Σήμα συνέχισης της πολιτικής νομισματικής σύσφιξης για όσο διάστημα χρειαστεί, έως ότου ο πληθωρισμός προσεγγίσει τον στόχο του 2%, έστειλαν από το Jackson Hole του Ουαϊόμινγκ οι επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ και Κριστίν Λαγκάρντ.
Υπέρμαχος της σκληρής γραμμής ο Πάουελ
Η αρχή έγινε με τον πρόεδρο της Fed, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η δουλειά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας όσον αφορά την καταπολέμηση του πληθωρισμού «δεν έχει τελειώσει ακόμα», δίνοντας σήμα για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων σε περίπτωση που οι πιέσεις στις τιμές επιμείνουν ή η αμερικανική οικονομία συνεχίσει να αποδεικνύεται πιο ισχυρή από ό,τι αναμενόταν.
Στην πολυαναμενόμενη ομιλία του , ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ έδωσε γερακίσιο τόνο, καθώς παρουσίασε την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα για την επαναφορά του πληθωρισμού στον μακροχρόνιο στόχο της Fed για το 2%. Ασχολήθηκε με την προσέγγιση της κεντρικής τράπεζας καθώς διανύει τα τελευταία στάδια μιας ιστορικής εκστρατείας νομισματικής σύσφιξης για την εξάλειψη του χειρότερου πληθωριστικού σοκ των τελευταίων δεκαετιών.
«Αν και ο πληθωρισμός έχει μειωθεί από την κορύφωσή του -μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη- παραμένει υπερβολικά υψηλός», δήλωσε ο Πάουελ στο ετήσιο οικονομικό συμπόσιο της Fed στο Γουαϊόμινγκ.»
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας δήλωσε ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από το επίπεδο όπου οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αισθάνονται άνετα. Σημείωσε ότι η Fed θα παραμείνει ευέλικτη καθώς εξετάζει περαιτέρω κινήσεις, αλλά έδωσε ελάχιστες ενδείξεις ότι είναι έτοιμη να αρχίσει να χαλαρώνει σύντομα.«Είμαστε προετοιμασμένοι να αυξήσουμε περαιτέρω τα επιτόκια, εάν είναι απαραίτητο, και σκοπεύουμε να διατηρήσουμε την πολιτική σε περιοριστικό επίπεδο έως ότου βεβαιωθούμε ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς τα κάτω, προς τον στόχο μας».
Ο Πάουελ δεσμεύτηκε ότι η κεντρική τράπεζα «θα προχωρήσει προσεκτικά καθώς θα αποφασίσουμε αν θα προχωρήσουμε σε περαιτέρω σύσφιξη ή, αντίθετα, αν θα διατηρήσουμε σταθερό το επιτόκιο πολιτικής και θα περιμένουμε περαιτέρω δεδομένα».
«Γεράκι» η Λαγκάρντ
Σε αντίστοιχο κλίμα κινήθηκε, λίγες ώρες αργότερα, και η ομιλία της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Η ίδια ξεκαθάρισε ότι τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα «για όσο διάστημα χρειαστεί», ώσπου ο πληθωρισμός να προσεγγίσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
«Η χάραξη πολιτικής σε μια εποχή αλλαγών και ανατροπών απαιτεί ανοιχτό μυαλό και προθυμία να προσαρμόσουμε τα αναλυτικά μας πλαίσια σε πραγματικό χρόνο στις νέες εξελίξεις. Ταυτόχρονα, σε αυτήν την εποχή αβεβαιότητας, είναι ακόμη πιο σημαντικό οι κεντρικές τράπεζες να παρέχουν μια ονομαστική άγκυρα για την οικονομία και να διασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών σύμφωνα με τις αντίστοιχες εντολές τους», σημείωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
«Στο σημερινό περιβάλλον, αυτό σημαίνει – για την ΕΚΤ – τον καθορισμό των επιτοκίων σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο μας 2%», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «προχωρώντας μπροστά, πρέπει να παραμείνουμε ξεκάθαροι στους στόχους μας, ευέλικτοι στην ανάλυσή μας και ταπεινοί στον τρόπο επικοινωνίας μας».
Σε αχαρτογράφητα ύδατα
Στην ομιλία της η Λαγκάρντ αναφέρθηκε στο νέο τοπίο που προέκυψε μετά την πανδημική κρίση, παρουσιάζοντας τις αλλαγές σε εργασιακό, τεχνολογικό, γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο. Στάθηκε ιδιαίτερα στην αλληλουχία ανατιμήσεων και μισθολογικών αυξήσεων, υποστηρίζοντας ότι η ενισχυμένη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων οδηγεί σε σταθερή αύξηση των μισθών που μεταφράζονται από τις επιχειρήσεις σε αυξήσεις τιμών.
Τόνισε ότι οι νέες συνθήκες σε ενεργειακό και γεωπολιτικό επίπεδο προκαλούν ανασφάλεια και την ανάγκη διαρκούς επανεξέτασης και αναπροσαρμογής της πολιτικής, ενώ παρουσίασε το σκεπτικό της αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίον οι κεντρικές τράπεζες, και συγκεκριμένα η ΕΚΤ, πρέπει να επικοινωνούν την στρατηγική τους στους πολίτες. Έτσι, υποστήριξε ότι σε μια εποχή αναταράξεων και ρήξεων απαιτούνται σαφήνεια, ευελιξία και ταπεινοφροσύνη, ώστε οι κεντρικές τράπεζες αφενός να μην εγκλωβιστούν σε ένα μείγμα πολιτικής που μπορεί να καταστεί μη αποτελεσματικό, και αφετέρου να μην χάσουν την εμπιστοσύνη των αγορών, των καταναλωτών και των πολιτών.
«Η χάραξη πολιτικής σε μια εποχή αλλαγών και ρήξεων απαιτεί ανοιχτό μυαλό και προθυμία να προσαρμόσουμε τα αναλυτικά μας πλαίσια σε πραγματικό χρόνο στις νέες εξελίξεις. Ταυτόχρονα, σε αυτήν την εποχή αβεβαιότητας, είναι ακόμη πιο σημαντικό οι κεντρικές τράπεζες να παρέχουν μια ονομαστική άγκυρα για την οικονομία και να διασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών σύμφωνα με τις αντίστοιχες εντολές τους», ανέφερε κλείνοντας την ομιλία της, τονίζοντας κατόπιν ότι η ΕΚΤ παραμένει προσηλωμένη στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ώστε να προσεγγίσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% – και δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμα διατήρησης των επιτοκίων στα σημερινά υψηλά ή και σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα το επόμενο διάστημα.
Σημειώνεται ότι μιλώντας αργότερα στο Bloomberg TV, η Κριστίν Λαγκάρντ απέφυγε να τοποθετηθεί αναφορικά με το αν στη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέα αύξηση των επιτοκίων ή σε μια παύση του κύκλου σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.