Το «Herstory», η πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση για το έργο της φεμινίστριας εικαστικού Τζούντι Σικάγο, ανοίγει τον Δεκέμβριο του 2023 στο New Museum της Νέας Υόρκης και θα είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της χειμερινής εικαστικής δραστηριότητας στην αμερικανική μητρόπολη της τέχνης.
Η 84χρονη σήμερα Τζούντι Σικάγο είναι από τις λίγες εικαστικούς παγκοσμίως που έγιναν διάσημοι από ένα και μόνο έργο. Είναι και το μοναδικό έργο της που γνωρίζουν οι περισσότεροι. Πρόκειται φυσικά για το εγκατεστημένο σήμερα στο μουσείο του Μπρούκλιν «The Dinner Party», ένα εμβληματικό έργο στην ιστορία του φεμινισμού και της φεμινιστικής τέχνης, που της πήρε πέντε χρόνια για να το δημιουργήσει και κόστισε περίπου 250.000 δολάρια.
Το έργο είναι ένα μεγάλο τρίγωνο, το οποίο έχει διαστάσεις 48 επί 43 επί 36 μέτρα, και αποτελείται από 39 τραπέζια στρωμένα με πορσελάνινα σερβίτσια. Κάθε στρωμένο τραπέζι μνημονεύει μια ιστορική ή μυθική γυναικεία μορφή, όπως καλλιτέχνιδες, θεές, ακτιβίστριες και μάρτυρες της ιστορίας. Δεκατρείς γυναίκες εκπροσωπούνται σε κάθε πλευρά. Τα κεντημένα τραπεζομάντιλα είναι ραμμένα με το στυλ και την τεχνική της εποχής της κάθε γυναίκας. 999 ονόματα γυναικών είναι χαραγμένα στο δάπεδο. Το έργο υλοποιήθηκε με τη συνδρομή περισσότερων από 400 ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν εθελοντικά στην κεντητική εργασία, στη δημιουργία γλυπτών και σε άλλες πτυχές της διαδικασίας. Παρόλο που οι κριτικοί τέχνης θεώρησαν ότι το έργο της δεν είχε βάθος, γοήτευσε περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους οι οποίοι το είδαν σε έξι χώρες, σε τρεις ηπείρους, όπου εκτέθηκε.
Καταλαμβάνοντας τρεις ορόφους του μουσείου, η έκθεση «Herstory» θα παρακολουθήσει το σύνολο της πρακτικής της Σικάγο, από τους πειραματισμούς της δεκαετίας του 1960 στον μινιμαλισμό και την επαναστατική φεμινιστική τέχνη της δεκαετίας του 1970 έως τις αφηγηματικές σειρές της δεκαετίας του 1980 και του 1990, στις οποίες επέκτεινε το επίκεντρο της τέχνης της για να ασχοληθεί με την περιβαλλοντική καταστροφή, τη γέννηση και τη δημιουργία, την αρρενωπότητα και τη θνητότητα.
Το έργο είναι ένα μεγάλο τρίγωνο, το οποίο έχει διαστάσεις 48 επί 43 επί 36 μέτρα, και αποτελείται από 39 τραπέζια στρωμένα με πορσελάνινα σερβίτσια. Κάθε στρωμένο τραπέζι μνημονεύει μια ιστορική ή μυθική γυναικεία μορφή, όπως καλλιτέχνιδες, θεές, ακτιβίστριες και μάρτυρες της ιστορίας. Δεκατρείς γυναίκες εκπροσωπούνται σε κάθε πλευρά.
Σε μια συνέντευξή της το 1981, η Σικάγο δήλωσε ότι η ρητορική μίσους που αναπτύχθηκε εναντίον της εξαιτίας του συγκεκριμένου έργου, οι επιστολές με απειλές θανάτου και οι ύβρεις την έφεραν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Σαν «πληγωμένο ζώο», κατέφυγε σε μια μικρή αγροτική κοινότητα και φίλοι και γνωστοί ανέλαβαν να ανοίγουν την αλληλογραφία της. Ωστόσο συνέχισε να καταγράφει τη ζωή των γυναικών, λέγοντας ότι «το πεπρωμένο μου ως καλλιτέχνιδας είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το πεπρωμένο μου ως μέλους του γυναικείου φύλου. Και καθώς εμείς ως γυναίκες προχωράμε μπροστά, κι εγώ προχωράω μπροστά. Αυτό είναι κάτι πολύ, πολύ δύσκολο, αλλά έχω διανύσει πολύ δρόμο και αυτό σημαίνει ότι και άλλες γυναίκες μπορούν να φτάσουν ακόμα πιο μακριά».
