Στις επιπτώσεις αλλά και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ιδιαίτερα από ευπαθείς ομάδες, ως προς την αναπνοή αέρα επιβαρυμένου με παράγωγα καύσεων, αναφέρθηκε μιλώντας στην ΕΡΤ ο Στέλιος Λουκίδης πρόεδρος της πνευμονολογικής εταιρείας.
Χαρακτηριστικά τόνισε πως: «Αυτό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα είναι ότι οι ασθενείς, με χρόνια αναπνευστικά προβλήματα, οι αλλαγές στο περιβάλλον είναι είναι αίτιο, παροξύνσης. Άρα μπορεί οποιοσδήποτε ασθενής με χρόνιο νόσημα ο οποίος εκτεθεί σε αυτές τις συγκεντρώσεις, οι οποίες, θα ήθελα να σας πω ότι με βάση τα στοιχεία και του Εθνικού Αστεροσκοπείου, υπήρχαν μέρες και ώρες που ήταν 15 φορές πάνω από το επιτρεπτό όριο που είναι για τους χρόνιους ασθενείς και φυσικά και για τους υγιείς».
Ποια είναι τα συμπτώματα
Συνεχίζοντας ο κ. Λουκίδης, σχολίασε πως: «Τα συμπτώματα μπορεί να είναι για τους υγιείς ένα απλό τσούξιμο στα μάτια ή μια καταρροή ή ένα αίσθημα σαν αυτό που νιώθουμε όταν έχουμε φαρυγγίτιδα στο λαιμό μας και από κει και πέρα μπορεί να εμφανιστεί και ένας παροξυσμικός βήχας. Τώρα για τους χρόνιους ασθενείς αυτό μπορεί να είναι μια αποσταθεροποίηση της νόσου που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε μια έντονη δυσκολία στην αναπνοή και να οδηγηθεί ακόμα και στην υποστήριξη από κάποια δομή υγείας. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι αυτό είναι το περιβάλλον, για μας τουλάχιστον που ασχολούμεθα με τα αναπνευστικά νοσήματα, μια παράμετρος η οποία μπορεί να τα αποσταθεροποιήσει ανά πάσα στιγμή και γι αυτό και επικεντρωνόμαστε εκεί».
Αναφερόμενος στις μακροχρόνιες επιπτώσεις, δήλωσε πως: «Θέλουμε να πούμε και κάτι για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις. Δηλαδή αυτή τη στιγμή, αν σκεφτούμε την κλιματική αλλαγή και όλα αυτά που συμβαίνουν, ας σκεφτούμε τα παιδιά τα οποία εκτίθενται σε αυτές τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ότι θα επιβεβαιώσουν ίσως στο μέλλον την ανάπτυξη νοσημάτων του αναπνευστικού, όπως είναι το άσθμα, που θα αυξήσει τη νοσηρότητά του εξαιτίας αυτών των αλλαγών του περιβάλλοντος. Άρα είναι μια μεγάλη ευθύνη την οποία πρέπει να αναλάβουμε όλοι για να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τις νέες γενιές από τις αλλαγές του περιβάλλοντος, οι οποίες θα επηρεάσουν σημαντικά τη νοσηρότητα τους».
Ως προς την επιστροφή ανθρώπων στις οικίες τους σε πυρόπληκτες περιοχές και με το δεδομένο ότι δεν έχουν καεί μόνο δάση, αλλά και άλλα υλικά (πχ πλαστικά, αλουμίνια, κλπ), τόνισε ότι: «Είναι σίγουρο ότι δεν είναι η απόλυτη ασφάλεια, όπως δεν είναι και η απόλυτη ασφάλεια όταν έχεις μια έντονη φωτιά και παρουσία μικροσωματιδίων σε μεγάλο βαθμό και είσαι μέσα σε αυτό.
Παραδείγματος χάρη, αστυνομικοί που έβλεπα ότι φορούσαν μάσκες υψηλής προστασίας για να προστατευτούν, που είναι λογικό να τις φοράνε γιατί οι χειρουργικές δεν κάνουν κάτι σε αυτή την περίπτωση, αλλά από την άλλη πλευρά και αυτές, δεν μπορεί κανείς με τίποτα να πει ότι είναι απολύτως ασφαλής όταν είναι μεγάλη η έκθεση και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι αυτό και για τον άνθρωπο που θα πάει στο σπίτι του πίσω είναι πάρα πολύ δύσκολο τον πρώτο καιρό να μην μπει κανένας ότι δεν θα εκτίθεται καθημερινά σε αυτά τα πράγματα».
Απαντώντας σε ερώτηση για το πόσες ημέρες πρέπει να προσέχουμε, απάντησε ότι: «Πρέπει να βλέπουμε πάντα τα επίπεδα που αναφέρει το Εθνικό Αστεροσκοπείο και τα πανεπιστήμια, τα οποία πάντα όταν είναι πάνω από το όριο ασφαλείας, καταλαβαίνετε ότι αυτό σημαίνει προσοχή. Φανταστείτε ότι στο Χαϊδάρι, στην ημέρα που έκαιγε η φωτιά της Πάρνηθας με όριο το 10, να σας το πω πολύ απλά για τους χρόνιους ασθενείς, είχαμε φτάσει σε ένα σημείο να έχουμε 144. Καταλαβαίνετε λοιπόν 15 φορές επάνω, ότι αυτό το πράγμα μέχρι να απομειωθεί χρειάζεται μεγάλη προσοχή».