Οι μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων ημερών έχουν -πέραν όλων των άλλων- τεράστιες οικονομικές συνέπειες για τη χώρα. Και μάλιστα όχι μόνο άμεσες αλλά και μακροχρόνιες, οι οποίες δημιουργούν πολύ μεγάλη ανησυχία, καθότι η κυβερνητική διαχείριση πρόσθεσε ένα αρνητικό πρόσημο στα όσα λαμβάνουν ήδη χώρα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Εξαιτίας των παραπάνω, στην κυβέρνηση αρχίζουν να υπολογίζουν ότι προκύπτουν και μεταβολές στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στο μέτωπο της οικονομίας, εν όψει και της ΔΕΘ. Τόσο το κόστος στήριξης των πληγέντων όσο και η απαραίτητη αποκατάσταση των ζημιών αποτελούν βασικό ζήτημα, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε μεγάλη ζημιά στην παραγωγή, ενώ σημειώθηκαν και συνέπειες στον τουρισμό.
Η αποσταθεροποίηση του κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας και εάν δεν υπάρξει καμία κατάλληλη ενέργεια , εκτιμάται ότι έως το έτος 2100 το συνολικό σωρευτικό κόστος για την Ελλάδα θα φτάσει τα 701 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι πάνω από 3,6 φορές το ελληνικό ΑΕΠ του 2022. Αυτό αναφέρουν τα επικαιροποιημένα στοιχεία έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) που αναλύει τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας. Το κόστος – μαμούθ αιτιολογείται, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ πρόκειται για κόστος το οποίο θα προσεγγίζει τα 9 δισ. ευρώ κάθε έτος για τα επόμενα χρόνια.
Σενάρια
Το δυσμενές σενάριο, σύμφωνα με έρευνα της Qed Market Research, που παρουσιάστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος και που εξετάζει κυρίως την ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων, είναι ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008).
Στο μέτριο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου, το συνολικό σωρευτικό κόστος για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως απώλεια ΑΕΠ, είναι 436 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008). Δηλαδή, το συνολικό κόστος, στην περίπτωση του μέτριου σεναρίου, είναι κατά 265 δισ. ευρώ μικρότερο από αυτό του σεναρίου μη δράσης και επομένως η πολιτική µετριασµού µειώνει κατά 40% το κόστος. Στο σενάριο προσαρμογής, όπου ασκούνται πολιτικές μετριασμού των ζημιών, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παρουσιάσει µείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα.
Το κόστος προσαρµογής εκτιµάται ίσο µε 67 δισεκατοµµύρια ευρώ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την έκθεση, τα µέτρα προσαρµογής απλώς περιορίζουν και δεν εξαλείφουν το σύνολο των ζηµιών.
Η επίδραση στον τουρισμό
Σύμφωνα με την πολυσέλιδη έκθεση , οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή σε έναν από τους ισχυρότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό, θα είναι οι εξής:
– μείωση αφικνούμενων τουριστών, μείωση μέσου χρόνου παραμονής,
– μείωση διαθέσιμου εισοδήματος παγκοσμίως για τουρισμό,
– αύξηση μέσου κόστους εξυπηρέτησης,
– κόστος αναγκαστικής διακοπής προσφερόμενης τουριστικής υπηρεσίας λόγω ακραίων φυσικών φαινομένων,
– κόστος έργων προσαρμογής, κόστος έργων υποκατάστασης φυσικού κεφαλαίου με ανθρωπογενές,
– υποβάθμιση (ή και καταστροφή) πολιτιστικών και ιστορικών μνημείων.
Αγροτική παραγωγή
Για τον άλλο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, την αγροτική παραγωγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα, οι συνέπειες, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, είναι δραματικές. Η απώλεια καλλιεργήσιμου εδάφους το διάστημα 2040-2050 ενδέχεται να φτάσει το 19% και το διάστημα 2090-2100 το 38% της συνολικής γεωργικής έκτασης σε επίπεδο χώρας.
Επιπτώσεις στις τράπεζες
Η κλιματική αλλαγή μετασχηματίζει και το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες μετασχηματίζουν τις καταθέσεις που δέχονται σε επενδύσεις και δάνεια, τα οποία επιστρέφουν στις επιχειρήσεις και στους πολίτες, συντελώντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της παραγωγής. Στην περίπτωση όμως φυσικών καταστροφών, οι εγκαταστάσεις και οι παραγωγικές επενδύσεις μπορεί να υποστούν ζημιές, κάτι που θα επιφέρει κόστος στον τραπεζικό τομέα. Έτσι, σημαντική επίδραση θα επιφέρει ο προσανατολισμός του στόχου των επενδύσεων προς βιώσιμες δραστηριότητες.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2020 η ΤτΕ ξεκίνησε χαρτογράφηση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής πρέπει όχι μόνο να εκτιμηθεί και να ενταχθεί στα stress tests των τραπεζών αλλά και εντέλει να ενσωματωθεί στη λειτουργία τους καθώς μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη φερεγγυότητα και τη δυνατότητα παροχής δανείων.