Φυσικά, αν το έργο, όπως γράφει η Σάσα Βάις στους ΝΥΤ, στο άρθρο της με τίτλο «Judy Chicago, the godmother», είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 2018, όταν εγκαταστάθηκε στο Μουσείο του Μπρούκλιν, η τύχη του αλλά και εκείνη της Σικάγο θα ήταν εντελώς διαφορετική. Στα εγκαίνια παραβρέθηκαν η Σολάνζ και η Πάτι Σμιθ, η Όπρα και η Χίλαρι Κλίντον, και η εκδήλωση συνοδεύτηκε από χιλιάδες αναρτήσεις στα σόσιαλ με hashtag #JudyChicago, #Vaginachina, #Herstory. Τότε το έργο θα είχε αγκαλιαστεί αμέσως από καλλιτέχνες και στοχαστές − κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να το απορρίψει εκ προοιμίου. Θα είχε διεισδύσει στην κουλτούρα τόσο βαθιά που θα ήταν αδύνατο να απορριφθεί. Η επί δεκαετίες περιθωριοποιημένη φεμινίστρια καλλιτέχνιδα δεν θα μπορούσε πλέον να αγνοηθεί.
To 2020, η Maria Grazia Chiuri, καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior, επιστράτευσε τη δημιουργική ιδιοφυΐα της Σικάγο για την ανοιξιάτικη συλλογή υψηλής ραπτικής του οίκου. Το αποτέλεσμα ήταν απλώς θεϊκό. «Είναι αδύνατο να μη γνωρίζεις την Τζούντι Σικάγο, αν αγαπάς τη φεμινιστική τέχνη. Είναι ένα τόσο εμβληματικό πρόσωπο. Έμαθα για το έργο της σε ένα βιβλίο και ήταν όνειρο για μένα να τη γνωρίσω. Το αγαπημένο μου μουσείο στη Νέα Υόρκη είναι το Μουσείο του Μπρούκλιν. Κάθε φορά πηγαίνω γιατί μπορώ να δω τη δουλειά της» είχε πει η Chiuri. Τελικά, η συνεργασία τους οδήγησε στη δημιουργία μιας πελώριας εγκατάστασης στους κήπους του Μουσείου Ροντέν του Παρισιού, με ταπισερί έργων της Σικάγο, φτιαγμένες από τις σπουδάστριες του Chanakya School of Craft στη Βομβάη, να συνομιλούν με τα ρούχα υψηλής ραπτικής του οίκου. Τα μπάνερ είχαν ερωτήματα που απασχολούν τη Σικάγο σε όλη την καλλιτεχνική πρακτική της, όπως «Τι θα γινόταν αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;», «Θα έμοιαζαν τα κτίρια με μήτρες;», «Θα ήταν ο Θεός γυναίκα;», «Θα υπήρχε βία;».
Οι κριτικοί υποκλίθηκαν στο πρότζεκτ και στην τέχνη της Σικάγο, η οποία έφτασε στην ένατη δεκαετία της ζωής της για να δει μια έκθεση που να καλύπτει την εξηντακονταετή καριέρα της και να συμπεριλαμβάνει όλο το εύρος της συνεισφοράς της στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την εγκατάσταση, το σχέδιο, τα υφάσματα, τη φωτογραφία, το βιτρό, τη χειροτεχνία και τη χαρακτική.
Διευρύνοντας τα όρια της παραδοσιακής αναδρομικής, η έκθεση θα θέσει έξι δεκαετίες του έργου της Σικάγο σε διάλογο με έργα άλλων γυναικών ανά τους αιώνες, σε μια μοναδική εγκατάσταση στον τέταρτο όροφο. Με τίτλο «Η πόλη των κυριών», αυτή η έκθεση-μέσα στην έκθεση θα περιλαμβάνει έργα τέχνης και αρχειακό υλικό από περισσότερες από ογδόντα καλλιτέχνιδες, συγγραφείς και στοχάστριες, μεταξύ των οποίων η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, η Ζόρα Νιλ Χέρστον, η Φρίντα Κάλο, η Χίλμα αφ Κλιντ και η Βιρτζίνια Γουλφ.
