Στα 7 τρισεκατομμύρια δολάρια εκτινάχθηκαν το περασμένο έτος οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα, καθώς οι κυβερνήσεις στήριξαν καταναλωτές και επιχειρήσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ράλι στις τιμές της ενέργειας, που πυροδότησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία.
Αυτό αναφέρουν οι αναλυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Σάιμον Μπλακ, Ίαν Πάρι και Νέιτ Βέρνον, αναλύοντας το Διάγραμμα της Εβδομάδας.
Στην ανάλυσή τους αναφέρουν ότι καθώς ο κόσμος αγωνίζεται για να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου και τμήματα της Ασίας, της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών πλήττοναι από την υπερβολική ζέστη, οι επιδοτήσεις για το πετρέλαιο, τον άνθρακα και το φυσικό αέριο κοστίζουν το 7,1% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Αυτό είναι περισσότερο από ό,τι ξοδεύουν οι κυβερνήσεις ετησίως για την εκπαίδευση (4,3% του παγκόσμιου εισοδήματος) και περίπου τα δύο τρίτα των δαπανών τους για την υγειονομική περίθαλψη (10,9%).
Τα ευρήματα αυτά συμπίπτουν χρονικά με την επισήμανση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, ότι ο περασμένος Ιούλιος ήταν ο πιο ζεστός μήνας που έχει καταγραφεί στην ιστορία, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη περιορισμού της κλιματικής αλλαγής που προκαλείται από τον άνθρωπο.
Σημαντικές αυξήσεις
Όπως δείχνει το Διάγραμμα της Εβδομάδας , οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων αυξήθηκαν κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια.
Η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων επιβάλλει τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος—κυρίως από την τοπική ατμοσφαιρική ρύπανση και τις ζημιές από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η συντριπτική πλειονότητα των επιδοτήσεων είναι σιωπηρές, καθώς το περιβαλλοντικό κόστος συχνά δεν αντανακλάται στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, ιδίως του άνθρακα και του ντίζελ.
Η ανάλυση του ΔΝΤ δείχνει ότι οι καταναλωτές δεν πλήρωσαν για περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια περιβαλλοντικού κόστους πέρυσι. Αυτός ο αριθμός θα ήταν σχεδόν διπλάσιος εάν η ζημιά στο κλίμα εκτιμούνταν στα επίπεδα που βρέθηκαν σε μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature αντί της βασικής υπόθεσης ότι το κόστος της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι ίσο με την τιμή εκπομπών που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων θερμοκρασίας της Συμφωνίας του Παρισιού .
Οι σιωπηρές επιδοτήσεις
Αυτές οι σιωπηρές επιδοτήσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες – οι οποίες τείνουν να έχουν σταθμούς παραγωγής ενέργειας, εργοστάσια και οχήματα υψηλότερης ρύπανσης, μαζί με πυκνούς πληθυσμούς που ζουν και εργάζονται κοντά σε αυτές τις πηγές ρύπανσης – αυξάνουν την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στα επίπεδα προηγμένων οικονομιών.
Εάν οι κυβερνήσεις αφαιρούσαν τις ρητές επιδοτήσεις και επέβαλαν διορθωτικούς φόρους, οι τιμές των καυσίμων θα αυξάνονταν. Αυτό θα οδηγούσε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να λαμβάνουν υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος όταν παίρνουν αποφάσεις για την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το αποτέλεσμα θα ήταν σημαντική μείωση των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθαρότερος αέρας, λιγότερες πνευμονικές και καρδιακές παθήσεις και περισσότερος δημοσιονομικός χώρος για τις κυβερνήσεις.
Οι αναλυτές του ΔΝΤ εκτιμούν ότι η κατάργηση των ρητών και σιωπηρών επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων θα αποτρέψει 1,6 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως, θα αυξήσει τα κρατικά έσοδα κατά 4,4 τρισεκατομμύρια δολάρια και θα βάλει τις εκπομπές σε τροχιά επίτευξης των στόχων για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Θα αναδιανείμει επίσης το εισόδημα καθώς οι επιδοτήσεις καυσίμων ωφελούν περισσότερο τα πλούσια νοικοκυριά παρά τα φτωχά.
Δύσκολη υπόθεση
Ωστόσο, η κατάργηση των επιδοτήσεων καυσίμων μπορεί να είναι δύσκολη. Οι κυβερνήσεις πρέπει να σχεδιάσουν, να επικοινωνήσουν και να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις με σαφήνεια και προσοχή ως μέρος ενός ολοκληρωμένου πακέτου πολιτικής που υπογραμμίζει τα οφέλη.
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι ένα μέρος των αυξημένων εσόδων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την αποζημίωση των ευάλωτων νοικοκυριών για υψηλότερες τιμές ενέργειας. Το υπόλοιπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των φόρων στην εργασία και τις επενδύσεις και τη χρηματοδότηση δημόσιων αγαθών όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και η καθαρή ενέργεια.
«Με τις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας να υποχωρούν και τις εκπομπές να αυξάνονται, είναι η κατάλληλη στιγμή να καταργηθούν σταδιακά οι ρητές και σιωπηρές επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, για έναν πιο υγιή και πιο βιώσιμο πλανήτη» καταλήγει η ανάλυση.