Νταιάνα: Ο κινηματογραφικός βίος της διασημότερης γυναίκας της εποχής μας
Πηγή Φωτογραφίας: Princess Diana is the subject of “In Their Own Words: Diana, Princess of Wales,” a new PBS documentary airing Aug. 8 on KPBS-TV. (Courtesy of PA Images/ALAMY Stock Photo)
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η πριγκίπισσα λαχτάρησε μετά το δείπνο της μια βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο στο Παρίσι. Στις 00:18, γαντζωμένη στον ώμο του Ντόντι Αλ Φαγέντ, μπήκε στο ασανσέρ του ξενοδοχείου Ritz. Στις 00:20 έκλεισε την πόρτα της Μερσεντές και ο οδηγός Ανρί Πολ ξεκίνησε. Διέσχισαν τη rue Cambon και την πλατεία Concorde, πέρασαν από τους κήπους του Cours-la-Reine, χαζεύοντας τα φώτα στον Σηκουάνα. Στις 00:23 η ανηλεής καταδίωξη από τους παπαράτσι σταμάτησε στη 13η κολόνα του τούνελ Pont de l’Alma. Μια μέρα σαν τη σημερινή, πριν από 23 χρόνια, σκοτώθηκε η διασημότερη γυναίκα του πλανήτη.
Σε αντίθεση με τη ζωή της, που ήταν διάφανη και μονίμως εκτεθειμένη σε εκατομμύρια μάτια, στον θάνατο η Νταϊάνα τους ξεγέλασε όλους. Η αρχικά ανυπολόγιστη εσωτερική αιμορραγία την έπαιρνε και την έφερνε ξανά στη ζωή, όσο οι γιατροί στο νοσοκομείο Pitié- Salpêtrière του Παρισιού έδιναν έναν άνισο αγώνα με τις ανανήψεις. Το κορμί της εσωτερικά ήταν σμπαράλια, η δε καρδιά της, από τη σφοδρή σύγκρουση, είχε φτάσει στη δεξιά άκρη του θώρακα. Πόσες συντριβές να αντέξει κι αυτή σε 36 χρόνια μυθιστορηματικής ζωής;
Η Νταϊάνα έπαιζε συμπαθητικό πιάνο, λάτρευε το κολύμπι και ποτέ δεν ξεπέρασε ότι λόγω ύψους δεν κατάφερε να γίνει μπαλαρίνα. Το αγαπημένο της συγκρότημα ήταν οι ΑΒΒΑ, αλλά όταν έπρεπε να συντάξει επιστολές άκουγε το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ. Ήταν καταπληκτική μίμος, αφόρητα ντροπαλή και τα μάτια της ήταν μπλε και υγρά, σαν να ήταν πάντοτε έτοιμη να κλάψει. Μια πονεμένη ύπαρξη που περιέφερε τον εαυτό της παντού για να συμπαρασταθεί στα θύματα του πλανήτη.
Υπήρξε η πλέον γοητευτική Βρετανίδα της εποχής μας, μια πρωταθλήτρια fund-raiser, μια ευεργέτιδα των φτωχών, η μητέρα του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας και κυρίως ένα πρόσωπο που το κοινό κατανάλωνε με μια άρρωστη αδηφαγία. Έκανε παρέα με τον Έλτον Τζον, τον Τζορτζ Μάικλ, την Τίλντα Σουίντον, τη Λάιζα Μινέλι, τους χολιγουντιανούς αστέρες. Έκανε τις πιο ωραίες χορευτικές φιγούρες με τον Τραβόλτα στον Λευκό Οίκο και δεν άφησε ηγέτη στον πλανήτη που να μην τον γοητεύσει. Νίκησε τη στείρα μεγαλοπρέπεια με οικειότητα. Εμπιστεύτηκε και ταυτίστηκε με τους κορυφαίους μόδιστρους (από τον βλάσφημο Γκαλιάνο έως τον πράο Βερσάτσε). Ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου και ένιωθε δεύτερο σπίτι της την Αμερική.
Η Νταϊάνα διεκδίκησε την εκτίμηση ενός βασιλικού περίγυρου που τη χρησιμοποίησε κατά περίσταση. Διεκδίκησε την ελευθερία της από έναν σύζυγο που την έβλεπε πάντα ως την αιτία του προσωπικού του αδιεξόδου και πηγή του συναισθηματικού του μαρασμού. Διεκδίκησε τα παιδιά της από μια συντηρητική οικογένεια που της όριζε μέχρι και πού θα τα βλέπει. Και εν τέλει διεκδίκησε τη ζωή της από τους ηδονοβλεψίες παπαράτσι που την καταδίωκαν ανελέητα. Με όλους αναμετρήθηκε και απ’ όλους ηττήθηκε. Ως εκ τούτου, καμία από τους τόνους πληροφοριών που έχουμε ακούσει και διαβάσει για εκείνην δεν ήταν αρκετά υπερβολική για τα μέτρα της, καμία ακρότητα δεν γεννούσε καχυποψίες, καμία παράφορη ιστορία δεν αμφισβητήθηκε.