Καταλαμβάνοντας τρεις ορόφους του μουσείου, η έκθεση «Herstory» θα παρακολουθήσει το σύνολο της πρακτικής της Σικάγο, από τους πειραματισμούς της δεκαετίας του 1960 στον μινιμαλισμό και την επαναστατική φεμινιστική τέχνη της δεκαετίας του 1970 έως τις αφηγηματικές σειρές της δεκαετίας του 1980 και του 1990, στις οποίες επέκτεινε το επίκεντρο της τέχνης της για να ασχοληθεί με την περιβαλλοντική καταστροφή, τη γέννηση και τη δημιουργία, την αρρενωπότητα και τη θνητότητα. Συσχετίζοντας τη φεμινιστική μεθοδολογία της με τα πολλά καλλιτεχνικά κινήματα στα οποία συμμετείχε, η έκθεση «Herstory» θα αναδείξει την τεράστια επίδραση της Σικάγο στην αμερικανική τέχνη και θα τονίσει τον κρίσιμο ρόλο της ως ιστορικού της κουλτούρας που διεκδικεί χώρο για τις καλλιτέχνιδες οι οποίες προηγουμένως παραλείπονταν από τον κανόνα.
Η Σικάγο έχει κυριολεκτικά κοπιάσει πολύ ώστε να δει το έργο της να βγαίνει από τη σκιά. Στο «The Flowering», την οριστική αυτοβιογραφία της με πρόλογο της Γκλόρια Στάινεμ, περιγράφονται λεπτομερώς τα γεγονότα που έγιναν σημείο καμπής για την πρόσληψη του έργου της. Κατά τη διάρκεια της συχνά ταραχώδους, προκλητικής και ενίοτε αμφιλεγόμενης καριέρας της, η Σικάγο υπήρξε πρωτοπόρος όχι μόνο στη φεμινιστική τέχνη αλλά και στην καλλιτεχνική εκπαίδευση μέσω ενός μοναδικού προγράμματος για γυναίκες στο California State University, στο Φρέσνο, μια παιδαγωγική προσέγγιση που συνέχισε να αναπτύσσει με την πάροδο των ετών.
Δημιουργώντας μεγάλα έργα
Από το 1980 έως το 1985, η Σικάγο εργάστηκε πάνω στο «Birth Project». Έχοντας παρατηρήσει την απουσία εικονογραφίας σχετικά με το θέμα της γέννησης στη δυτική τέχνη, η Σικάγο σχεδίασε μια σειρά από εικόνες γέννησης και δημιουργίας για εργόχειρα, οι οποίες εκτελέστηκαν υπό την επίβλεψή της από 150 ειδικευμένες εργάτριες σε όλη τη χώρα. Στο «Birth Project», που εκτέθηκε σε περισσότερους από 100 χώρους, χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους συνεργασίας και παρόμοια συγχώνευση εννοιών και μέσων με εκείνα που χαρακτήριζαν το «The Dinner Party».
Ενώ ολοκλήρωνε το «Birth Project», επικεντρώθηκε στη δημιουργία του «PowerPlay». Σε αυτή την ασυνήθιστη σειρά σχεδίων, ζωγραφικών έργων, υφαντών και χάλκινων αναγλύφων, έφερε μια κριτική φεμινιστική ματιά στην έμφυλη κατασκευή του ανδρισμού, εξερευνώντας πώς οι επικρατούντες ορισμοί της εξουσίας έχουν επηρεάσει τον κόσμο γενικά − και τους άνδρες ειδικότερα. Στο «PowerPlay» γίνεται εμφανής η μακροχρόνια ενασχόληση της καλλιτέχνιδας με θέματα εξουσίας και αδυναμίας και το αυξανόμενο ενδιαφέρον της για την εβραϊκή κληρονομιά της, το οποίο την οδήγησε στο επόμενο έργο της.
