, έστειλε η HSBC, μέσω της σύστασης «overweight» που διατηρεί, και των επτά κορυφαίων επενδυτικών επιλογών που προτείνει στα χαρτοφυλάκια για έκθεση στο ισχυρό εγχώριο επενδυτικό «story».
Όπως σημειώνει ο βρετανικός οίκος, η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες αγορές όπου ένα ισχυρό «top – down» αφήγημα συμπληρώνεται από καλές «bottom – up» ιδέες. Για τις ελληνικές τράπεζες, οι «επιθετικοί» χειρισμοί της ΕΚΤ και τα χαμηλά beta καταθέσεων συνεπάγονται υψηλότερα επίπεδα καθαρών εσόδων από τόκους από ό,τι εκτιμά το consensus αλλά και επίπεδα αποτιμήσεων, με την Alpha Bank να αποτελεί το πρωτιμώμενο «play», όπως προαναφέρθηκε. Οι θετικοί μακροοικονομικοί παράγοντες υποστηρίζουν επίσης τη σταθερή επενδυτική θέση για τις εταιρείες του retail. Η αύξηση των μισθών και η ενίσχυση της απασχόλησης θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη των λιανικών πωλήσεων. Από αυτή την άποψη, η HSBC θέτει ισχυρές βάσεις τόσο για τον ΟΠΑΠ όσο και για τη Jumbo, με την τελευταία να υποστηρίζεται και από το θετικό «story» ανάπτυξης της αγοράς της Ρουμανίας. Επιπλέον, ο αναλυτής που καλύπτει τον κλάδο των αεροπορικών εταρειών «βλέπει» την Aegean ως το καλύτερο «play» γύρω από τον τομέα των ταξιδιών αναψυχής, η οποία παραμένει ισχυρή μετά την πανδημία του κορονοϊού.
Αναλυτικότερα:
– Eurobank (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 2,20 ευρώ): Σύμφωνα με την HSBC, η Eurobank διαθέτει έναν ισχυρό ισολογισμό και ένα διαφοροποιημένο business model που επιφέρει περίπου το 35% των κερδών του ομίλου εκτός Ελλάδας. Χάρη στους θετικούς «καταλύτες» από την αύξηση των επιτοκίων, ο βρετανικός οίκος αναμένει ότι ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROTE, της τράπεζας θα φτάσει στο 15% το 2023, στη βάση του οποίου ο δείκτης λογιστικής αξίας P/TBV στο 0,83x για φέτος δείχνει ελκυστικός. Σημειώνεται η Eurobank βρίσκεται σε διαδικασία επαναγοράς των 52.080.673 μετοχών της (1,4%) που κατέχει το ΤΧΣ (αποτελεί το βασικό σενάριο – και της πιθανής μετέπειτα ακύρωσής του) σε ένα εύρος τιμήματος μεταξύ 1,10 – 1,90 ευρώ. Η ολοκλήρωση αυτής της συναλλαγής θα ανοίξει το δρόμο για διανομές μερισμάτων από τα κέρδη της χρήσης του 2023 και θα άρει τις όποιες ανησυχίες για «stock overhang» (υπερπροσφορά μετοχών), ενώ η Εθνική Τράπεζα και η Τράπεζα Πειραιώς εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες με αυτόν τον κίνδυνο, λόγω των σημαντικών ποσοστών που κατέχει το ΤΧΣ και των σχεδίων εξόδου αυτού.
– Εθνική Τράπεζα (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 7,95 ευρώ): Ο ισχυρός ισολογισμός και το ισχυρό franchise καταθέσεων λιανικής της Εθνικής, τη βοηθούν να ξεχωρίζει μεταξύ των υπόλοιπων συστημικών. Επιπλέον, δημιουργεί τα υψηλότερα βιώσιμα επίπεδα σε δείκτη ROTE έναντι των υπολοίπων, με περαιτέρω ανοδική πορεία, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο βελτίωσης στο σκέλος των προμηθειών και του λειτουργικού κόστους. Η ισχυρή δυναμική των καθαρών εσόδων από τόκους της Εθνικής τα τελευταία τρία τρίμηνα έχει υποτιμηθεί από τις αγορές και ο εκτιμώμενος δείκτης ROTE για φέτος στο 14%, όπως και ο δείκτης CET1 στο 18% αξίζουν μια αποτίμηση πιο κοντά σε σύγκριση με το 0,82x για το δείκτη P/TBV για το φέτος. Η διοίκηση έδειξε επίσης το δρόμο – κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου – για την αξιοποίηση της πολύ υψηλής ρευστότητας της τράπεζας για εξαγορές, κάτι που η HSBC βρήκε άκρως από την πλευρά της ανάπτυξης, τη βελτιστοποίησης του κεφαλαίου και τις προοπτικές για το δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROE. Οποιοδήποτε πιθανό «overhang» που σχετίζεται με την αναμενόμενη έξοδο του ΤΧΣ και την πώληση του 41% μέχρι το 2025, φαίνεται να είναι το βασικό εμπόδιο για ένα περαιτέρω re – rating, σύμφωνα με τον Cihan Saraoglu, αρμόδιο αναλυτή της HSBC για τις ελληνικές τράπεζες.