Εξαντλούσε το πρωτόκολλο όταν έπρεπε να ευχαριστήσει κάποιον (λέγεται πως δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να μην έστειλε την κλασική κάρτα με το «Ευχαριστώ» της για δώρο που δέχτηκε) και συγχρόνως σόκαρε το σύμπαν γεννώντας σε νοσοκομείο και όχι στο παλάτι, φωτογραφιζόμενη να κρατά το χέρι ασθενούς με HIV χωρίς να φοράει γάντια. Κατηγορούσε το αδιαπέραστο βασιλικό πλέγμα για τα δεινά της, αλλά όταν ανακάλυπτε τις απιστίες του Καρόλου έπεφτε στα πόδια της βασίλισσας, εκλιπαρώντας για βοήθεια.
Βιογραφικά στοιχεία της Νταιάνας
Η Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1961 στο Παρκ Χάους του Νόρφολκ και το μαύρο σύννεφο κάθισε πάνω από την κούνια της με το «καλημέρα». Ο πατέρας της Τζον Σπένσερ και η μητέρα της Φράνσις είχαν δύο κόρες, τη Σάρα και την Τζέιν, και μια αποτυχημένη προσπάθεια να αποκτήσουν διάδοχο, καθώς το τρίτο παιδί, που ήταν αγόρι, πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή του. Η Νταϊάνα, λοιπόν, ήταν η τέταρτη προσπάθεια της οικογένειας να ξαναπροσπαθήσει για τον γιο. Σύμφωνα με αναλυτές, η απογοήτευση από την τρίτη κόρη τής χάρισε εξ απαλών ονύχων τον τίτλο της ανεπιθύμητης ή της περιττής ‒ τουλάχιστον μέχρι που ήρθε ο μικρότερος αδελφός της Τσαρλς.
Οι γονείς της χώρισαν όταν εκείνη ήταν μόλις επτά χρονών, καθώς η ταραχώδης σχέση τους είχε γενναίες δόσεις απιστιών, καβγάδων, μέχρι και σωματικής κακοποίησης. Η φυγή του πατέρα, που εξέλαβε ως απόρριψη, και η μεταξύ τους συμφιλίωση, που καθυστέρησε πολύ, υπήρξε άλλη μια πηγή ψυχικής αστάθειας για την Νταϊάνα. Σύμφωνα με τους βιογράφους της, συγχώρησε τον πατέρα της μόνο όταν μπήκε κι εκείνη στη δίνη των αποτυχημένων ερώτων και απιστιών.
Η οικογένεια Σπένσερ ήταν στενά συνδεδεμένη με τη βρετανική βασιλική οικογένεια για αρκετές γενιές (και οι δύο γιαγιάδες της Νταϊάνα είχαν εργαστεί στο υπηρετικό προσωπικό της βασίλισσας Ελισάβετ) κι έτσι τα καλοκαίρια βρίσκονταν όλοι μαζί στο βασιλικό εξοχικό του Σάντριγχαμ. Πριν από την Νταϊάνα, ο Κάρολος είχε ένα φλερτ με την αδελφή της Σάρα, αλλά φαίνεται πως η μικρή, ανυποψίαστη, ανασφαλής ξανθούλα είχε μεγαλύτερη ανάγκη να χωρέσει κάπου.
Όταν της έγινε η πρόταση γάμου στο παλάτι του Μπάκιγχαμ στις 3 Φεβρουαρίου 1981 εργαζόταν ως νταντά και βοηθός σε παιδικούς σταθμούς. Πληρωνόταν μόλις 5 δολάρια την ώρα, ποσό που όμως αρκούσε για να της χαρίσει τον τίτλο της πρώτης βασιλικής νύφης που είχε δουλέψει και πληρωθεί για κάποια εργασία στη ζωή της.
Μετά τους αρραβώνες στο χέρι της Νταϊάνα μπήκε ένα δαχτυλίδι στο οποίο 14 διαμάντια περιέβαλλαν ένα οβάλ, μπλε ζαφείρι (είναι το ίδιο που φορά σήμερα η νύφη της, Δούκισσα του Κέιμπριτζ) και έξι μήνες μετά, με έναν παραμυθένιο γάμο στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου, η βρετανική μοναρχία έβλεπε πως μια σοφή κίνηση ξανάβαζε μπρος τη μηχανή της δημοφιλίας. Περί τα 750 εκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν την τελετή παγκοσμίως και 600.000 θεατές πλημμύρισαν τους δρόμους του Λονδίνου για να δουν τους νεόνυμφους.
