Έχοντας καταφέρει να ενσωματωθεί εν πολλοίς στην κυρίαρχη πολιτική σκηνή της Ευρώπης και να γίνει αποδεκτή από τους πιο μετριοπαθείς ομολόγους της στις Βρυξέλλες, η ακροδεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι ταράζει τα νερά στο μέτωπο της οικονομίας και δη των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της χώρας.
Στις 8 Αυγούστου, κατάφερε να οδηγήσει σε πτώση 2,7% τον τραπεζικό δείκτη της Ευρώπης, ανακοινώνοντας ότι προτίθεται να επιβάλει 40% φόρο απροσδόκητων κερδών στις τράπεζες. Μια κίνηση που αιφνιδίασε και ακινητοποίησε τους επενδυτές, για να αναδιπλωθεί την αμέσως επόμενη μέρα.
Οι αεροπορικές εταιρείες έχουν απορρίψει ασυζητητί άλλη κυβερνητική εξαγγελία για περιορισμό των τιμών όταν πετούν προς ορισμένους προορισμούς. Η ιταλική κυβέρνηση πρόκειται να έχει επαφές με στελέχη αεροπορικών εταιρειών τον επόμενο μήνα, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη αξιολογεί εάν το μέτρο συμμορφώνεται με το δίκαιο της ΕΕ.
Τακτική ευθυγράμμιση
Μέχρι στιγμής, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας και επικεφαλής του πρώτου ακροδεξιού κόμματος που ανλαμβάνει τα ηνία της χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μελόνι δείχνει να έχει ευθυγραμμιστεί σε μεγάλο βαθμό με τις κυρίαρχες πολιτικές θέσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, παρά τις ανησυχίες ορισμένων ότι θα ωθούσε τη χώρα της στο περιθώριο.
Για παράδειγμα, όπως γράφει το CNBC, δεν ήρθε σε ανοιχτή διαφωνία με αξιωματούχους της ΕΕ. Έχει επίσης δηλώσει την αμέριστη υποστήριξή της στην Ουκρανία, περιφρονώντας το γεγονός ότι ορισμένα από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου της είχαν στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο.
Ο Φεντερίκο Σάντι, ανώτερος αναλυτής στην εταιρεία συμβούλων Eurasia Group, μιλώντας στο CNBC, έκανε λόγο για ε «σημαντικό λάθος, ως προς την αντίληψη και την ουσία», σχολιάζοντας την αναδίπλωσή της όσον αφορά την επιβολή του φόρου στις τράπεζες.
«Αυτό το κακώς μελετημένο μέτρο ήταν μια απότομη υπενθύμιση ότι η κυβέρνηση της Μελόνι αποτελείται κυρίως από δεξιά λαϊκιστικά κόμματα, με ιστορικό ασταθούς χάραξης οικονομικής πολιτικής», είπε ο Σάντι, προσθέτοντας ωστόσο ότι αναμένει πως η Μελόνι «θα παραμείνει σταθερή» στις θεμελιώδεις αρχές της κυβερνητικής πολιτικής.
«Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, ακόμη και χωρίς δεσμευτικούς κανόνες από την ΕΕ, οι οποίοι παραμένουν σε αναστολή, η κυβέρνηση έχει καταβάλει προσπάθειες να συνεχίσει τη σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή, σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΕ – δηλ. διατηρώντας το έλλειμμα και το χρέος σε μια, αργή πτωτική πορεία και αποφεύγοντας την ευρεία επέκταση που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό», δήλωσε ο Σάντι.
Από την άλλη, ο Έρικ Τζόουνς, καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο στην Ιταλία, είπε στο CNBC ότι δεν πιστεύει ότι πρόκειται για μια πιο «λαϊκίστικη» κυβέρνηση από εκείνη που είδαμε τον προηγούμενο χρόνο, αυτή που παρατηρήθηκε τον περασμένο χρόνο, με τη Μελόνι και τον υπουργό Οικονομικών της, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, να προσπαθούν να κάνουν δαπάνες χωρίς να παρουσιάζουν τεράστια ελλείμματα.
Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας προς το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 144,4% το 2022, σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ. Αναμένεται να μειωθεί στο 140,5% φέτος και στο 138,8% το 2024.
Η ιταλική οικονομία φαίνεται να αναπτύσσεται με ρυθμό 1,1% φέτος και 0,9% το 2024, σύμφωνα με το ΔΝΤ, μειωμένο από το 3,7% του 2022.
Τα κρίσιμα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης
Παρά μια διάχυτη προσδοκία που εκφράζεται από ορισμένες πλευρές ότι η ιταλική κυβέρνηση είναι απίθανο να ακολουθήσει άλλες αμφιλεγόμενες οδούς, οι αναλυτές ανέφεραν δύο γεγονότα που οι διεθνείς επενδυτές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά:
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου, οι επενδυτές θα πρέπει να ανησυχούν για την αναταραχή που είναι πιθανό να προκαλέσει ο επερχόμενος προϋπολογισμός και θα υπάρχουν πολλά περιθώρια για αντιπαραθέσεις που θα δημιουργήσουν αστάθεια. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν θεωρεί ότι η βασική πολιτική θα αλλάξει ή ότι η κυβέρνηση θα καταρρεύσει.
Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την ΕΕ πρέπει να υποβάλουν τα δημοσιονομικά τους σχέδια για το νέο έτος τον Οκτώβριο, για να αξιολογηθεί η συμμόρφωσή τους με τους κανόνες της ΕΕ, κάτι το οποίο στο παρελθόν έχει προκαλέσει τριβές μεταξύ Βρυξελλών και Ρώμης.
Για άλλους, ωστόσο, ο κύριος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση στη λήψη των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ.
«Αυτός είναι ένας βασικός παράγοντας που στηρίζει τις δημόσιες επενδύσεις και την ανάπτυξη μέχρι το 2026, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις δημοσιονομικές προοπτικές, σχολίασε ο Σάντι.
Η Ιταλία είναι ο μεγαλύτερος ωφελούμενος από το πρόγραμμα των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεδομένου ότι η οικονομία της επλήγη περισσότερο στη διάρκεια της πανδημίας. Όμως, είναι μια σημαντική παράμετρος ότι οι εκταμιεύσεις γίνονται μόνο αφού τα έθνη υποβάλουν ορισμένα μέτρα και μεταρρυθμίσεις.
Ο όγκος των κεφαλαίων αυτών θα μπορούσε να έχει κρίσιμο αντίκτυπο στην οικονομία της Ιταλίας.
«Αυτές οι καθυστερήσεις, ως επί το πλείστον, δεν είναι αποτέλεσμα της ίδιας της κυβέρνησης και η Μελόνι εξακολουθεί να έχει την πρόθεση να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του NextGenEU στα χαρτιά. Εξωτερικοί παράγοντες όπως το υψηλό κόστος εισροών και η πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού καθώς και οι σοβαρές διοικητικές ελλείψεις θα εμποδίζουν όλο και περισσότερο την κυβέρνηση να επιτύχει τους επενδυτικούς της στόχους», πρόσθεσε ο Σάντι.