– ΟΠΑΠ (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 20 ευρώ): Η HSBC διατηρεί μια θετική σύσταση για τη μετοχή, υπό το πρίσμα της ευρύτερης προοπτικής ανάπτυξης της εταιρείας βραχυπρόθεσμα, που υποστηρίζεται περαιτέρω από τη σταδιακή ανάπτυξη από τα τερματικά VLTs και το διαδικτυακό «κανάλι». Οι αναλυτές θεωρούν ότι το online σκέλος θα παραμείνει ο βασικός «μοχλός» ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, καθώς συνεχίζει να αναπτύσσεται δυναμικά και να παίρνει μερίδιο αγοράς από το retail. Ο ΟΠΑΠ διατηρεί μια σταθερή θέση στο πλαίσιο του online, με τη Stoiximan και το σχεδιασμό της να ενισχύσει τη διαδικτυακή της παρουσία και προσφορά να δυναμώνει περαιτέρω την ανάπτυξη των καθαρών εσόδων προ εισφορών (GGR) μεσοπρόθεσμα. Ο επενδυτικός οίκος αναμένει ότι το μερίδιο του ΟΠΑΠ στο διαδίκτυο θα αυξηθεί στο 25% έως το 2025, ενώ βραχυπρόθεσμα (δηλαδή το 2023) αναμένει μια συνεχή, ισχυρή ανάπτυξη από όλους τους κλάδους.
Μετά την ενότητα του «online», τα VLTs αποτελούν το μεγαλύτερο «μοχλό» ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα για τον ΟΠΑΠ. Τα VLTs κατέγραψαν μια ισχυρή διαρθρωτική ανάπτυξη τα τελευταία δύο τρίμηνα, με περαιτέρω δυναμική το επόμενο διάστημα, καθώς ο ΟΠΑΠ εστιάζει στην υψηλότερη δέσμευση των πελατών, γύρω από τη βελτιστοποίηση των VLTs, έχοντας μέχρι στιγμής αντικαταστήσει τερματικά VLTs ύψους 7K (από τα 25K που έχουν άδεια στην Ελλάδα) με καλύτερα χαρακτηριστικά προς τους πελάτες του (μοντέρνο σχεδιασμό, μεγάλη οθόνη, νέα παιχνίδια HD). Τα υπόλοιπα VLTs θα αντικατασταθούν επίσης σταδιακά και, ως εκ τούτου, η HSBC αναμένει μια διατήρηση του momentum των αυξητικών καθαρών εσόδων προ εισφορών και το 2023. Η μερισματική πολιτική του ΟΠΑΠ βασίζεται σε διανομές που υπερβαίνουν τα καθαρά κέρδη με κατώτατο όριο το 1 ευρώ ανά μετοχή, και οι αναλυτές αναμένουν χρηματικές διανομές, ύψους 1,3 ευρώ ανά μετοχή μεσοπρόθεσμα, που μεταφράζεται σε μια απόδοση της τάξεως του 8%. Επιπλέον, δεν υφίστανται σημαντικές κεφαλαιουχικές δαπάνες για τον ΟΠΑΠ αυτή τη στιγμή και η πλησιέστερη ανανέωση άδειας των παραχωρήσεων για τις λοταρίες ορίζεται για το 2026 (προϊόντα προς ανανέωση το 2026 – 2030 (αριθμητικές λοταρίες, στοίχημα) – 2035 (VLTs). Ο όμιλος έχει επίσης μειώσει σημαντικά το καθαρό επίπεδο του χρέους του και, ως εκ τούτου, έχει τη δυνατότητα να προβεί σε υψηλότερες διανομές μερισμάτων, με μια πιθανή ανοδική απόδοση της τάξεως του 2% – 4%, όπως φάνηκε πέρυσι (όπως και το 2020) όταν ο ΟΠΑΠ αύξησε τις αποδόσεις μέσω ειδικών μερισμάτων.
– Τράπεζα Πειραιώς (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 4 ευρώ): Τα ισχυρότερα καθαρά έσοδα από τόκους της Πειραιώς, η μείωση του κόστους και η βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού έχουν οδηγήσει το δείκτη ROTE της τράπεζας κοντά στα επίπεδα των υπόλοιπων συστημικών, περιορίζοντας έτσι το discount. Η HSBC βρίσκει «φθηνή» τη μετοχή της τράπεζας καθώς διαπραγματεύεται με δείκτη P/TBV στο 0,70x για δείκτη ROTE στο 13% για φέτος και εξακολουθεί να εμφανίζει ένα discount έναντι των αντίστοιχων στις παγκόσμιες αναδυόμενες αγορές όσο και στην Ευρώπη, αν και δεν εμφανίζονται πλέον ως η φθηνότερη στην πρώτη ζώνη από άποψη λογιστικής αξίας. Αν και η δυναμική της Πειραιώς στα καθαρά έσοδα από τόκους μπορεί να επιβραδυνθεί μεσοπρόθεσμα, δεδομένου του υψηλότερου κενού κάλυψης των περιθωρίων των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) και της απουσίας εσόδων από τις «γραμμές» TLTRO, οι αναλυτές εντοπίζουν έναν χώρο για μείωση τους κόστους και ομαλοποίηση του κόστους κινδύνου από το υψηλό του 2023, διατηρώντας τον δείκτη ROTE κοντά σε αυτόν της Eurobank και της Εθνικής. Ως εκ τούτου, ο οίκος υποστηρίζει το περαιτέρω κλείσιμο του discount της Πειραιώς, ώστε να αντανακλά μόνο τη χαμηλότερη κεφαλαιοποίησή της.
– Alpha Bank (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 2,20 ευρώ): H Alpha Bank αποτελεί το πρωτιμώμενο «play» μεταξύ των ελληνικών τραπεζών για την HSBC. Η μετοχή διαπραγματεύεται με ένα υψηλό discount, ήτοι με εκτιμώμενο δείκτη P/TBV για φέτος στο 0,58x έχοντας μια ανθεκτική προοπτική σε top – line έναντι των υπολοίπων. Η HSBC αναμένει ότι το αυξανόμενο χαρτοφυλάκιο τίτλων της Alpha και η υψηλότερη αύξηση των δανείων στο διεθνές σκέλος δραστηριοτήτων της, θα στηρίξουν τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), παρά τα αυξανόμενα beta καταθέσεων και το μεταβαλλόμενο μείγμα, επιτρέποντάς της να αποφύγει τυχόν συρρίκνωση των καθαρών εσόδων από τόκους το 2024, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το σχετικό discount της Alpha (που προκαλείται από τα υψηλότερα λειτουργικό κόστος, το υψηλότερο κόστος κινδύνου και τη χαμηλή μόχλευση) φτάνει στο τέλος της, καλύπτοντας τη διαφορά από τις υπόλοιπες, υπό το πρίσμα του καλύτερου, από το αναμενόμενο, ελέγχου κόστους, των ισχυρών εσόδων από διεθνείς δραστηριότητες και των υψηλών εσόδων από προμήθειες.