Μπορεί ο Κάρολος να μην αναγνώρισε ποτέ καμία γοητεία στην Νταϊάνα, αλλά τουλάχιστον υπήρξε τρομερά χρήσιμη στη βρετανική κοινωνία. Ένωσε με το χαμόγελο, την αμεσότητα, τη θέρμη και την ανεξίτηλη εγκαρδιότητά της τις ρωγμές που είχε αποκτήσει με τον χρόνο η βρετανική μοναρχία. Έγινε η μεταμοντέρνα ενσάρκωση της πριγκίπισσας του παραμυθιού. Κατάργησε τις αποστάσεις των βασιλέων με το κοινό, πασπάλισε με δόσεις ανθρωπιάς τα πρόσωπα του παλατιού και βροντοφώναξε πως στους ατελείωτους διαδρόμους του βίωσε τα σκοτάδια και τα δεινά ενός σύγχρονου θρίλερ. Εξέφρασε τη συντριβή της σε εθνικό δίκτυο, εμφανιζόμενη νευρική και διαλυμένη στη συγκλονιστική συνέντευξη του 1995 στο BBC, όπου κάρφωσε σε 21 εκατομμύρια τηλεθεατές τον επικρατέστερο τότε για διάδοχο του θρόνου με τη φράση: «Σε αυτόν τον γάμο ήμασταν τρεις…».
Σήμερα τα παιδιά της στολίζουν τους προσωπικούς τους σταθμούς με τα διαμάντια και τα κοσμήματά της και τα φορέματά της υπάρχουν ακόμα στις προθήκες για να καθορίζουν το μέτρο, την υπέρβαση, το καλό γούστο, την απειθαρχία απέναντι στο πρωτόκολλο, ενίοτε και την αμετροέπεια. Όμως, όλα αυτά που σήμερα προβάλλονται ως επαναστατική ανυπακοή υπήρξαν για εκείνην ένας διαρκής εφιάλτης. Όπως έχει γράψει το «Vanity Fair»: «Πίσω από κάθε διαμαντένιο της περιδέραιο και χειροποίητη δαντέλα θα ξεπηδά πάντα ο δράκος του παραμυθιού, μια λογομαχία με τον Κάρολο, μια μόνιμη αναστάτωση στα στρατόπεδα των αυλικών της, μια αδιέξοδη, παγερή στάση από την αδυσώπητη πεθερά της».
Αλλά μήπως οι έρωτες τής χαρίστηκαν; Και ποιοι ήταν αυτοί; Ο δεινός παίχτης του πόλο και στρατιωτικός Τζέιμς Χιούιτ, ο κορυφαίος έμπορος έργων τέχνης Όλιβερ Χορ, ο διαπρεπής Πακιστανός καρδιοχειρουργός Χασνάτ Καν (ο «έρωτας της ζωής της», όπως έλεγε), ο ευγενής, αλλά μοιραίος bon viveur Ντόντι Αλ Φαγέντ. Κακά τα ψέματα, η συνειδητοποίηση ότι ο Κάρολος ήταν άπιστος από τα πρώτα, άγουρα χρόνια του γάμου τους την έβαλε σε έναν φαύλο κύκλο ανέξοδων σχέσεων. Για καθέναν από τους συντρόφους της έχει γραφτεί τουλάχιστον ένα βιβλίο, εκατοντάδες ρεπορτάζ και μπόλικα δακρύβρεχτα ‒πάντα από την ίδια‒ γράμματα. Ωστόσο, στο τέλος της μέρας, οι φήμες και η σκόνη που σηκώνονταν ήταν πολλαπλάσιες της ουσίας. Οι εραστές της τής πρόσφεραν μια μικρή ανακούφιση, μια ολιγόμηνη παρηγοριά, αλλά ποτέ τη σωτηρία που απεγνωσμένα ζητούσε.
Τέλος, στο φέρετρο επάνω είχε τοποθετηθεί μια ανθοδέσμη με τα αγαπημένα της ιβουάρ τριαντάφυλλα και μία μόνο κάρτα που έγραφε τη λέξη «Mummy», τη μόνη ίσως ιδιότητα που δεν της αμφισβήτησε κανείς ποτέ. Κι εκείνη, όμως, πάλι μαύρο φορούσε, ένα μακρυμάνικο φόρεμα που είχε διαλέξει μόνη της από το ατελιέ της αγαπημένης της Catherine Walker λίγες εβδομάδες πριν, σκούρο καλσόν, μαύρες γόβες και στα χέρια της ήταν τυλιγμένο ένα ροζάριο που της είχε χαρίσει η Μητέρα Τερέζα. Το τι θα ζητούσε στις προσευχές της μάλλον το υποψιαζόμαστε όλοι. Άλλο πράγμα δεν μάθαμε ποτέ. Άρεσε, τελικά, στον Χασνάτ το φόρεμα που φόρεσε στα τελευταία της γενέθλια; Την βρήκε, τέλος πάντων, κάποιος, έστω σε αυτό το βάρβαρο φινάλε, ακαταμάχητη;
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας