H Κριστίν Λαγκάρντ κατά την ομιλία της στο Jackson Hall, δήλωσε από το βήμα πως η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλό επίπεδο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο.
«Η χάραξη πολιτικής σε μια εποχή αλλαγών και ανατροπών απαιτεί ανοιχτό μυαλό και προθυμία να προσαρμόσουμε τα αναλυτικά μας πλαίσια σε πραγματικό χρόνο στις νέες εξελίξεις. Ταυτόχρονα, σε αυτήν την εποχή αβεβαιότητας, είναι ακόμη πιο σημαντικό οι κεντρικές τράπεζες να παρέχουν μια ονομαστική άγκυρα για την οικονομία και να διασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών σύμφωνα με τις αντίστοιχες εντολές τους» και ανάμεσα στα άλλα ανέφερε πως «Στο σημερινό περιβάλλον, αυτό σημαίνει – για την ΕΚΤ – τον καθορισμό των επιτοκίων σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο μας 2%», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «προχωρώντας μπροστά, πρέπει να παραμείνουμε ξεκάθαροι στους στόχους μας, ευέλικτοι στην ανάλυσή μας και ταπεινοί στον τρόπο επικοινωνίας μας».
Η ομιλία της έκλεισε λέγοντας πως «Δεν υπάρχει προϋπάρχον βιβλίο οδηγιών για την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα – και έτσι καθήκον μας είναι να συντάξουμε ένα νέο.». Λίγο νωρίτερα ο Τζερόμ Πάουελ, πρόεδρος της Fed, ανέφερε πως «η δουλειά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας δεν έχει τελειώσει ακόμα», κλείνοντας το μάτι σε νέες αυξήσεις των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Όταν δύο άνθρωποι από θέσεις ευθύνης στέλνουν μήνυμα στις διεθνείς αγορές πως η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, θα έχουν ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα δανεισμού και ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα πληρωμής των υφιστάμενων δανείων (δεν καλύπτουν όλες οι συμπεριλαμβανόμενες χώρες την αύξηση των επιτοκίων βλέπετε), τότε συμβαίνει αυτό που έγινε χθες: Οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν (η Ελλάδα στο 3,9%) με εξαιρετικό αποτέλεσμα για όσους έχουν χρήματα προς επένdυση και κάκιστο αποτέλεσμα για τα ίδια τα κράτη και κατ’ επέκταση τους πολίτες.
Είναι πολύ νωρίς ακόμη να μιλήσουμε για προβλήματα στον υφιστάμενο προϋπολογισμό των κρατών.Όμως είναι πολύ αργά να μιλήσουμε πως το 2024 οι νέοι προϋπολογισμοί με τα επιτόκια των ομολόγων εκεί που βρίσκονται θα βαίνουν μειούμενοι. Κάτι που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές αναταραχές στην πολιτική ζωή των κρατών μελών και να αποτελέσει «βούτυρο στο ψωμί» λαϊκίστικων, αντιευρωπαϊκών και ακροδεξιών κομμάτων, όπως το AfD ή ακόμα και σε υφιστάμενες κυβερνήσεις όπως της Μελόνι που ήδη λειτουργεί ενάντια στην ΕΚΤ έχοντας «αυτονομηθεί». Η οικονομία επηρεάζει την πολιτική και η πολιτική επηρεάζει την οικονομία. Αυτό δεν μπορούμε να υποκριθούμε πως δεν συμβαίνει.
Θα ήταν ψέματα να πούμε πως από το ίδιο μέσο που διαβάζετε δεν έχουμε κάνει λόγο πως η μισή δουλειά στο οικονομικό σύστημα είναι ο ρεαλισμός που συνοδεύεται από στοιχεία και η άλλη μισή η θετική ψυχολογία. Ακόμα και αν είναι placebo. Στον τομέα της ψυχολογίας, οι επιχειρήσεις δεν θα ρισκάρουν να κάνουν μεγάλες επενδύσεις ούτε για την πολυπόθητη ευρωπαϊκή πράσινη μετάβαση, ούτε για την δική τους ανάπτυξη. Κυρίως επειδή θα φοβούνται να δανειστούν. Δεν θα ρισκάρουν να μειώσουν τα αποθεματικά και την ρευστότητα για ώρα ανάγκης και ουσιαστικά γινόμαστε μάρτυρες μιας καταφανώς προβληματικής κατάστασης που μπορεί να οδηγήσει στην ύφεση. Αυτό δε πλήττει ασύμμετρα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αντίστοιχα τα κράτη στους προϋπολογισμούς που θα έρθουν θα κόψουν από όπου μπορούν. Κάτι που είναι απολύτως κατανοητό με το κόστος δανεισμού εκεί που είναι. Και θα έχουμε μαζικές εναλλαγές κυβερνήσεων στις περισσότερες εκλογικές διαδικασίες, καθώς οι πολίτες δεν θα εμπιστευτούν αυτόν που θα μειώσει το μέρος του προϋπολογισμού που απευθύνεται στο κοινωνικό κράτος.
Μοναδική λύση οι εθνικές κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πιέσουν για ρεαλιστικές πολιτικές από την ΕΚΤ και κυρίως συγκρατημένο σχολιασμό, ώστε ο πληθωρισμός να τιθασσευτεί και να καταφέρουμε να μπούμε στον νέο χρόνο σε μια κανονικότητα.