– Jumbo (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 33 ευρώ): Ο βρετανικός οίκος εντοπίζει πολλαπλούς «μοχλούς» ανάπτυξης για τη Jumbo, συμπεριλαμβανομένων της επέκτασης του δικτύου καταστημάτων της, της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου και των νέων λειτουργιών franchise, που υποστηρίζονται από ένα σταθερό business model. Η αύξηση των πωλήσεων της εισηγμένης παραμένει ισχυρή με 20% αύξηση σε ετήσια βάση στο επτάμηνο του 2023. Ωστόσο, το ευρύτερο πλαίσιο θα γίνει ελαφρώς πιο δύσκολο από εδώ και στο εξής, με την ισχυρότερη ανάπτυξη που προκύπτει από την επέκταση του δικτύου και την ανάκαμψη στη Ρουμανία, σε συνδυασμό με τις θετικές προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, να λειτουργούν εν μέρει υποστηρικτικά. Η Jumbo είναι σε θέση να διατηρήσει τη σχέση ποιότητας – τιμής, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του σταθερού επιχειρηματικού της μοντέλου – οδηγώντας έτσι σε μια πολύ ισχυρή πρόταση αξίας. Η εξομάλυνση των πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, ο διαχειρίσιμος πληθωρισμός στην Ελλάδα και οι ισχυρές αυξήσεις των μισθών, αναμένεται να βοηθήσουν περαιτέρω προς την κατεύθυνση ενός ευνοϊκότερου εμπορικού περιβάλλοντος για την εταιρεία. Ο βρετανικός οίκος βλέπει υψηλά περιθώρια επέκτασης στη Ρουμανία, ένα τμήμα που θα παραμείνει στο επίκεντρο της αναπτυξιακής στρατηγικής της Jumbo σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η Ρουμανία παραμένει μια κρίσιμη χώρα επέκτασης για τη Jumbo, εξαιτίας της υποδιείσδυσης του δικτύου καταστημάτων. Από την άλλη, μπορεί το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον να επαναφέρει το πλαίσιο γύρω από νέες ευκαιρίες επέκτασης στην Ελλάδα, αλλά κάτι τέτοιο, θα περιορίζονταν σε μερικά μόνο νέα καταστήματα, δεδομένου ότι η Jumbo λειτουργεί ήδη 53 καταστήματα στη χώρα. Βλέπουν μια ομαλοποίηση του μεικτού περιθωρίου κέρδους της Jumbo, παραμένοντας ωστόσο να κινηθεί υψηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο. Τα ισχυρά επίπεδα ρευστότητας και ισοδύναμων με μετρητά αποτέλεσαν αντισταθμιστικό παράγοντα για τη διαχείριση της δύσκολης περιόδου της πανδημίας και πλέον η διοίκηση προσανατολίζεται σε δράσεις και κινήσεις ανταμοιβής των μετοχών μέσω υψηλότερων μερισμάτων. Η HSBC βλέπει περιθώρια για περαιτέρω αύξηση των μερισμάτων, αλλά επί του παρόντος υποθέτει ένα ποσοστό διανομής επί των κερδών (pay – out) της τάξεως του 75% από το 2023 και έπειτα.
– Aegean (σύσταση «buy», τιμή στόχος τα 16,30 ευρώ): Η Aegean αποτελεί τη μεγαλύτερη – full service – αεροπορική εταιρεία στην Ελλάδα, κατέχοντας μερίδιο αγοράς της τάξεως του 60% στην εγχώρια αγορά και περίπου 20% στην αγορά Ελλάδας – Ευρώπης. Στην εγχώρια αγορά κυριαρχεί ο τομέας των ταξιδιών αναψυχής, ο οποίος παραμένει ισχυρος και έχει κυριαρχήσει στην ανάκαμψη μετά το πέρας της πανδημία του κορονοϊού. Ως μια τοπική αεροπορική εταιρεία, η Aegean υπήρξε ο βασικός αποδέκτης της ευρύτερης ανάκαμψης, «απολαμβάνοντας» την ισχυρότερη ανάκαμψη της ζήτησης μεταξύ των, αντίστοιχου βεληνεκούς, ευρωπαϊκών εταιρειών, όπου η πληρότητα – χωρητικότητα παραμένει περίπου στο 85% – 90% των προσφερόμενων χιλιομετρικών θέσεων προ πανδημίας, ενώ η Aegean αναμένει να φτάσει στο 110%. Ακόμη και η τάση προ – κρατήσεων για το υπόλοιπο του καλοκαιριού παραμένει ισχυρή.
Η εταιρεία έχει ενοποιήσει τις δραστηριότητές της στον βασικό της κόμβο στην Αθήνα, όπου η ζήτηση είναι συγκριτικά λιγότερο εποχιακή από ότι σε άλλες περιοχές της χώρας και ο ανταγωνισμός είναι χαμηλός, καθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές αεροπορικές εκτελούν δρομολόγια σε περιφερειακά αεροδρόμια και κυρίως σε νησιά, όπου η ζήτηση είναι ισχυρή το καλοκαίρι. Επιπλέον, το αεροδρόμιο της Αθήνας είναι ακριβό όσον αφορά τα τέλη προσγείωσης και ως εκ τούτου, δεν ταιριάζει με τη στρατηγική των «low cost» αεροπορικών εταιρειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της RDC Aviation, η Aegean κατέχει σχεδόν το 44% σε μερίδιο αγοράς στο αεροδρόμιο της Αθήνας, από 38% το 2019.
Πηγή: insider.gr