Ελλάδα

Όταν φλέγεται η ιδιαίτερη πατρίδα σου

Δεν ήταν ανάγκη να καεί σε τέτοιο βαθμό η ιδιαίτερη πατρίδα μας, για να τη θυμηθούμε.

 Κάθε καλοκαίρι σκέπτομαι να γράψω κάτι για τη Θράκη. Γράψε για τη Ροδόπη απ’ όπου κατάγεσαι, τα βουνά της με τα δάση που θα γίνονταν άνετα σκηνικό για μυθιστόρημα του Τόλκιν. Τόσο παρθένα φύση που μπορεί να δεις ακόμα και αγέλες με άγρια άλογα μπροστά σου.

Γράψε, σκέπτομαι, για τις γεμάτες ερωδιούς λιμνοθάλασσες που συναντάμε στο ταξίδι μας με το αυτοκίνητο, για τους πελαργούς που φωλιάζουν στους στύλους της ΔΕΗ, για τον περίφημο καφέ και τη στράτα της Κομοτηνής, για το σουτζούκ λουκούμ και τις περίφημες καριόκες της περιοχής, που κουβαλάω με τις σακούλες στην Αθήνα.

Η φωνή του μουεζίνη που ακούγεται από το τζαμί την αυγή αναμειγνύεται με τον ήχο των καμπανών της εκκλησίας και τα τραγούδια ραπ που τραγουδούν οι φοιτητές που επιστρέφουν από μια νυχτερινή έξοδο. Ένας πολυπολιτισμικός σουρεαλισμός που δεν υπάρχει πουθενά αλλού.

Γράψε, σκέπτομαι, για την Καβάλα και την Ξάνθη από τη μία, την Αλεξανδρούπολη από την άλλη. «Προς τα πού να πάω βόλτα;» Το ευχάριστο δίλημμα των καλοκαιριών σου.

Γράψε, συλλογιέμαι, για τη φωλιά των χωριών στα υψίπεδα της Ροδόπης, όπου είναι τόσο δροσερά που κοιμάσαι κάτω από μια ζεστή κουβέρτα στα μέσα του καλοκαιριού. Και καθώς περπατάς μέσα στο τοπίο μιας άλλης εποχής, μπορεί να εμφανιστεί μπροστά σας μια γιαγιά με παραδοσιακή φορεσιά και να σε κεράσει πομάκικη πίτα και τουρσί.

Γράψτε για το Φανάρι, σκέφτομαι, όπου μένω τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα χωριό με μπανγκαλόου που χτίστηκε τη δεκαετία του 1970 στην άκρη μιας παραλίας μήκους χιλιομέτρου. “Το Μαϊάμι της Ροδόπης”, αποκαλείται. Και κάθε χρόνο φέρνω από εκεί μια σακούλα κοχύλια για να διακοσμήσω το αστικό μου σαλόνι στην πόλη.

Μόλις δυο μέρες πριν, καθισμένη κάτω από βράχους με φίλους, έχοντας άμμο στα γόνατα και αλμύρα στα μαλλιά, χάζευες τη Σαμοθράκη και τη Θάσο να διαγράφονται πεντακάθαρα στον ορίζοντα του Θρακικού πελάγους. Τώρα αυτοί οι φίλοι αναρτούν βίντεο με θέα τα πύρινα μέτωπα δίπλα στα σπίτια και τις δουλειές τους και ο ορίζοντας έχει θολώσει από την κάπνα.

Και στη συνέχεια, πίσω στην τσιμεντοστρωμένη βάση, μια Αθηναία με θρακική καταγωγή, βλέπω γνωστά μέρη να περνούν από το timeline με θλιβερές φωτογραφίες και λεζάντες: «Το νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης εκκενώθηκε”, “Ασθενείς απομακρύνονται με πλοίο”. “Οικισμός απειλείται από τις φλόγες”. “Ποιμνιοστάσια έγιναν στάχτη”. “Κάτοικοι κλαίνε έξω από καμένα σπίτια”. “Απανθρακωμένος άνδρας βρέθηκε στην περιοχή Λευκίμμης Έβρου”.

Και μια ένοχη ερώτηση εντυπώνεται στη σκέψη:  στο κεφάλι σου: Γιατί δε έγραφα κάτι για τον τόπο μου, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, εδώ και τόσα χρόνια. Ένα αίσθημα απολογίας, σαν εκείνα τα «σε αγαπώ» που ξεχάσαμε να πούμε, όταν έπρεπε.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο