Συγκρατημένη αισιοδοξία επικρατεί μέσα στους κόλπους του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για την ανάπτυξη που αναμένεται να επιτύχει φέτος η ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει η εκτίμηση για ένα ποσοστό της τάξης του 2,5%, ενώ δεν αποκλείουν να είναι ακόμη υψηλότερο. Άλλωστε και τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον τουρισμό οδηγούν τα κυβερνητικά στελέχη σε αυτό το συμπέρασμα, εφόσον και η εξέλιξη είναι ανάλογη. Επίσης, προσδοκούν την «έλευση» της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να φέρει -κατά το κυβερνητικό αφήγημα- νέα ροή χρήματος και επενδυτών.
Ακρίβεια
Την ίδια στιγμή όμως, υπάρχουν στοιχεία που δημιουργούν έντονο προβληματισμό, όπως το γεγονός ότι οι τιμές στα τρόφιμα σημειώνουν “ράλι”, το οποίο αναμένεται να συνεχιστεί και μέσα στους επόμενους μήνες, όπως σημειώνουν αρμόδιοι παράγοντες της ελληνικής αγοράς. Αξίζει να υπενθυμιστεί πως στην Ελλάδα καταγράφηκε τον Ιούνιο η υψηλότερη μηνιαία αύξηση τιμών, 3,3%, στην κατηγορία των τροφίμων, όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μάλιστα, με βάση τα οριστικά στοιχεία της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, σε μηνιαία βάση, συγκρίνοντας δηλαδή τον Ιούνιο με τον Ιούλιο, μόνο στην Ελλάδα και στην Ισπανία αυξήθηκε ο πληθωρισμός των τροφίμων. Όμως, οι συνεχιζόμενες ανατιμήσεις δεν είναι το μοναδικό «αγκάθι» για την ελληνική οικονομία.
Μείωση κατανάλωσης και τζίρου
Παράλληλα, έχει αρχίσει να αποτυπώνεται και ένα πρόβλημα στην κατανάλωση. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, η συμπίεση της κατανάλωσης οδήγησε σε μείωση του τζίρου του συνόλου των επιχειρήσεων κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022.
Ειδικότερα, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023 σε 110,51 δισ. ευρώ, έναντι 112,57 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2022, καταγράφοντας μείωση 1,8%. Τα επίπεδα του συνολικού τζίρου των επιχειρήσεων δείχνουν τις μεταβολές της κατανάλωσης, καθώς οι τιμές στα τρόφιμα και υπηρεσίες, πλην της ενέργειας, ήταν υψηλότερες φέτος σε σύγκριση με πέρυσι. Τα έσοδα των επιχειρήσεων, χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ήταν οριακά αυξημένα φέτος κατά 0,7%, το δεύτερο τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022, δηλαδή στα 42,77 δισ. ευρώ φέτος, από 42,48 δισ. ευρώ πέρυσι.
Ισοζύγιο, εξαγωγές και βιομηχανία
Ακόμη, σημαντικό ζήτημα για την ελληνική οικονομία αποτελεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αν και μειώνεται περαμένει σε υψηλό επίπεδο, κάτι το οποίο δείχνει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρώτο εξάμηνο του 2023, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 3,7 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 και διαμορφώθηκε σε 7,9 δισ. ευρώ που είναι ένα μεγάλο ποσό. Ζήτημα αποτελεί και η μείωση των εξαγωγών. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, τον Ιούνιο, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 24,2% σε τρέχουσες τιμές (-9,6% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν μείωση κατά 1,6% σε τρέχουσες τιμές (-3,9% σε σταθερές τιμές), και οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα μειώθηκαν κατά 2,9% (-3,3% σε σταθερές τιμές).
Χρέος
Την ίδια στιγμή, αύξηση 4,4 δισ. ευρώ εμφάνισε στο πρώτο εξάμηνο το χρέος της κεντρικής διοίκησης, με αποτέλεσμα το γενικό χρέος να διαμορφωθεί στα 404,68 δισ. ευρώ (από 400,27 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022), κάτι το οποίο αποτέλεσε ιστορικό ρεκόρ. Η αύξηση αποδίδεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο βραχυπρόθεσμο χρέος (με περίοδο αποπληρωμής έως ένα έτος), το οποίο έφτασε πλέον στα 71,38 δισ. ευρώ.
Όπως προκύπτει, το ύψος του ακαθάριστου χρέους, είναι αισθητά υψηλότερο από τον στόχο που έθεσε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και αποτυπώνεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023, σύμφωνα με τον οποίο στο τέλος του 2023 θα διαμορφωθεί σε 395,03 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι στο χρέος της κεντρικής διοίκησης δεν ενσωματώνονται οι εγγυήσεις που έχει εκχωρήσει το ελληνικό Δημόσιο , το συνολικό ύψος των οποίων έφτανε στο τέλος Ιουνίου στα 29,43 δισ. ευρώ. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως οι αγορές «κοιτούν» το δημόσιο χρέος που είναι το Χρέος Γενικής κυβέρνησης. Για το 2023 ο στόχος είναι να διαμορφωθεί σε 357 δισ. ευρώ ή στο 159,3% του ΑΕΠ.
Το κόστος των πυρκαγιών
Μια άλλη πρόκληση είναι η μέτρια μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της τάξης του 1%. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές εδώ, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας. Μια ανάλυση που ανατέθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος από το 2011 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ έως το 2100.
Λόγω του τελευταίου, φαίνεται ότι προκύπτουν και μεταβολές στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στο μέτωπο της οικονομίας, φέρνουν εξαιτίας των πυρκαγιών, προκαλώντας – πέραν όλων των άλλων σημαντικών – κόστος και στον προϋπολογισμό.
Τόσο το κόστος στήριξης των πληγέντων όσο και η απαραίτητη αποκατάσταση των ζημιών αποτελούν βασικό ζήτημα, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε μεγάλη ζημιά στην παραγωγή, ενώ σημειώθηκαν και συνέπειες στον τουρισμό.
Πέραν των αναγκών των αποζημιώσεων, μακροπρόθεσμα περιορίζεται η ανάπτυξη λόγω των πληγμάτων στους κρίσιμους τομείς του τουρισμού, της πρωτογενούς παραγωγής και των υποδομών.
Συνέπειες θα υπάρξουν και στα φορολογικά έσοδα, καθώς οι πληρωμές πολλών φόρων (φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ), ανεστάλησαν για μήνες, σε ό,τι αφορά τους φορολογούμενους των πληγεισών περιοχών.