Το «The Holocaust Project: From Darkness Into Light» έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1993 στο Μουσείο Spertus στο Σικάγο και περιελάμβανε οκτώ χρόνια έρευνας, ταξιδιών, μελέτης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αποτελείται από μια σειρά εικόνων που συνδυάζουν τη ζωγραφική της με την καινοτόμο φωτογραφία του συζύγου της, Ντόναλντ Γούντμαν, καθώς και έργα από βιτρό και ταπισερί που σχεδιάστηκαν από τη Σικάγο και εκτελέστηκαν από ειδικευμένους τεχνίτες. Αν και οι δύο προηγούμενοι σύζυγοί της ήταν Εβραίοι, τότε για πρώτη φορά άρχισε να εξερευνά τη δική της εβραϊκή κληρονομιά.
Η Σικάγο χρησιμοποίησε το Ολοκαύτωμα ως πρίσμα μέσα από το οποίο διερεύνησε τη θυματοποίηση, την καταπίεση, την αδικία και την ανθρώπινη σκληρότητα. Μέσα σε αυτό το έργο έφερε και άλλα θέματα, όπως τη γενοκτονία των ιθαγενών Αμερικανών και τον πόλεμο του Βιετνάμ, προσπαθώντας να συσχετίσει τα σύγχρονα ζητήματα με το ηθικό δίλημμα πίσω από το Ολοκαύτωμα. Αυτή η πτυχή του έργου προκάλεσε διαμάχη στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας, λόγω της σύγκρισης του Ολοκαυτώματος με άλλες ιστορικές και σύγχρονες πτυχές της ιστορίας.
Το τελευταίο συνεργατικό της έργο ήταν το «A Stitch in Time», στο οποίο μαζί με ειδικευμένες κεντήστρες, με τις οποίες είχε συνεργαστεί για πολλά χρόνια σε μια σειρά εξαιρετικά επεξεργασμένων και εμπνευσμένων εικόνων, ερμηνεύουν παιχνιδιάρικα παραδοσιακά γνωμικά και παροιμίες.
Ο πρώτος που διοργάνωσε μια επισκόπηση της καριέρας της και μια έρευνα για τη συνεχιζόμενη θεσμική αντίσταση στο έργο της, με τίτλο «Why Not Judy Chicago?», ήταν ο φεμινιστής επιμελητής Xabier Arakistain το 2015. Ακολούθησαν εκθέσεις του έργου της στην Κρακοβία, το Λονδίνο, το Μιλάνο και το Μπιλμπάο της Ισπανίας, ενώ ανέλαβε, μετά από παραγγελία της Tate Liverpool, να δημιουργήσει τη θεαματική, γιγαντιαία τοιχογραφία με τίτλο «Four Lads from Liverpool» για τον εορτασμό της 50ής επετείου του άλμπουμ των Beatles «Sgt Pepper’s Lonely Heart’s Club Band».
Το πιο πρόσφατο έργο της Σικάγο, με τίτλο «The End: A Meditation on Death and Extinction», έκανε πρεμιέρα στο National Museum of Women in the Arts το φθινόπωρο του 2019. Το 2018 ανακηρύχθηκε μία από τις «100 πιο επιδραστικές προσωπικότητες» του περιοδικού «Time» και μία από τις «πιο επιδραστικές καλλιτέχνιδες» του περιοδικού «Artsy». Το 2019 έλαβε το βραβείο «Visionary Woman» από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Σικάγο. Η πρώτη αναδρομική έκθεση της καριέρας της άνοιξε τον Αύγουστο του 2021 στο Μουσείο De Young στο Σαν Φρανσίσκο.
Έχει γράψει πολλά βιβλία, ενώ το 1978 ίδρυσε το Through the Flower, μια φεμινιστική μη κερδοσκοπική οργάνωση για την τέχνη, η οποία επιδιώκει να εκπαιδεύσει το κοινό σχετικά με τη σημασία της τέχνης και το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να αναδείξει τα επιτεύγματα των γυναικών.
Μια γυναίκα ακλόνητη, δεσμευμένη στα δικαιώματα των γυναικών
Για περισσότερες από έξι δεκαετίες, η Σικάγο παραμένει ακλόνητη στη δέσμευσή της και την πίστη της στη δύναμη της τέχνης ως μέσου για πνευματικό μετασχηματισμό και κοινωνική αλλαγή και στο δικαίωμα των γυναικών να συμμετέχουν στο υψηλότερο επίπεδο καλλιτεχνικής παραγωγής. Έχει γίνει σύμβολο για τις γυναίκες, γνωστή και σεβαστή ως καλλιτέχνιδα, συγγραφέας, δασκάλα, φεμινίστρια και ανθρωπίστρια, της οποίας το έργο και η ζωή αποτελούν πρότυπα.
Γεννήθηκε το 1939 ως Τζούντιθ Σίλβια Κοέν σε μια εβραϊκή οικογένεια με προγόνους ραβίνους είκοσι τριών γενεών. Ο πατέρας της, ωστόσο, ήταν μαρξιστής με φιλελεύθερες απόψεις για τις γυναίκες και υποστηρικτής των εργατικών δικαιωμάτων. Η στάση του επηρέασε έντονα τον τρόπο σκέψης και τις πεποιθήσεις της. Η μητέρα της αγαπούσε τις τέχνες και ενστάλαξε το πάθος της γι’ αυτές στην Τζούντι και τον αδερφό της. Σε ηλικία τριών ετών, η Σικάγο άρχισε να ζωγραφίζει και στάλθηκε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο για να παρακολουθήσει μαθήματα. Ήταν πέντε ετών όταν κατάλαβε ότι «δεν ήθελε ποτέ να κάνει τίποτα άλλο από το να κάνει τέχνη». Σπούδασε στο UCLA με υποτροφία, ενώ γνώρισε τον Τζέρι Γκέροβιτς, με τον οποίο παντρεύτηκε και μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη το 1959.
Ο Γκέροβιτς σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1963, σε ηλικία 28 ετών, και η ζωή της Σικάγο κυριολεκτικά διαλύθηκε. Ήδη από τη δεκαετία του ’60 άρχισε να δημιουργεί έργα με ανδρικά και γυναικεία σεξουαλικά όργανα. Αυτά τα πρώιμα έργα ονομάστηκαν «Bigamy» και μιλούν για τον θάνατο του συζύγου της. Οι καθηγητές της ήταν απογοητευμένοι από αυτά, ενώ η ίδια, παρά τη χρήση των σεξουαλικών οργάνων στο έργο της, απέφυγε να χρησιμοποιήσει ως θέματα την πολιτική φύλου ή τις έμφυλες ταυτότητες.
Ενώ έκανε καριέρα, το πατρικό της όνομα, Κοέν, δεν την εκπροσωπούσε. Αποφάσισε να αλλάξει το επώνυμό της σε κάτι που να μη συνδέεται με έναν άνδρα λόγω γάμου ή κληρονομιάς. Ο ιδιοκτήτης της γκαλερί Ρολφ Νέλσον της έδωσε το παρατσούκλι «Τζούντι Σικάγο» λόγω της έντονης προφοράς του Σικάγο στην ομιλία της. Αποφάσισε ότι αυτό θα ήταν το νέο της όνομα και απελευθερώθηκε από τα εθνοτικά φορτισμένα Κοέν και Γκέροβιτς και από μια συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα. Για να γιορτάσει την αλλαγή του ονόματός της, πόζαρε στην πρόσκληση της έκθεσης ντυμένη μποξέρ, φορώντας ένα φούτερ με το νέο της επίθετο.
Το 1968 ρωτήθηκε γιατί δεν συμμετείχε στην έκθεση «California Women in the Arts» και απάντησε: «Δεν θα εκθέσω σε καμία ομάδα που ορίζεται ως γυναικεία, εβραϊκή ή καλιφορνέζικη. Κάποια μέρα, όταν όλοι μας μεγαλώσουμε, δεν θα υπάρχουν ταμπέλες». Ενώ το έργο της βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του κινήματος της εννοιολογικής τέχνης, άρχισε να κάνει περφόρμανς χρησιμοποιώντας πυροτεχνήματα για να δημιουργήσει «ατμόσφαιρες» με αναλαμπές και σύννεφα χρωματιστού καπνού σε εξωτερικούς χώρους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Σικάγο άρχισε επίσης να εξερευνά στο έργο της τη σεξουαλικότητά της. Ανακάτευε τα χρώματα για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι τα σχήματα «γυρίζουν, διαλύονται, ανοίγουν, κλείνουν, δονούνται, χειρονομούν, κουνιούνται», αντιπροσωπεύοντας τη δική της ανακάλυψη ότι ήταν «πολυοργασμική». Ακόμα και σήμερα τα θεωρεί έργα-κλειδί σε σχέση με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και την αναπαράστασή της στο έργο της.
Θεωρείται μία από τις «φεμινίστριες καλλιτέχνιδες πρώτης γενιάς», μια ομάδα που περιλαμβάνει επίσης τις Mary Beth Edelson, Carolee Schneeman και Rachel Rosenthal, οι οποίες συμμετείχαν στο φεμινιστικό καλλιτεχνικό κίνημα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για την ανάπτυξη της φεμινιστικής γραφής και τέχνης.
Μαζί με την Arlene Raven και τη Sheila Levrant de Bretteville, ίδρυσε το 1973 το Κτίριο Γυναικών του Λος Άντζελες, μια σχολή τέχνης η οποία παρουσίαζε έργα φτιαγμένα από γυναίκες από όλο τον κόσμο και στέγαζε το Feminist Studio Workshop, «ένα πειραματικό πρόγραμμα γυναικείας εκπαίδευσης στις τέχνες».
Όταν άρχισε να απεικονίζει ανδρικά σώματα, οι τίτλοι των έργων της ήταν «Ανάπηροι από την ανάγκη ελέγχου/τυφλή ατομικότητα», «Κατουρώντας στη φύση», «Οδηγώντας τον κόσμο στην καταστροφή», «Στη σκιά του όπλου», «Παραμορφωμένοι από την εξουσία». Τα έργα εστίαζαν στη βίαιη ανδρική συμπεριφορά. Με αυτές τις απεικονίσεις αντικατέστησε το παραδοσιακό ανδρικό βλέμμα με το γυναικείο.
Εμπνεύστηκε από τη «συνηθισμένη» γυναίκα, η οποία ήταν στο επίκεντρο του φεμινιστικού κινήματος των αρχών της δεκαετίας του 1970. Γοητεύτηκε από τεχνικές που πολιτισμικά έχουν συνδεθεί με την γυναικεία ταυτότητα, όπως η υφαντουργία και η χειροτεχνία, αλλά παρακολούθησε μαθήματα για την κατασκευή αμαξωμάτων αυτοκινήτων, την κατασκευή σκαφών και την πυροτεχνία, την κατασκευή βιτρό που χρησιμοποίησε στα έργα της. Έμαθε να φτιάχνει πορσελάνες σαν αυτές που χρησιμοποίησε στο «The Dinner Party».
«Γνωρίζω την ιστορία του τι συνέβη στη δουλειά των γυναικών καλλιτεχνών», λέει στους ΝΥΤ. «Πολλές καλλιτέχνιδες νομίζουν ότι όλα έχουν αλλάξει. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι αλήθεια. Όταν ήμασταν στο Παρίσι την τελευταία φορά, υπήρχε μια έκθεση της Élisabeth Vigée Le Brun. Ξέρεις ποια ήταν; Εγώ δεν ήξερα».
Φυσικά η Vigée Le Brun, ζωγράφος της Αυλής στη Γαλλία του 18ου αιώνα και η πιο παραγωγική καλλιτέχνιδα μέχρι την εποχή της, είχε την πρώτη αναδρομική της έκθεση το 2015 στο Grand Palais στο Παρίσι, σχεδόν 200 χρόνια μετά τον θάνατό της. Τότε, κανένας δεν φρόντιζε για την κληρονομιά του έργου του και δεν αντιλαμβανόταν την ευθύνη για την προστασία του. Τουλάχιστον σήμερα η Τζούντι Σικάγο, η πιο δυναμική εν ζωή καλλιτέχνιδα, έχει διασφαλίσει ότι η δουλειά της δεν θα χαθεί και ότι το έργο της θα μελετηθεί ξανά και ξανά και μέσα στις επόμενες δεκαετίες, πιθανώς και υπό άλλο πρίσμα.
Η Τζούντι Σικάγο ζει στο Μπέλεν στο Νέο Μεξικό και μοιράζεται έναν χώρο 2.000 τ.μ. με τον σύζυγό της, φωτογράφο Ντόναλντ Γούντμαν, και την ομάδα της.
Πηγές: Lifo.gr, ΝΥΤ, New Museum, Garage, Dior, The Flowering: The Autobiography of Judy Chicago, Becoming Judy Chicago: A Biography of the Artist by Gail Levin